Ο Γιάννης Διακογιάννης κατάφερε κάτι που πολύ λίγοι πετυχαίνουν: Να λείπει από την οθόνη τέσσερα χρόνια, να τον έχουν διαδεχτεί τόσοι και τόσοι άξιοι συνάδελφοί του, κι όμως, το κοινό, αυτό το κοινό που τόσο γρήγορα ξεχνά, να τον θεωρεί πάντα πρώτο και αναντικατάστατο.

Πριν λίγες μέρες ο Γιάννης Διακογιάννης έκλεισε 21 χρόνια τηλεοπτικής καριέρας.

Στις 6 Ιουνίου γιόρτασε την τηλεοπτική του… ενηλικίωση, αφού πριν 21 χρόνια, στις 6 Ιουνίου του 1966, έμπαινε στο στούντιο του ΕΙΡ, που τότε στεγαζόταν στον ΟΤΕ της πλατείας Βικτωρίας, για το πρώτο του δοκιμαστικό. Το αποτέλεσμα ήταν κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικό και η πρώτη εκπομπή-αφιέρωμα στο Παγκόσμιο Κύπελλο, που άρχιζε στην Αγγλία μετά από λίγες μέρες, ενθουσίασε όλους εκείνους που μάχονταν αβοήθητοι από την τεχνολογία να στήσουν την ελληνική τηλεόραση.

«Εκείνη η εκπομπή», λέει σήμερα ο Γιάννης Διακογιάννης, «ήταν λίγο φιλμ –δεν υπήρχε τότε βίντεο– λίγες φωτογραφίες, αρκετό μπλα-μπλα και περισσότερο τρακ. Σε λίγες μέρες άρχισε το Παγκόσμιο Κύπελλο και ο κόσμος περνούσε ώρες ολόκληρες στις βιτρίνες και στα καφενεία που είχαν τηλεόραση. Οι αγώνες κράτησαν είκοσι μέρες. Φυσικά, τους δίναμε από το στούντιο με μία μέρα καθυστέρηση. Πήγαινε κάποιος, έπαιρνε την ταινία από το αεροδρόμιο, την έφερνε στο στούντιο και την σπηκάραμε. Έτσι γινόταν τότε. Σ’ ένα σκοτεινό θάλαμο, τα τσιγάρα μου, το ουισκάκι μου, έβλεπα και έλεγα…

Η πρώτη ζωντανή μετάδοση, πάλι με τον ίδιο τρόπο, αλλά όχι μαγνητοσκοπημένη, ήταν τον Μάιο του ’69, όταν δείξαμε από τη Μαδρίτη τον αγώνα Μίλαν – Άγιαξ, τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.

Όλα αυτά τελείωσαν το ’71, όταν πήγα το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό.

Την εποχή εκείνη ήμασταν μία όμορφη παρέα, που, σε ό,τι κάναμε, βάζαμε πολύ κέφι, πολλή αγάπη και όσο γινόταν μεγαλύτερη υπευθυνότητα. Ήμασταν ο Μ. Γιαννακάκος, ο Γ. Κάρτερ, ο Γ. Αναστόπουλος, ο Ν. Φέξης, ο Γ. Δάμπασης, ο Γ. Παπαστεφάνου, ο Αλ. Κωστάλας, ο Κ. Σισμάνης, η Ελένη Κυπραίου, η Νάκυ Αγάθου, ο Γ. Μίχος. Καλύπταμε, σ’ ένα μεγάλο ποσοστό μόνοι μας, τις ατέλειες της ελληνικής τηλεόρασης.

Όταν το ’72 σχολίασα όλους τους Ολυμπιακούς από το στούντιο μόνος μου, οι ξένοι είπαν είσαι τρελός. Βλέπετε ένας ποδοσφαιρικός αγώνας είναι πολύ πιο εύκολος από μία μετάδοση Ολυμπιακών, όπου τα αθλήματα αλλάζουν συνεχώς. Τότε, το ’72, ήρθε και ο Φουντουκίδης και μοιραστήκαμε τη δουλειά, χωρίς βέβαια να διορθωθούν πολλά πράγματα. Στους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ, εγώ κι ο Φουντουκίδης, δύο άνθρωποι, καλύψαμε 83 ώρες. Όταν γυρίσαμε, ο Γ. Λάμψας, ο τότε Γενικός, μας είπε: Κάνατε μία υπεράνθρωπη προσπάθεια. Όχι υπεράνθρωπη, τον διόρθωσα, απάνθρωπη».

Αυτός ήταν και ο κυριότερος λόγος που ο Γιάννης Διακογιάννης αποχώρησε το 1983. Είπε στον Γιώργο Ρωμαίο: «Εγώ δεν μπορώ άλλο». Και ο Ρωμαίος έδειξε κατανόηση, λες και είχαν περάσει και απ’ αυτόν όλες οι προσπάθειες εκείνων των ηρωικών εποχών. Έτσι, ο Διακογιάννης αποδεσμεύτηκε από την «Αθλητική Κυριακή», που εκείνος την ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του ’66 και τη διατήρησε δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια.

Βέβαια, δεν ήταν μόνο η κούραση ή η κούραση δεν ήταν μόνο από τις ώρες στο στούντιο. Υπήρχαν κι άλλα. Όλα αυτά που εξοντώνουν τους ανθρώπους στην τηλεόραση περισσότερο από κάθε κουραστική μετάδοση. Η γραφειοκρατία, οι σαράντα υπογραφές και τα χαρτιά που μαζεύεις επί δέκα μέρες για κάθε ταξίδι, η ευθυνοφοβία, η στενότητα. Κάτι που έχουν λύσει εδώ και πολλά χρόνια οι ξένοι. Και που ο Διακογιάννης έχει ζήσει, όταν επί πέντε χρόνια δούλευε σε παρισινές αθλητικές εφημερίδες.

Πώς βρέθηκε στο Παρίσι ο Διακογιάννης;

Λίγοι ξέρουν ότι είναι… μισός Γάλλος, αφού είναι γεννημένος στο Παγκράτι, αλλά από μητέρα Γαλλίδα και πατέρα νησιώτη.

Έτσι εξηγείται η μεγάλη αγάπη του για τη Γαλλία, αλλά όχι για τους Γάλλους…

«Η Γαλλία, όπως και η Ελλάδα», λέει, «είναι οι ωραιότερες χώρες, αλλά αν δεν κατοικούνταν…»

Οι συνάδελφοί του θεωρούν τον Διακογιάννη… αθλητική εγκυκλοπαίδεια.

Πολλοί τον θεωρούν ποδοσφαιρόφιλο, αλλά όσοι τον ξέρουν γνωρίζουν και το πάθος του για τον στίβο. Όπως και για τις γνώσεις του στο πόλο, το ποδήλατο, το μπάσκετ, το τένις, τη φόρμουλα…

«Είμαι υπέρ της ειδικότητας, αλλά πρέπει να ξέρεις δέκα πράγματα από κάθε σπορ. Διαβάζω συνεχώς. Η… προπόνηση είναι απαραίτητη. Διαβάζω ξένες εφημερίδες, ακόμα κι αυτές που δεν ξέρω τη γλώσσα. Και στον γιουγκοσλαβικό Τύπο μπορώ να βρω συχνά αυτό που θέλω, ένα ρεκόρ, μια ηλικία… Διαβάζω 4-5 ώρες αρχείο την ημέρα. Μόλις τελείωσα τους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες, άρχισα να προετοιμάζομαι για τη Σεούλ. Δεν είναι εύκολα. Οι γυναίκες παντρεύονται και αλλάζουν ονόματα. Και δεν φτάνει να μαθαίνεις μόνο τα ονόματα, πρέπει να ξέρεις και φυσιογνωμίες, και όλοι οι Ασιάτες και οι μαύροι μοιάζουν μεταξύ τους».

Ο Γιάννης Διακογιάννης είναι πετυχημένος, ευχαριστημένος με όσα έκανε στη δουλειά του, αλλά έχει ένα παράπονο, ένα απωθημένο.

Δεν έγινε μουσικός. Κι αυτό ακόμα τον πληγώνει…

Κι όσοι τον ξέρουν θεωρούν δίκαιο το παράπονό του, αφού, όταν βραδιάσει και τα ποτήρια αδειάσουν, ο Γιάννης τραγουδά καλύτερα από πολλούς επαγγελματίες της πίστας.

«Την πίστα, αυτήν φοβήθηκε και η μητέρα μου και δεν μ’ άφησε να σπουδάσω μουσική. Αυτός θα βγει στο θέατρο, έλεγε, αν του μάθουμε μουσική. Και είχε δίκιο. Θα ’βγαινα… Όλοι στο σόι της μάνας μου έπαιζαν όργανα και τραγουδούσαν. Αλλά κι εκείνη έπαιζε πιάνο και ο πατέρας μου κιθάρα. Θα ’θελα να ήμουν ένας Κατσαρός, ένας Χατζηνάσιος, ένας Σπανός. Ναι, ένας Σπανός. Ο Σπανός θα μου πήγαινε περισσότερο…»

Κι αφού η κουβέντα πάει στο τραγούδι του ’50, στην Πιαφ, τον Μπεκώ, τον Μπρασένς, τον Μπρελ, ο Διακογιάννης ξαναγυρίζει στη δουλειά του, που την έκανε με την ίδια αγάπη που θα τραγουδούσε τον έρωτα, γιατί και τη δουλειά του την είδε πάντα σαν χόμπυ κι όχι σαν επάγγελμα.

«Θα ήθελα πολύ να τελειώσω την τηλεοπτική μου καριέρα με τους Ολυμπιακούς του 1996, κλείνοντας τριακονταετία από την πρώτη μου μετάδοση. Ελπίζω ο χρόνος να σταθεί καλός μαζί μου και να μου το επιτρέψει…»

*Δισέλιδο άρθρο του «Ταχυδρόμου» αφιερωμένο στον Γιάννη Διακογιάννη. Έφερε τον τίτλο «Πώς μας ενώνει και πώς μας δονεί του Διακογιάννη η φωνή…» και είχε δημοσιευτεί στις 25 Ιουνίου 1987. Η φωτογραφία που συνοδεύει το ανωτέρω κείμενο (του Χ. Παπαδημητρακόπουλου) προέρχεται από το εν λόγω αφιέρωμα του «Ταχυδρόμου».

Ο Γιάννης Διακογιάννης έφυγε σήμερα από τη ζωή, πλήρης ημερών και βιωμάτων. Αιωνία του η μνήμη.