Είναι μέρες τώρα που στην  αίθουσα τελετών του Εφετείου Αθηνών αναβιώνουν εικόνες από τη μεγαλύτερη καταστροφή που βίωσε η χώρα εν καιρώ ειρήνης. Οι καταθέσεις όσων επιβίωσαν από την τραγωδία στο Μάτι συγκλονίζουν. Κάποιοι στιγματίστηκαν για πάντα από τις πύρινες γλώσσες, όμως επέζησαν. Αλλοι άφησαν στα αποτεφρωμένα οικόπεδα κομμάτια του εαυτού τους, της ψυχής τους. Εκατόν τέσσερις μαρτύρησαν.

Οι γονείς, οι γιαγιάδες, οι παππούδες και οι σύζυγοί τους προσπαθούν σήμερα από το βήμα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου – στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού – να περιγράψουν τις τελευταίες εφιαλτικές στιγμές των αγαπημένων τους και να βοηθήσουν στην απονομή – όποιας – δικαιοσύνης. Η αποφράδα 23η Ιουλίου 2018 έχει στοιχειώσει τις ζωές τους.

Ηταν η μέρα που έτρεξαν με όσο οξυγόνο είχε απομείνει στα πνευμόνια τους ανάμεσα σε φλεγόμενα σπίτια και πυρακτωμένους δρόμους ως τη θάλασσα. Ομως, και εκεί κυριαρχούσε ο θάνατος: Δίπλα τους αποκαμωμένοι γείτονές τους – αποκαμωμένοι από το κυνηγητό με τις φλόγες – παρέδωσαν το πνεύμα τους, λίγο πριν φανούν τα καΐκια που θα τους έσωζαν. Απελπισμένοι, τυφλωμένοι από τον καπνό, πηδούσαν από τα βράχια, αψηφώντας το ύψος και το σκοτάδι. Εγκαυματίες προσπαθούσαν με αλμυρό νερό να ανακουφίσουν για πρώτη φορά τις πληγές που εκ τότε θα τους συντρόφευαν…

Ηταν η νύχτα που κλήθηκαν να αναγνωρίσουν τις σορούς των δικών τους. Αυτούς που για ώρες αναζητούσαν εναγωνίως στα αποκαΐδια, ελπίζοντας μέχρι την τελευταία στιγμή ότι – κάπως – θα είχαν καταφέρει να γλιτώσουν από την κόλαση.

Τεσσεράμισι χρόνια μετά, δίνουν όρκο πως δεν θα ησυχάσουν αν δεν τιμωρηθούν οι ένοχοι. Δίνουν φωνή στους χαμένους ανθρώπους τους. Μιλώντας στα «ΝΕΑ», πέντε από αυτούς, θυμούνται τις μοιραίες ώρες, λένε για τη «συγγνώμη» που δεν άκουσαν ποτέ κι από κανέναν, περιγράφουν το κυνικό θέατρο που παίχτηκε σε απευθείας πανελλαδική μετάδοση και εκφράζουν την αγανάκτησή τους για τη δολοφονική έλλειψη οποιουδήποτε σχεδίου. Ο πλημμεληματικός χαρακτήρας των κατηγοριών τους εξοργίζει.

Γιάννης Φιλιππόπουλος

«Αγκαλιαστήκαν, τους κύκλωσε

η φωτιά και τους έκαψε»

Η θλιβερή ιστορία των εννιάχρονων διδύμων κοριτσιών που χάθηκαν αγκαλιασμένα με τον παππού και τη γιαγιά τους συγκλόνισε το πανελλήνιο. Ο Γιάννης Φιλιππόπουλος, πατέρας της Σοφίας και της Βασιλικής, μιλάει πια για δύο πληγές που δεν θα επουλωθούν ποτέ.

Οι γονείς του μίσθωναν μια εξοχική κατοικία στη Νέα Μάκρη και έπαιρναν μαζί τους τα κορίτσια για να περάσουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Μόλις έμαθε για τη φωτιά, πήρε το μηχανάκι ενός φίλου του και, παρά της αντιρρήσεις της συζύγου του, ξεκίνησε από την Καλλιθέα για να βρει τις κόρες του. Οταν συνάντησε το αστυνομικό μπλόκο, εξήγησε πως δεν πρόκειται να κάνει πίσω. «Προσπαθούσα να ρωτήσω όποιον έβρισκα αλλά κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει από τις περιγραφές. Η γυναίκα και η αδελφή μου ζητούσαν διαρκώς να γυρίσω», θυμάται.

Η επικοινωνία με τα νοσοκομεία απέβη κι αυτή άκαρπη. Από την ΕΛ.ΑΣ. του είπαν ότι είναι σε προτεραιότητα. «Είδαμε ένα βίντεο με ένα αλιευτικό πάνω στο οποίο υπήρχαν κάτι κορίτσια που έμοιαζαν με τα δικά μας. Ετσι, η ελπίδα δεν έσβησε. Ωστόσο, δεν ήταν τα δικά μας παιδιά…».

Η τελευταία του διέξοδος ήταν τα κανάλια, που από νωρίς κάλυπταν την καταστροφή. Ζήτησε βοήθεια από τον τηλεοπτικό αέρα. Αντ’ αυτού, έλαβε τηλεφωνήματα αρρωστημένων φάρσερ: «Με καλούσαν και έκαναν παιδικές φωνές… Αλλοι ζητούσαν χρήματα. Ελπίζω να μη ζήσουν ποτέ κάτι τόσο φρικτό».

Ωρες αργότερα έμαθε ότι τα κοριτσάκια του είχαν πεθάνει αγκαλιασμένα από τη γιαγιά και τον παππού. Τα μικρά πνευμόνια τους δεν άντεξαν και έτσι δεν κάηκαν ζωντανά, λέει. «Οι γονείς μου τα πήραν αγκαλιά, τους κύκλωσε η φωτιά και τους έκαψε…».

Δημήτρης Φιλιππής

«Με κοίταζαν και έλεγαν κρίμα το παλικάρι»

«Είναι ζήτημα ηθικής και θα το τραβήξω μέχρι εκεί που δεν πάει. Οσο ζω θα τους κυνηγώ», δηλώνει ο εγκαυματίας Δημήτρης Φιλιππής και περιγράφει πώς η ζωή του άλλαξε δραματικά. «Εφυγα από την Αθήνα και κατέβηκα στο Μάτι κατά τις 16.00 ενώ γύρω στις 17.00 πήρα τη γυναίκα και το παιδί μου», θυμάται. Βλέποντας τον καπνό ανέβηκε μέχρι τη Μαραθώνος για να εκτιμήσει την κατάσταση. Εκεί αντίκρισε την άσφαλτο να καίγεται. «Προσπάθησα να ειδοποιήσω τον κόσμο, καθώς βρισκόμασταν σε κατασκήνωση. Ουρλιάζαμε για να φύγουν».

Γρήγορα βρέθηκε περικυκλωμένος από τις φλόγες, χωρίς ορατή διέξοδο. Στον αγώνα του να γλιτώσει κάηκαν τα πόδια του από τα γόνατα και κάτω. Ο δεξιός πνεύμονας του καταστράφηκε, όπως και η παλάμη του. Μετά από 78 μέρες σε καταστολή και δυόμισι μήνες στην Εντατική, οι γιατροί στον «Ευαγγελισμό» έκαναν λόγο για θαύμα. Ηταν ο μόνος επιζών στη ΜΕΘ. «Με κοίταζαν και έλεγαν κρίμα το παλικάρι. Κανένας δεν περίμενε ότι θα ξυπνήσω και θα σηκωθώ όρθιος», συνεχίζει.

Από τότε ξεκίνησε ο Γολγοθάς της αποκατάστασης. Ανάμεσα σε άλλα, οι γιατροί του απαγόρευσαν να εργάζεται. Οι μνήμες, όμως, απαιτούν δικαίωση, ενώ η οργή κυριαρχεί. «Ολοι αυτοί οι άνθρωποι που είναι υπεύθυνοι έχουν θράσος. Δεν γίνεται οι δικηγόροι τους να μιλούν για συνυπευθυνότητα του κόσμου». Οπως λέει, πήγε στη φωτιά ώστε να κάνει ό,τι δεν μπορούσαν εκείνοι.

Αριστείδης Χερουβείμ

«Η ύβρις και η ασέβεια προς

τα θύματα και τους συγγενείς»

«Σηκωθείτε και φύγετε. Γιατί δεν φεύγετε», είπε εκείνο το απόγευμα στη μητέρα του όταν του τηλεφώνησε και τον ενημέρωσε για την κατάσταση. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα μιλούσαν. Λίγα λεπτά μετά, η ίδια, η αδελφή του και τα δίδυμα πεντάχρονα ανίψια του βρήκαν τραγικό θάνατο μόλις 50 μέτρα από το σπίτι τους, στο οποίο κανονικά δεν θα βρίσκονταν εκείνη τη μέρα.

«Είναι η εξοχική μας κατοικία και η Βίκυ είχε ζητήσει να πάρει απόσπαση στο Κέντρο Υγείας Ραφήνας. Ηταν η πρώτη τους μέρα στο Μάτι», εξηγεί ο Αριστείδης Χερουβείμ και συνεχίζει: «Ολο το βράδυ προσπαθούσα να επικοινωνήσω μαζί τους, να ειδοποιήσω Αστυνομία, Πυροσβεστική, Λιμενικό. Να τις εντοπίσω σε κάποιο νοσοκομείο. Ο δρόμος ήταν κλειστός. Κατάφερα να φτάσω στο σπίτι το επόμενο πρωί. Το βρήκα ανοιχτό, εκείνες απουσίαζαν. Δεν ήξερα τι έπρεπε να περιμένω».

Οσα ακολούθησαν δεν σβήνουν από τη μνήμη. «Πιο πάνω είδα αστυνομικούς και πήγα να τις δηλώσω αγνοούμενες. Εκεί μου είπαν ότι υπάρχουν δύο γυναίκες με δύο παιδάκια. Ηταν κάτω από ένα σεντόνι. Μου ζήτησαν και έκανα αναγνώριση».

Η περισυλλογή των σορών έγινε με καθυστέρηση γιατί, όπως καταγγέλλει, ανατέθηκε σε συγκεκριμένο γραφείο τελετών έναντι χιλιάδων ευρώ, παρότι πολλά προσφέρθηκαν δωρεάν. «Τις μάζεψαν 24 ώρες μετά. Υβρις και ασέβεια προς τα θύματα και τους συγγενείς τους», τονίζει.

Ενα από τα παράδοξα της δίκης είναι ότι ο Αριστείδης Χερουβείμ νομιμοποιείται να εκπροσωπήσει την αδελφή και τη μητέρα του, αλλά όχι τα δίδυμα κοριτσάκια, καθώς δεν είναι συγγενής πρώτου βαθμού. «Είναι ουσιαστικά σαν να μην υπήρξαν ποτέ τα δύο παιδιά», λέει. Στην κατάθεσή του, παρ’ όλα αυτά, μίλησε για τις ανιψιές του και συγκλόνισε. «Ηθελαν δεν ήθελαν, εγώ μίλησα και για αυτές γιατί έφυγαν άδικα».

Κωνσταντίνος Ζορμαλιάς

«Θεώρησα ότι

θα καώ ζωντανός»

«Είχα ένα προαίσθημα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ενώ διέκρινα τους καπνούς ακόμα στο βάθος του ορίζοντα», θυμάται ο πολυεγκαυματίας Κωνσταντίνος Ζορμαλιάς. Εχοντας ζήσει άλλες μεγάλες φωτιές, ήξερε ότι υπάρχει ένταση. Περίμενε να ακούσει σειρήνες, ελικόπτερα… Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, επικρατούσε εκκωφαντική ησυχία, με την Αστυνομία και την Πυροσβεστική απούσες. Το σπίτι του απέχει μόλις 33 μέτρα από τη λεωφόρο Μαραθώνος. Οταν έπεσε το ρεύμα συνειδητοποίησε ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά, γι’ αυτό αποφάσισε να πάρει κλειδιά και πορτοφόλι και να φύγει γρήγορα. «Θεώρησα ότι δεν θα αντέξει το σπίτι και θα καώ ζωντανός. Εβγαλα μια πορεία διαφυγής ώστε να γλιτώσω», περιγράφει.

Οταν εγκλωβίστηκε ένιωσε πως έρχεται το τέλος. Ενώ καιγόταν, έτρεξε μέσα από τις φλόγες. Ενιωθε σαν να ψήνεται σε φούρνο, λέει χαρακτηριστικά. Η πλάτη και τα χέρια του έλιωναν. Οι μόνοι που τον βοήθησαν ήταν κάποιοι αστυνομικοί που, ελλείψει ασθενοφόρων, τον μετέφεραν στο νοσοκομείο.

Εκεί έμεινε για 70 ατελείωτες μέρες. Ακόμα και σήμερα, τον ταλαιπωρούν φρικτοί πόνοι, ενώ δεν έχει ακόμα επανέλθει στο 100% η αίσθηση στα πόδια και στα χέρια του. «Είχα μείνει παράλυτος και δεν μπορούσα να σηκωθώ. Εχασα πέντε μήνες σε ολική ακινησία. Πέρασε καιρός για να σταθώ όρθιος. Οσοι κάηκαν το κουβαλούν μέχρι σήμερα».

Αλέξανδρος Ανδρονόπουλος

«Σε 50-100 μέτρα μέτρησα έξι πτώματα»

Εκείνο το φρικτό απόγευμα του Ιουλίου ο Αλέξανδρος Ανδρονόπουλος έσωσε 18 άτομα και δύο οικογένειες. Επειτα αφιερώθηκε στη στήριξη των εγκαυματιών. Οταν ξέσπασε η φωτιά δεν ήταν στο Μάτι, όμως, έσπευσε με τη μηχανή του για να βοηθήσει μεταφέροντας κόσμο σε ασφαλή σημεία. «Πέρασα το μπλόκο με το ζόρι. Η πρώτη που μετέφερα ήταν μία κυρία. Εκανα 18 διαδρομές και με το αγροτικό ενός κυρίου πήραμε άλλες δύο οικογένειες που κολυμπούσαν πέντε ώρες», περιγράφει και θυμάται τη θλίψη που ένιωσε βλέποντας το χωριό του να καίγεται, αλλά και τον θυμό του για την απουσία του κρατικού μηχανισμού. «Μας είχαν εγκαταλείψει. Δεν πετούσε κανένα αεροπλάνο, δεν υπήρχαν πυροσβεστικά αλλά και όταν ήρθαν κάποια δεν είχαν νερό».

Οπως λέει, είναι πεπεισμένος ότι οι Αρχές ήξεραν για την ύπαρξη νεκρών ήδη από τις πρώτες ώρες. «Βρισκόμουν δίπλα στον αξιωματικό επιχειρήσεων της Πυροσβεστικής και γύρω στις 19.00 τον ενημέρωσαν στον ασύρματο ότι υπάρχει νεκρός στη διασταύρωση του Νέου Βουτζά. Ηταν ένας άνδρας που κατέβηκε φλεγόμενος και έπεσε στον δρόμο», λέει.

Οταν στις 20.00 κατάφερε να μπει στο Μάτι, αντίκρισε ένα τοπίο Αποκάλυψης: «Τα πάντα καίγονταν γύρω μου. Διένυσα με τα πόδια μία απόσταση 50-100 μέτρων και μέτρησα έξι πτώματα. Αλλα ήταν στον δρόμο και άλλα μέσα σε αυτοκίνητα. Στην αρχή δεν καταλάβαινα τι ήταν αυτά τα μαύρα πράγματα. Μετά συνειδητοποίησα ότι ήταν απανθρακωμένοι άνθρωποι».

Από εκείνη την ημέρα, στάθηκε εθελοντικά δίπλα στους εγκαυματίες. Συνέβαλε στις διαδικασίες για την οικονομική στήριξή τους και ίδρυσε τη «Salvia», μια οργάνωση που βοηθά όσους επέζησαν. «Αυτό που έζησα άλλαξε τη ζωή μου, με στιγμάτισε και με ακολουθεί», καταλήγει.