Η πλειονότητα των έργων που ανεβάζετε είναι δικά σας. Τώρα ανεβάσατε τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» της Εμιλι Μπροντέ στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Πόσο διαφέρει ο τρόπος με τον οποίο εργάζεστε;

Η ιστορία είναι της Μπροντέ, αλλά το κείμενο το έχω επεξεργαστεί. Το μετέφρασα και το διασκεύασα. Υπάρχει μια σημαντική διαφορά σε σχέση με τα δικά μου κείμενα τα οποία όταν τα γράφω με έναν τρόπο σχεδιάζω και τη σκηνοθετική προσέγγιση.

Αλήθεια, πώς δραπετεύσατε από την Ιατρική στο Θέατρο;

Στην Ιατρική μπήκα με πολλή εμπιστοσύνη στη μεθοδικότητα και στο διάβασμά μου αλλά όχι με ισχυρές βάσεις αυτοπεποίθησης. Εξαιτίας αυτού την πρώτη χρονιά δεν έδωσα πανελλαδικές, απλώς διάβαζα. Κάτι έγινε στην Τρίτη Λυκείου…

Κλονίστηκε η αυτοπεποίθησή σας εξαιτίας κάποιου συγκεκριμένου γεγονότος που συνέβη στο σχολείο, στο σπίτι;

Δεν ξέρω. Ο μπαμπάς μου είναι ζαχαροπλάστης με φοβερή εκτίμηση στα γράμματα. Δεν μας επαίνεσαν όμως – ούτε εμένα ούτε την αδελφή μου – ποτέ ότι κάνουμε κάτι εξαιρετικό. Η μητέρα, για παράδειγμα, μου έλεγε: «Ωραία, και τι έγινε; Πέρασες Ιατρική». Ταυτόχρονα εκτιμούσε την επιτυχία μου στις εξετάσεις, και μάλιστα στη συγκεκριμένη σχολή. Είχαν την πεποίθηση ότι δεν πρέπει τα παιδιά να πάρουν αέρα. Οφείλουν να είναι γειωμένα. Δεν μεγαλώσαμε ποτέ ως εξαιρετικά ταλέντα. Πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία. Τα παιδιά είναι απαραίτητο να επαινούνται για ό,τι κάνουν καλό. Οι γονείς μου θεωρούσαν τα καλά μας χαρακτηριστικά ή τα επιτεύγματά μας ως αυτονόητα. Δεν είχα ένα εφαλτήριο για να αισθανθώ ότι μπορώ να πετάξω.

Πότε το νιώσατε αυτό;

Υπάρχει μια εικόνα χαρακτηριστική που έρχεται τώρα στο μυαλό μου. Στις διακοπές των Χριστουγέννων πήγαινα στο εργαστήριο των γονιών μου για να τους βοηθήσω. Ημουν πέμπτο έτος στην Ιατρική, καθόμουν στο ταμείο και στα πόδια μου είχα την Ακτινολογία και διάβαζα. Ερχεται μια κυρία με ένα παιδάκι που έκανε φασαρία και την ακούω να του λέει «κοίταξε, βρε, να γίνεις άνθρωπος να διαβάζεις, μην καταλήξεις σαν το παιδί εδώ και σε βάλει ο πατέρας σου να δουλεύεις στο μαγαζί». Με χρησιμοποίησε ως παράδειγμα αποτυχημένου παιδιού. Διαλύθηκα και εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως τίποτε από ό,τι ζεις δεν φαίνεται αν δεν το δείξεις. Κάπως έτσι πορεύτηκε η ζωή μου: ό,τι έκανα να μη θεωρείται εξαιρετικά σημαντικό. Δεν υπήρχε ένα αίσθημα επιτεύγματος. Εξού κι εγώ αισθάνομαι ακόμη και τώρα ότι δεν έχω καμία φιλοδοξία. Δεν έχω κάποιο όνειρο. Θέλω με οτιδήποτε καταπιάνομαι να το κάνω καλά, να το ευχαριστιέμαι αλλά ποτέ δεν έχω ποτέ κάποιο επόμενο σχέδιο, κάτι μεγαλύτερο.

Χωρίς όραμα, ειδικά στη δική σας δουλειά, πώς μπορεί κάποιος να προχωρήσει;

Δεν προχώρησα ποτέ με καμιά μανία επιτυχίας, να οργανώσω δηλαδή τα πράγματα ούτως ώστε να γίνουν αποδοτικότερα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κάνω αυτό που θέλω, αλλά αργά. Δηλαδή: άργησα να φύγω από το σπίτι μου, άργησα να βρω ποιο είναι το επάγγελμα που θέλω να ακολουθήσω, κ.λπ.

Και πώς το βρήκατε;

Εκανα Ιατρική και νόμιζα ότι με ικανοποιεί. Μου κάλυπτε την ανάγκη της προσφοράς στον άνθρωπο, η οποία είναι ακόμη για μένα μια μεγαλειώδης πράξη. Επίσης μου άρεσε γιατί έπρεπε να βρίσκομαι συνεχώς σε μια εγρήγορση, γιατί τα δεδομένα στην Ιατρική αλλάζουν και πρέπει να ενημερώνεσαι, να διαβάζεις συνεχώς. Ομως όταν εξασκούσα την Ιατρική φορτωνόμουν τον πόνο των άλλων και αυτό με έκανε να αρρωσταίνω συνέχεια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πηγαίνω στην κλινική και το μεσημέρι να ανεβάζω πυρετό. Εχω λιποθυμήσει πάνω από ασθενή που της τράβηξαν το λευκοπλάστ για να δουν την επέμβαση κι εκείνη πόνεσε.

Μέχρι τότε απ’ όσα μού αφηγείστε δεν υπήρχε ούτε ως υποψία το θέατρο στο μυαλό σας.

Δεν είχα καμία τρέλα. Απλώς έγραφα πάντα. Οταν ήμουν στο δεύτερο έτος των σπουδών μου, μια συμφοιτήτριά μου, η Λήδα Χατζή, η οποία κάνει σπουδαία καριέρα ως γιατρός στην Αμερική, μου είπε ότι θα ξεκινούσε μαθήματα υποκριτικής σε ένα εργαστήρι που ίδρυσε τότε η Πειραματική Σκηνή της Τέχνης. Το δεύτερο έτος, όταν το εργαστήρι πήρε τον δεύτερο κύκλο μαθητών, αποφασίζω να δώσω εξετάσεις – και πέρασα. Ετσι άρχισα, ως ψυχαγωγία δηλαδή, να ασχολούμαι με το θέατρο.

Τι σας κράτησε;

Ημουν πάρα πολύ ντροπαλός μέχρι τότε. Ντρεπόμουν να δώσω το χέρι μου, να κάνω μια χειραψία. Η αίσθηση, η σκέψη αν θα είμαι επαρκής με έκανε να κλειστώ στον εαυτό μου. Μετά τα μαθήματα στο εργαστήρι άρχισα σιγά σιγά «να ανοίγω». Να εμπιστεύομαι το σώμα μου, να μην ντρέπομαι. Το θέατρο μου έδωσε τη χαμένη μου αυτοπεποίθηση. Το άνοιγμα στον κόσμο το βρήκα στο θέατρο. Χαίρομαι με το να πηγαίνουν τα πράγματα στην κλίμακά τους ωραία. Τώρα αν η κλίμακα είναι η Επίδαυρος ή το δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου για μένα είναι το ίδιο. Το θέατρο μου ξαναέδωσε ένα μέρος του να δίνω στα πράγματα τη σπουδαιότητα που τους πρέπει. Την ίδια στιγμή αναγνωρίζω τους σπουδαίους ανθρώπους.

Ποιος είναι για εσάς ένας σπουδαίος άνθρωπος;

Ο Βασίλης Παπαβασιλείου – όπως και ο Γιάννης Χουβαρδάς κ.ά. – είναι ένας σοβαρός άνθρωπος, μέσα σε αυτόν τον βούρκο. Το μυαλό του, η ευρυμάθειά του, η κριτική του σκέψη, η αντίληψή του είναι άλλης κοπής, άλλης ταχύτητας. Εκανε την «Ελένη» του Γιάννη Ρίτσου και ζητούσε ένα βουβό πρόσωπο και πήρε εμένα. Ο Παπαβασιλείου μού έδειξε προς τα πού να «κοιτάξω». Οταν του είπα ότι θέλω να ασχοληθώ με το θέατρο, με παρότρυνε να πάω στο εξωτερικό. Ομως δεν το τόλμησα. Ετσι αποφάσισα να σπουδάσω στο τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης και ταυτόχρονα άρχισα να παίζω και ως ηθοποιός. Κάποια στιγμή όμως, όταν τέλειωσαν οι θεατρικές σπουδές, ξεκίνησα να ψάχνω το επόμενο βήμα. Τότε μου πρότεινε ο Βασίλης Παπαβασιλείου να γίνω βοηθός του για την παράσταση «Αρχοντοχωριάτης» που ανέβασε για το Φεστιβάλ Αθηνών. Ετσι κατέβηκα στην Αθήνα με την αίσθηση του προσωρινού. Είχα τυπώσει μάλιστα και κάτι άθλιες φωτογραφίες και τις μοίραζα παντού για να εργαστώ ως ηθοποιός. Είχα τελειώσει το τμήμα θεάτρου με επαίνους, αλλά δεν με έπαιρναν. Πέρασε καιρός για να καταλάβω ότι δικαίως δεν με έπαιρναν στις παραστάσεις τους γιατί δεν κολλούσα στον κόσμο που έφτιαχναν. Δεν τους ταίριαζα. Πήγαινα σε κάθε ακρόαση που άκουγα για κάθε γελοίο σίριαλ που γινόταν στην ελληνική τηλεόραση. Οταν δεν έπαιρνα τον ρόλο, το εισέπραττα ως αποτυχία. Δεν ήταν έτσι.

Πώς βρήκατε τον χώρο σας;

Είχα γράψει ένα κείμενο και το πρότεινα στον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο. Είχε κάνει τον προγραμματισμό όμως για το Θέατρο του Νέου Κόσμου αλλά μου είπε να το ανεβάσω εγώ. Ετσι βρέθηκα να σκηνοθετώ το «Θείο βρέφος». Πάει πολύ καλά. Βέβαια, μας έκαναν άπειρες μηνύσεις, διαμαρτυρίες ορθοδόξων πιστών που θεωρούσαν ότι προσβάλλω τα θεία με αυτή την παράσταση. Ηταν μια περίοδος που δεν πέρασα ευχάριστα παρά την επιτυχία που είχε η παράσταση. Γνώρισα τη βαρβαρότητα του φανατισμού. Μέχρι απειλητικές επιστολές μού έστελναν. Εζησα θρίλερ. Βέβαια, είχα τη θεατρική ομάδα με τα παιδιά που ήμασταν φίλοι. Είναι ωραίο να δουλεύεις σε ασφαλές περιβάλλον. Ετσι νιώθεις ότι μπορείς να ανθήσεις μέσα σε τόση αποδοχή.

Αναζητούσατε την αποδοχή μέσα από το θέατρο;

Βέβαια. Οχι την πλατιά αποδοχή του μεγάλου κοινού, αλλά όσοι δουν μια παράστασή μου να αντιληφθούν ότι κάνω σοβαρά τη δουλειά μου. Αυτό το χρωστάω στους γονείς μου που πάντα μου έλεγαν να προσπαθώ πολύ σε ό,τι κάνω. Ετσι το αποτέλεσμα αποκτά μια αξία.

Ετσι ξεχάστηκε και η Ιατρική.

Μα είδα ότι στο θέατρο έπαιρνα χαρά. Αν κάποια στιγμή μού δώσει κάτι άλλο αυτή τη χαρά, θα το τολμήσω.

Μια μεγάλη απογοήτευση που έχετε ζήσει;

Οταν με απέρριπταν ερωτικά. Ο έρωτας με κάνει κάθε φορά να χάνω είκοσι κιλά. Εζησα «γκρεμούς», μεθύσια…

Οπως έπρεπε δηλαδή.

Έντυπη έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»