Το κλίμα τοξικότητας μέσα στο οποίο κινείται η πολιτική σκηνή καθ΄ οδόν προς τις κάλπες επιβεβαιώθηκε και στην προχθεσινή σύγκρουση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή για το νέο νομικό πλαίσιο λειτουργίας της ΕΥΠ και την πλήρη απαγόρευση της χρήσης και διάθεσης κακόβουλων λογισμικών. Οι υποκλοπές αναδεικνύονται σε κυρίαρχο εκλογικό ζήτημα, οξύνοντας την πόλωση ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση και διαμορφώνοντας ένα δύσβατο τοπίο και για τις συνεργασίες. Η προεκλογική αντιπαράθεση, όπως κατέδειξε και η μάχη της περασμένης Πέμπτης, θα κινηθεί ανάμεσα σε σκιές, υπονοούμενα και συνεχείς καταγγελίες για τη δράση παράκεντρων παρακολουθήσεων. Σε αυτό το σκηνικό και πλησιάζοντας ακόμη περισσότερο προς την Κυριακή των εκλογών, αποκτά νέα διάσταση και η αυτοδυναμία στην οποία στοχεύει αποκλειστικά η ΝΔ.

Είναι πρόδηλο ότι με τις υποκλοπές στο φόντο η κυβέρνηση στήνει τα δικά της αναχώματα, βάζοντας στη ζυγαριά και τις παρακολουθήσεις που έγιναν στα κυβερνητικά χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ. Οι αναφορές του Κυριάκου Μητσοτάκη περί 75.000 επισυνδέσεων από την ΕΥΠ κατά τη διακυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα έχουν ήδη καταγραφεί, ενώ ένα εκρηκτικό μείγμα διαμορφώνουν και τα ερωτήματα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για παρακολουθήσεις, με τη συνταγή που χρησιμοποιήθηκε στην περίπτωση του Νίκου Ανδρουλάκη, τόσο του υπουργού Απασχόλησης Κωστή Χατζηδάκη όσο και του αρχηγού ΓΕΕΘΑ, στρατηγού Κωνσταντίνου Φλώρου.

Τη σύγκρουση τροφοδοτεί και η παραδοχή του ΥΠΕΞ στους «New York Times» ότι η Γενική Γραμματεία Οικονομικής Διπλωματίας και Εξωστρέφειας έδωσε στην εταιρεία Intellexa δύο άδειες εξαγωγής του λογισμικού Predator στη Μαδαγασκάρη. O υφυπουργός Εξωτερικών για την Οικονομική Διπλωματία Κώστας Φραγκογιάννης ανέφερε χθες (ΕΡΤ) ότι «δεν υπάρχει καμία άδεια λογισμικού προϊόντος που να φέρει τη δική μου υπογραφή ή την υπογραφή οποιουδήποτε υπουργού της κυβέρνησης», καθώς «οι άδειες εξαγωγής είναι μία υπηρεσιακή υπόθεση και δίνονται από υπηρεσιακούς παράγοντες». Πρόσθεσε δε ότι η έρευνα που γίνεται προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο τηρήθηκαν οι ευρωπαϊκοί και εθνικοί κανόνες για την εξαγωγή των προϊόντων είναι απόρρητη και διεξάγεται εσωτερικά στο ΥΠΕΞ.

Ζητούμενο τα στοιχεία

Σε κάθε περίπτωση, όπως αναδείχθηκε και κατά τη μετωπική Μητσοτάκη – Τσίπρα προχθές στη Βουλή, τα στοιχεία παραμένουν ζητούμενο, όπως και ο βαθμός κατά τον οποίο αυτή η ατζέντα θα επηρεάσει και τις πολιτικές ισορροπίες. Μέχρι τώρα, όλες οι μετρήσεις δείχνουν ότι οι υποκλοπές δεν αφήνουν ουσιαστικό δημοσκοπικό αποτύπωμα και, πολύ περισσότερο, δεν οδηγούν σε πολιτικές ανατροπές. Αντιθέτως, από τα ως τώρα δημοσκοπικά δεδομένα, οι επόμενες εκλογές φαίνεται πως θα διεξαχθούν υπό μια μάλλον πρωτότυπη συνθήκη. Οι πολίτες θα κληθούν να προσέλθουν στις κάλπες έχοντας εμπεδώσει πως είναι εξαιρετικά πιθανό από τη σύνθεση της Βουλής που θα εκλέξουν να μην προκύψει ο σχηματισμός κυβέρνησης. Και γνωρίζοντας, επιπλέον, πως αν επιβεβαιωθεί η παραπάνω «προφητεία» και χρειαστεί να προσέλθουν ξανά, οι επαναληπτικές εκλογές θα γίνουν με ένα πολύ διαφορετικό εκλογικό σύστημα και με τη δημόσια συζήτηση να επικεντρώνεται βασικά στο αν πρέπει η Ελλάδα να κυβερνηθεί από αυτοδύναμη κυβέρνηση ή από ένα σχήμα συνεργασίας.

Η παράμετρος αυτή έχει ενταχθεί ήδη στην ατζέντα της πολιτικής αντιπαράθεσης, και μάλιστα με αρκετά επιθετικό τρόπο. Και είναι τα κόμματα της αντιπολίτευσης που καλούνται, όλο και πιο πιεστικά, να προσδιορίσουν από τώρα με ποια σύνθεση και υπό ποιες προϋποθέσεις θα συμφωνούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ, πιεζόμενος εξαιρετικά από το γεγονός ότι δεν φαίνεται δημοσκοπικά να εισπράττει κάτι από τη φθορά που έχει υποστεί η κυβέρνηση, έρχεται στη δύσκολη (για ένα κόμμα εξουσίας) θέση να μην μπορεί βασίμως να ισχυριστεί ότι θα κυβερνήσει μόνος και άρα να κινείται σε μια οριακή ρητορική, με τον Αλέξη Τσίπρα να δηλώνει αυτοπεποίθηση μεν για το εκλογικό του μέλλον αλλά να αφήνει και ανοιχτή πόρτα σε συμμαχίες. Και το δε ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη επιμένει στη γραμμή της αυτόνομης πορείας, αλλά εγγυάται, παράλληλα, τη δημοκρατική και θεσμική ευαισθησία με την οποία θα αντιμετωπίσει τον ρόλο του ως τρίτο κόμμα και πιθανός ρυθμιστής εξελίξεων.

Το πλεονέκτημα της ΝΔ

Την ίδια ώρα η ΝΔ έχει το πλεονέκτημα, ως πρώτο κόμμα, να ζητά άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να κυβερνήσει ξανά αυτοδύναμη. Είναι ενδεικτικό ότι ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε πρόσφατη τοποθέτησή του στην LSE δήλωσε ότι θεωρεί πως είναι πιο ωφέλιμο για τη χώρα να κυβερνάται από μια μονοκομματική κυβέρνηση, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές δημοκρατίες, καθ’ όλα λειτουργικές, που «εμπλέκονται σε πολύ μεγάλες, πολύ παρατεταμένες συζητήσεις με τους εταίρους τους σε κυβερνήσεις συνεργασίας». Η στροφή αυτή είναι το αποτέλεσμα των εξελίξεων που οδήγησαν τη ΝΔ στο να μην μπορεί να λογίζει ως πιθανό κυβερνητικό εταίρο το ΠΑΣΟΚ με την ίδια ευκολία όπως πριν και να έχει χάσει, έτσι, ένα σημαντικό «μαξιλάρι ασφαλείας» που είχε σε περίπτωση που χρειαστεί σύμμαχο για τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της Βουλής.

Ετσι, με τα ως τώρα δημοσκοπικά δεδομένα, κερδίζει έδαφος όσο έρχεται πιο κοντά ο εκλογικός ορίζοντας, η προοπτική των δεύτερων εκλογών με ζητούμενο την αυτοδυναμία. Το πώς θα επηρεάσει το δίλημμα των δύο γύρων την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων είναι ένα από τα μυστήρια που απασχολούν τα κομματικά επιτελεία, τους δημοσκόπους και τους αναλυτές, ενώ, συν τοις άλλοις, μας είναι άγνωστο και το ποια θα είναι η διάρκεια της προεκλογικής περιόδου καθώς αυτή μπορεί να διαφοροποιήσει και τις διακυμάνσεις της κοινής γνώμης. Οι δημοσκοπήσεις, ωστόσο, έχουν αρχίσει να διερευνούν τις σκέψεις των πολιτών και να διαπιστώνουν ότι όλη αυτή η συζήτηση δεν τους αφήνει ακριβώς αδιάφορους.

Είναι ενδεικτική η μετατόπιση στα σχετικά δημοσκοπικά ευρήματα της GPO από τον Σεπτέμβριο ως τον Νοέμβριο. Στην τελευταία δημοσκόπηση της εταιρείας, στην ερώτηση τι προτιμούν να συμβεί αν από τις επόμενες εκλογές δεν προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση, το 49,8% προκρίνει τη λύση µιας κυβέρνησης συνεργασίας, ενώ το 47,1% ζητά εκλογές ξανά, µε στόχο, προφανώς, την ανάδειξη αυτοδύναµης κυβέρνησης. Ωστόσο στη µέτρηση του Σεπτεµβρίου η εικόνα ήταν ξεκάθαρα υπέρ της λύσης από τον πρώτο γύρο, με το 58,2% να τάσσεται υπέρ μιας κυβέρνησης συνασπισµού και το 39,1% υπέρ των επαναληπτικών εκλογών για αυτοδυναμία.