Τις συζητήσεις Ελλάδας – Βρετανίας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα, αποκαλύπτουν σε άρθρο τους οι New York Times.

Tο εκτενές δημοσίευμα, υπό τον τίτλο «Μετά από 220 χρόνια, η μοίρα των Μαρμάρων εναπόκειται σε μυστικές συνομιλίες», αναφέρεται σε άγνωστες συναντήσεις της ελληνικής κυβέρνησης με το Βρετανικό Μουσείο και μάλιστα κάνει ειδική μνεία στα πρόσωπα που συμμετείχαν σε αυτές.

«Οι συνομιλίες συνεχίζονται στο Λονδίνο από τον Νοέμβριο του 2021, μεταξύ του πρωθυπουργού της Ελλάδας, Κυριάκου Μητσοτάκη, και του Τζορτζ Όσμπορν, πρώην υπουργού Οικονομικών της Βρετανίας, ο οποίος είναι τώρα πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου. Σε απομονωμένα πολυτελή ξενοδοχεία και στο αρχοντικό του Έλληνα πρέσβη, τα δύο μέρη προσπάθησαν να καταλήξουν σε συμφωνία για το μέλλον των Μαρμάρων. Σε αρκετές από αυτές τις συναντήσεις, ο Γιώργος Γεραπετρίτης, υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην ελληνική κυβέρνηση, ενήργησε ως εκπρόσωπος του Μητσοτάκη», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Alex Marshall, που υπογράφει το άρθρο επικαλούμενος πρόσωπα με γνώση των διαπραγματεύσεων.

Τι ζήτησε η ελληνική πλευρά

O Έλληνας πρωθυπουργός, σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ, «ζήτησε από το Βρετανικό Μουσείο να επιστρέψει όλη τη ζωφόρο της συλλογής του, περίπου 250 πόδια λαξευμένης πέτρας που κάποτε ήταν γύρω από τον Παρθενώνα. Εκεί, θα επανενωθούν με άλλα μέρη που ήδη εκτίθενται στο Μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα».

Η ίδια πηγή σημείωσε ότι «Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήθελε μια συμφωνία ότι αυτά τα Γλυπτά θα παραμείνουν στην Ελλάδα για τουλάχιστον 20 χρόνια και ήλπιζε ότι μετά από 20 χρόνια, η συμφωνία θα παραταθεί, ώστε τα πάνελ της ζωφόρου να παραμείνουν στην Αθήνα».

«Σε αντάλλαγμα για τη ζωφόρο, τα ελληνικά μουσεία θα προμήθευαν στο Βρετανικό Μουσείο μια εκ περιτροπής συλλογή ανεκτίμητων αντικειμένων, μερικά από τα οποία δεν είχαν φύγει ποτέ από την Ελλάδα», πρόσθεσε το άτομο.

Ωστόσο, το Βρετανικό Μουσείο επιθυμεί μια διαφορετική συμφωνία. Συγκεκριμένα, ο Όσμπορν έχει προτείνει την επιστροφή ενός μικρότερου τμήματος της ζωφόρου, καθώς και γλυπτών θεών και κενταύρων, ως βραχυπρόθεσμο δάνειο, αναφέρει πηγή των ΝΥΤ. «Το μουσείο θα μπορούσε να προσφέρει έως και το ένα τρίτο των Γλυπτών του Παρθενώνα στη συλλογή του. Μόλις η Ελλάδα επιστρέψει αυτά τα αντικείμενα στο Λονδίνο, περισσότερα θα σταλούν στην Αθήνα για να τα αντικαταστήσουν. Με την πάροδο του χρόνου, ο αριθμός των αντικειμένων που αποστέλλονται στην Ελλάδα θα αυξηθεί, για να αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο πλευρών», συμπλήρωσε.

Στη συνέχεια ο Marshall αναφέρεται και στα νομικά κολλήματα που προκύπτουν από τη Βρετανική νομοθεσία σχετικά με τη δυνατότητα επαναπατρισμού των Γλυπτών.

«Σύμφωνα με τη βρετανική νομοθεσία, το Βρετανικό Μουσείο δεν μπορεί να αφαιρέσει αντικείμενα από τη συλλογή του εκτός εάν είναι “ακατάλληλα να διατηρηθούν”, αν και είναι ελεύθερο να δανείζει αντικείμενα σε άλλα ιδρύματα», εξηγεί.

Παράλληλα, σχολιάζει ότι η  πίεση για την επιστροφή των ιστορικών αντικειμένων έχει αυξηθεί και υπενθυμίζει ότι στις 16 Δεκεμβρίου 2022 ανακοινώθηκε η απόφαση του Πάπα Φραγκίσκου για την επιστροφή στην Ελλάδα των τριών θραυσμάτων από την ζωφόρο και τη μετόπη του Παρθενώνα, τα οποία φυλάσσονταν, από τον 19ο αιώνα, στις πολύτιμες συλλογές των Μουσείων του Βατικανού.

Πάντως, Αθήνα και Λονδίνο «βρίσκονται πολύ μακριά απ’ το να δώσουν τα χέρια για την επιστροφή των Γλυπτών στην Ελλάδα», εκτιμά ο αρθρογράφος και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα δημοσιεύματα των προηγούμενων ημερών, όπως του Bloomberg και των Τimes, που ήθελαν τις δύο πλευρές να έχουν γεφυρώσει το χάσμα και να πλησιάζουν σε συμφωνία.

Το ριψοκίνδυνο παιχνίδι του Όσμπορν

Σημειώνεται ότι σε άρθρο της στις 14 Ιανουαρίου η Telegraph, η οποία είχε αποκαλύψει ότι ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, Τζορτζ Όσμπορν, βρίσκεται σε επικοινωνία με την ελληνική κυβέρνηση, έκανε λόγο για ένα ριψοκίνδυνο παιχνίδι από πλευράς ηγεσίας του λονδρέζικου Μουσείου και αναφέρθηκε στο παρασκήνιο των συζητήσεων για την επιστροφή των Γλυπτών στην Αθήνα.

Το δημοσίευμα, υπό τον τίτλο «Ο Τζορτζ Όσμπορν παίζει ριψοκίνδυνο παιχνίδι ως πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου», σημείωνε ότι «για οποιονδήποτε άλλον είναι απλά μάρμαρα. Στα χέρια του Τζορτζ Όσμπορν ωστόσο, έχουν γίνει πιόνια σκακιού. Και το παιχνίδι που παίζει μπορεί να καθορίσει το μέλλον των σπουδαιότερων πολιτιστικών θησαυρών της χώρας».

Αφού ο αρθρογράφος έκανε μία ιστορική αναδρομή της διαμάχης των δύο πλευρών, που συνεχίζεται εδώ και δεκαετίες, αναφέρθηκε στην ομόφωνη απόφαση της UNESCO τον Μάιο του 2021 για την επιστροφή των Γλυπτών και υπενθύμισε ότι την ίδια χρονιά ο Τζορτζ Όσμπορν εξελέγη πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου. Πέντε μήνες αργότερα, είχε την πρώτη του συνάντηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τον Έλληνα πρωθυπουργό.

«Η συνάντηση -και εκείνη που ακολούθησε τον περασμένο Νοέμβριο, με άλλες τέσσερις ή πέντε μυστικές συναντήσεις με τον Γιώργο Γεραπετρίτη, τον Έλληνα υπουργό Επικρατείας- είναι η προσπάθεια του Όσμπορν να χαράξει έναν τρίτο δρόμο, όσον αφορά τα Μάρμαρα. Ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου έχει αναλάβει να συγκεντρώσει 1 δισεκατομμύριο λίρες στο πλαίσιο του προγράμματος Rosetta, για τον εκσυγχρονισμό και την αναμόρφωση του Μουσείου, πράγμα που σημαίνει ότι έχει ήδη ξεκινήσει να ψάχνει τα χρήματα. Τα Ελγίνεια Μάρμαρα έχουν γίνει εμπόδιο. Αν δείξει ότι δεν τα σέβεται και γυρίσει την πλάτη του στην εκστρατεία για τον επαναπατρισμό τους, μπορεί να χάσει δωρητές», αποκάλυψε.

Η λύση του Όσμπορν λοιπόν, είναι να προτείνει έναν δανεισμό των Γλυπτών στην Αθήνα με αντάλλαγμα τον δανεισμό κάποιων άλλων θησαυρών. Μάλιστα, ο Rayner παρουσίασε και ένα χρονοδιάγραμμα, σύμφωνα με το οποίο «θα μπορούσε να σταλεί στην Ελλάδα το ένα τέταρτο των Γλυπτών για πέντε χρόνια. Στη συνέχεια, το μέρος αυτό θα επιστρέψει πίσω στη Βρετανία και στην Ελλάδα θα έρθει ένα άλλο τέταρτο».

Πάντως, ξεκαθάρισε ότι οι Έλληνες δεν πρόκειται να συμφωνήσουν με την πρόταση «ένα τέταρτο τη φορά» ωστόσο, «αισιοδοξούν ότι μπορεί να συμφωνήσουν να τα πάρουν μισά – μισά».

Ξεκόβουν κάθε σενάριο επιστροφής οι Βρετανοί

Στο μεταξύ, αξίζει να σημειωθεί, ότι η υπουργός Πολιτισμού της Βρετανίας, Μισέλ Ντόνελαν, σε συνέντευξή της στο BBC, κληθείσα να σχολιάσει τα δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών, που θέλουν τις δύο πλευρές να βρίσκονται σε συζητήσεις για τον επαναπατρισμό των ιστορικών αντικείμενων, επέμεινε ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα «ανήκουν εδώ, στο Ηνωμένο Βασίλειο» και δεν πρέπει να επιστραφούν στην Ελλάδα.

Όπως σημείωσε η ίδια, η αποστολή τους θα «άνοιγε τον ασκό του Αιόλου» και θα ήταν ένας «επικίνδυνος δρόμος», αφού θα προκαλούσε αντιπαράθεση και για τα υπόλοιπα εκθέματα του Βρετανικού Μουσείου. «Θα άνοιγε την πύλη στο ερώτημα για ολόκληρο το περιεχόμενο των μουσείων μας», υπογράμμισε χαρακτηριστικά.

Στη συνέχεια της συνέντευξής της, η Ντόνελαν είπε ότι είχε «πολλές συνομιλίες» με τον διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου, Τζορτζ Όσμπορν, και ότι «η άποψή του για το ζήτημα έχει παρερμηνευθεί και απεικονίζεται λανθασμένα».

«Δεν πρόκειται να στείλει πίσω τα Γλυπτά. Δεν είναι αυτή η πρόθεσή του. Δεν έχει καμία επιθυμία να το κάνει. Έχει επίσης συζητηθεί η ιδέα ενός δανείου 100 ετών, κάτι που σίγουρα δεν είναι αυτό που σχεδιάζει. Θα συμφωνούσε μαζί μου, ότι δεν πρέπει να τα στέλνουμε πίσω και στην πραγματικότητα ανήκουν εδώ στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου τα φροντίζουμε για μεγάλο χρονικό διάστημα, από όταν αποκτήσαμε την πρόσβαση», δήλωσε η υπουργός.