Στον δίσκο σας που κυκλοφόρησε και είχε τίτλο «Αθώος» από τη Minos ΕΜΙ υπάρχουν 11 νέα τραγούδια αλλά και η ζωντανή ηχογράφηση όλων των επιτυχιών σας από την τηλεοπτική εκπομπή «Σπίτι με το Mega», με τη συμμετοχή της Ελεωνόρας Ζουγανέλη, του Γιάννη Κότσιρα, του Δημήτρη Τσοπανέλη αλλά και του αγαπημένου σας φίλου Ρόμπερτ Ουίλιαμς.

Εχω αποφασίσει ότι την υπόθεση χρόνος δεν μπορεί να την καλύψει το γνωσιακό μου. Φεύγουμε όλοι κάποια στιγμή. Τον Ρόμπερτ τον έχω πάντα μέσα μου όπως έχω τον πατέρα μου, ο οποίος έχει φύγει από το 1983.

Τα νέα τραγούδια τα γράψατε με την ίδια διαδικασία που δημιουργούσατε παλιά, τα πρώτα χρόνια της πορείας σας;

Θες – δεν θες, όταν κάθεσαι μπροστά σε ένα όργανο ή σε μια κόλλα χαρτί πάντα συνυπολογίζεις τους ανθρώπους γύρω σου. Δεν εκφράζεις μόνο πράγματα που απασχολούν εσένα. Αφηγείσαι μια ιστορία στο χαρτί, στην κιθάρα ή στο πιάνο κ.λπ. και ο άλλος, ο τρίτος, υπεισέρχεται στη γραφή του δημιουργού χωρίς να το καταλάβει.

Με ποιον τρόπο;

Το τραγούδι είναι μια τέχνη όπου μέσα σε ένα τρίλεπτο πρέπει να πεις όσα έχεις να πεις, αλλιώς δεν έχεις λόγο να υπάρχεις. Για μένα το τραγούδι είναι ο τρόπος να βάλεις στο στόμα τού απέναντι, του τρίτου που λέγαμε, ό,τι δεν μπορεί να πει ο ίδιος. Αλλωστε στο βάθος οι άνθρωποι δεν έχουμε διαφορές, ένα πράγμα είμαστε: οι ανάγκες, οι ελπίδες, οι χαρές μας έχουν ένα κοινό στοιχείο.

Ποιο είναι αυτό;

Η ύπαρξή μας η ίδια. Πήραμε το δώρο της νόησης και δεν ξέρουμε να το χειριστούμε. Πώς να τη λειτουργούμε επί τα βελτίω. Οι άνθρωποι ζούμε με εμπειρίες και συν-αισθήματα που δεν ανήκουν στο τώρα.

Και αυτό τι μαρτυρά;

Οτι είναι μια μάταιη λειτουργία του εγκεφάλου που μας εμποδίζει να είμαστε παρόντες στο τώρα. Και αυτό έχει επιπτώσεις στην υγεία, τη δημιουργικότητα, τον ψυχισμό του καθενός. Υπήρχαν κάποια στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας κάποιες φωτεινές προσωπικότητες (π.χ. Βούδας, Χριστός, Πλάτωνας) που έλεγαν πάς να ζήσουμε προς όφελός μας. Εδιναν «κλειδιά» που κάποιοι πιο ευαίσθητοι να τα χρησιμοποιήσουν και να υπάρξει μια ουσιαστική εξέλιξη.

Βρήκατε αυτά τα «κλειδιά»;

Επιχειρώ συνεχώς να κάνω επιλογές που να εναρμονίζονται με εμένα, με το πώς θέλω να ζω.

Και σίγουρα η τέχνη σας σάς έδειξε έναν δρόμο. Πότε ανακαλύψατε τη μουσική;

Κατ’ αρχάς την ανακάλυψα με έναν περίεργο τρόπο. Στην Τρίπολη όπου γεννήθηκα και έζησα μέχρι τα 10 περίπου οι γονείς μου νοίκιαζαν δωμάτια στους φοιτητές που σπούδαζαν στην Ακαδημία της πόλης δάσκαλοι. Αρχικά πήγα στη φιλαρμονική για να μάθω φλάουτο. Ομως ένα μεσημέρι – ήμουν 5½ ετών – που κοιμόταν η μητέρα μου προσπάθησα να φτιάξω τηγανίτες και έπεσε το καυτό λάδι πάνω στο πόδι μου και έτσι έμεινα σπίτι για αρκετό καιρό, περίπου 1½ χρόνο. Οπότε έμεινε πίσω το φλάουτο. Στην Αθήνα ήρθαμε μετά από τέσσερα περίπου χρόνια, άρχισα να γκρινιάζω. Αγαπούσα αυτό το πράγμα που έκανε η μουσική πάνω μου. Δεν ξέρω αν ήταν κάλεσμα, έρωτας, μαγεία. Το είχα νιώσει όταν έπιασα το μαντολίνο, πέντε ετών ήμουν, στο δωμάτιο ενός φοιτητή που νοίκιαζε στο σπίτι μας. Στην Αθήνα όταν ήρθαμε πίεσα τη μητέρα μου και μου αγόρασε μια κιθάρα από το Μοναστηράκι η οποία ήταν σκεβρωμένη. Επειτα με έγραψε σε έναν δάσκαλο κλασικής κιθάρας. Πήγαινα από την Κυψέλη στα Εξάρχεια με τα πόδια τρεις φορές την εβδομάδα.

Σας βοήθησε το γεγονός ότι ξεκινήσατε με μαθήματα κλασικής κιθάρας;

Σαφώς. Βέβαια να πω ότι ξανακάθισα στα θρανία – για τέσσερα χρόνια – να σπουδάσω σύνθεση και αρμονία – ήμουν 29 ετών. Είχα ήδη δηλαδή κάνει επιτυχίες, είχαν μεσολαβήσει οι Poll, διάνυσα μια πορεία. Ενιωθα όμως ότι υπάρχουν missing links, έπρεπε να ξέρω να μπορώ υλοποιώ αυτό που γράφω. Για παράδειγμα πήγαινα έναν οδηγό τραγουδιού στο στούντιο ο οποίος δεν ήταν λεπτομερής και απόλυτα καθορισμένος. Για να γίνει τραγούδι θα είχε τη συνδρομή από τους συμμετέχοντες μουσικούς. Αυτό δεν το ήθελα γιατί επεδίωκα να πω ό,τι εγώ ήθελα και φανταζόμουν. Ετσι αποφάσισα να κάνω μαθήματα αρμονίας και σύνθεσης – και του είμαι ευγνώμων – με τον Κώστα Κλάββα. Από αυτό το σημείο και μετά άρχισα να ελευθερώνομαι.

Με τόση επιτυχία που ζούσατε είναι εντυπωσιακό πως…

…ξανακάθισα στα θρανία; Μα η μουσική είναι έρωτας. Οταν είσαι ερωτευμένος δεν υπολογίζεις τις θυσίες που πρέπει να κάνεις – δίνεις τα πάντα.

Εσείς δώσατε τα πάντα;

Εννοείται! Μα ακόμα και χρήματα που έβγαζα από τη μουσική σε αυτήν τα επένδυσα. Εφτιαξα ένα στούντιο ενώ άλλοι ίσως να επέλεγαν να φτιάξουν δυο – τρία μαγαζιά να παίρνουν το ενοίκιο.

Αλλαξε ο τρόπος που αντιλαμβανόσασταν, που βλέπατε τη μουσική από τη στιγμή που αρχίσατε να τη σπουδάζετε;

Εχει υπέρ και κατά αυτή η διαδικασία. Ενας εκπαιδευόμενος άνθρωπος, οποιουδήποτε τομέα, δυστυχώς γίνεται σκλάβος του «επιμέρους», χάνοντας τη γενική εικόνα. Κάθε νέα πληροφορία, γνώση είναι και μια μικρή μορφή αιχμαλωσίας. Δεν ζημιώθηκα γιατί ήμουν ονειροπαρμένος. Νομίζω ότι έχω ένα ραντάρ που εντοπίζει πώς αισθάνεται ολόκληρη η Αθήνα. Το ένιωθα διαρκώς εκτός από τις στιγμές που έρχονταν κάτι έντονο, για παράδειγμα μια δυσκολία, μια αρρώστια, που σε «παίρνει» θες – δεν θες. Αυτό λοιπόν ήταν το μεγαλύτερό μου όπλο για να αρχίσω να εκφράζομαι και να το μοιράζομαι. Είναι η διαδικασία του «γράφω τραγούδια».

Πότε γράψετε το πρώτο τραγούδι;

Στα 15 μου και είχε τίτλο «You dont love me»! Αλλά το πρώτο τραγούδι ολοκληρωμένο ήταν στα 19, το «Ανθρωπε, αγάπα» που το έγραψα όταν είδα την ταινία «Φράουλες και αίμα». Με είχαν συγκλονίσει οι εικόνες που η έφιππη αστυνομία της Νέας Υόρκης επιχειρούσε να διαλύσει την κατάληψη των φοιτητών – τους πετούσαν σαν σακιά έξω από το πανεπιστήμιο. Ημουν τόσο θυμωμένος όταν τελείωσε η ταινία που δεν μπορούσα να κοιμηθώ, αν και το πρωί έπρεπε να επιστρέψω στο στρατόπεδο γιατί ήμουν φαντάρος. Είχα στο δωμάτιό μου μια ξύλινη κιθάρα, που θα ακουγόταν αν έπαιζα και μια ηλεκτρική, στην οποία βρήκα τη λύση για να μην ξυπνήσω τους γονείς. Εκείνο το βράδυ γράφω τη μουσική, τους στίχους και κολλάω το χαρτί σε έναν μπουφέ με σελοτέιπ. Στην επόμενη έξοδό μου το ξαναείδα και μου άρεσε. Επειτα από 15 μέρες ήρθε ο Ρόμπερτ (Ουίλιαμς) από τη Ροδεσία όπου είχε πάει να δει τον πατέρα του, το άκουσε και του άρεσε πολύ. Αρχίζουμε να παίζουμε και γράφουμε τη μουσική του «Ηλιε μου» και το βράδυ κάθομαι και γράφω τους στίχους.

Ηταν μια αφετηρία.

Ναι, αλλά δύο παιδιά που απλώς έπαιζαν. Πήγαμε μια κασέτα με τα δύο τραγούδια που είχαμε φτιάξει στην Helladisc. Μόλις είχαμε γίνει Poll, στην ηχογράφηση των δύο τραγουδιών ήρθε ο Σταύρος Λογαρίδης. Εκδήλωσαν τέσσερις παραγωγοί ενδιαφέρον για τα τραγούδια και έτσι ξεκινήσαμε. Ηταν αυτός ο τρόπος για να έχει νόημα η ζωή μας.

Και το κάνατε με πάθος. Υπήρξαν όμως στιγμές που απευθυνθήκατε σε ένα κομμάτι ακροατών που δεν σας αφορούσε. Μιλάω για την εποχή που γράψατε λαϊκά, εμπορικά τραγούδια.

Εδώ έρχεται τώρα το πρακτικό κομμάτι της ζωής. Επρεπε να ζήσω να πληρώσω τους λογαριασμούς. Εφτασα σε ένα σημείο που δεν μπορούσα να πάρω από την ΑΕΠΙ ενώ οι βασικές πάγιες υποχρεώσεις έτρεχαν. Χρωστούσα ήδη πολλά από προκαταβολές που είχα λάβει. Ο συγχωρεμένος ο Ξανθόπουλος με παρότρυνε να γράψω τραγούδια, να κυκλοφορήσουν για να μπορεί να μου δώσει χρήματα, έστω εν είδει προκαταβολής. Κλειδώνομαι το καλοκαίρι του 1977 και γράφω 45 τραγούδια. Τα 15 από αυτά είναι γνωστές επιτυχίες όπως το «Τι να μας κάνει η νύχτα» που το είχε πει η Χριστιάνα. Τότε έκανα και τα λαϊκά τα οποία δεν μπορούσα να τα υπογράψω. Βάζω έτσι ένα ψευδώνυμο Τ. Κωστής, δημιουργώ έναν νέο λογαριασμό στην ΑΕΠΙ και τα είπαν αυτά τα τραγούδια η Δούκισσα, η Ρίτα Σακελλαρίου, ο Δημήτρης Κοντολάζος κ.ά. Από εκείνο το σημείο αρχίζω να ξελασπώνω με τα χρέη μου στην ΑΕΠΙ και να μπαίνω σε μια σειρά.

Το λαϊκό τραγούδι σάς ξελάσπωσε δηλαδή.

Βεβαίως. Δεν αισθάνθηκα ότι πρόδωσα τη μουσική.

Εκτεθειμένος δεν νιώσατε σε σχέση με όσα πρεσβεύατε;

Ε, ναι, στην αρχή ένιωσα δυσάρεστα, αλλά εκείνη τη στιγμή έπρεπε να απαλλαγώ από τις πιέσεις που δεχόμουν και αυτός ήταν ο μόνος τρόπος.

Με ποιο τραγούδι απ’ όσα έχετε γράψει θέλετε να σας συνδέουν;

Με εκείνο που υπάρχει στον νέο δίσκο και λέει «στη σκοτεινότερη στιγμή γίνε θεός».