Αν και η 5η Οκτωβρίου δεν έχει επισήμως συνδεθεί με κάποιο ιστορικό γεγονός, είναι μία από τις ημέρες που στην πραγματικότητα άλλαξαν τον κόσμο. Γιατί σαν σήμερα, ακριβώς πριν από πέντε χρόνια, κυκλοφόρησε το ρεπορτάζ των «New York Times» αποκαλύπτοντας το σκάνδαλο Γουάινστιν.

Η σειρά των δημοσιευμάτων που ακολούθησε τους επόμενους μήνες έφερε στο φως υποθέσεις συστηματικής σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης όχι μόνο από τον πρώην πανίσχυρο παραγωγό, αλλά και από ένα σύστημα προσώπων με εξουσία. Μέσα από τη φωτιά που έβαλαν οι μαρτυρίες των θυμάτων αλλά και τις ποινικές πλέον διώξεις των θυτών γεννήθηκε το κίνημα #MeToo που παρότρυνε κι άλλες γυναίκες κι άνδρες που είχαν υποστεί παρενόχληση ή κακοποίηση να σπάσουν τη σιωπή τους.

Οταν αυτό το τσουνάμι έφτασε και στη δική μας πόρτα με τις αντίστοιχες αποκαλύψεις περιπτώσεων κακοποίησης στον χώρο του θεάτρου, η ελληνική εκδοχή του κινήματος #MeToo βρέθηκε στην πρώτη γραμμή. Με «συνεργό» τη λανθάνουσα κρίση στον πολιτισμό λόγω του lockdown, τα στόματα άνοιξαν επιτέλους και οι υπαίτιοι των σκοτεινών συμπεριφορών βρέθηκαν ενώπιον των ευθυνών τους στα δικαστήρια, δίνοντας το έναυσμα για την εκκίνηση ενός δημόσιου διαλόγου περί ζητημάτων φύλου, δικαιωμάτων, συμπερίληψης, ορατότητας, ισότητας και φεμινισμού. Το Εθνικό Θέατρο, δυόμισι χρόνια μετά τις πρώτες αποκαλύψεις, τροφοδότησε αυτήν τη συζήτηση με μια συνάντηση που πραγματοποίησε την περασμένη Δευτέρα στην Κεντρική Σκηνή του με θέμα «Το ελληνικό θέατρο στην εποχή του #MeToo».

Ο καλλιτεχνικός διευθυντής Γιάννης Μόσχος, ανοίγοντας τη βραδιά, τόνισε πως πλέον πρέπει να ανοίγουμε συζητήσεις για θέματα που είναι «επικίνδυνα» κι έδωσε το μικρόφωνο στη δραματουργό και σύμβουλο της καλλιτεχνικής διεύθυνσης Σοφία Ευτυχιάδου, η οποία συντόνισε την κουβέντα.

Στην ατζέντα της συζήτησης τέθηκαν πολλά ζητήματα, από τις αλλαγές που έχουν επέλθει την επόμενη ημέρα του κινήματος #MeToo στο θεατρικό τοπίο και τον συχνά δύσβατο δρόμο της ισότητας και της συμπερίληψης στην τέχνη μέχρι την πατριαρχία και τα παγιωμένα πρότυπα συμπεριφορών. Αλλοτε κυκλώνοντας το θέμα κι άλλοτε αγγίζοντας περιφερειακές προεκτάσεις του, οι συνομιλητές αμφισβήτησαν την καθεστηκυία τάξη του θεάτρου, κάλεσαν σε αλλαγές και συχνά εξέφρασαν πιο ανατρεπτικές ιδέες, εισπράττοντας το χειροκρότημα του κοινού.

Και μολονότι στην αρχή της κουβέντας προτάθηκε η αποφυγή της ονοματολογίας, τα φαντάσματα των υποθέσεων που έχουν τραβήξει τη νομική οδό περιπλανήθηκαν πάνω από την αίθουσα. Εστω κι έτσι, εντοπίστηκαν ορισμένα συμπεράσματα σε έναν πρώτο απολογισμό.

1.         Η ιεραρχία του θεατρώνη

Τη μερίδα του λέοντος είχαν οι κακοποιητικές συμπεριφορές που έχουν καταγραφεί επισήμως στο θέατρο. «Η κακοποίηση υφίσταται στο θέατρο που διατείνεται ότι είναι ένας φιλελεύθερος, ελευθεριακός χώρος, ο οποίος όμως έχει πολύ αυστηρή, σκληρή ιεράρχηση», δήλωσε ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Ακύλλας Καραζήσης. «Ηδη από τις δραματικές σχολές και τα θεσμικά θέατρα αλλά και σε όποια άλλα θέατρα, υπάρχει μια ιεραρχία του δασκάλου, του διευθυντή θεάτρου, του θεατρώνη, του σκηνοθέτη, του παλαιού ηθοποιού, του μεσαίου ηθοποιού και του κατώτατου ηθοποιού. Εχουμε το θέμα μιας κακοποίησης που μέχρι πριν από δυο τρία χρόνια δεν θεωρούνταν καν κακοποίηση. Κακοποιητική σχέση με σκηνοθέτη είχε γίνει ανεκδοτολογική. Η σχέση εξάρτησης, εξουσίας, η σχέση την οποία οι νέες γυναίκες ή οι νέοι άνδρες ως θύματα εσωτερικοποιούν και μετά έρχεται μια ολόκληρη κοινωνία και λέει γιατί δεν μιλούσες. Ολα αυτά τα έχουμε ενσωματώσει μέσα στην κοινωνία, τη συμπεριφορά και την κατανόησή μας: ο μεγάλος άνδρας που την πέφτει στις νέες κοπέλες. Υπάρχει πρόβλημα με τον γέρο δάσκαλο στη δραματική σχολή που την πέφτει σε κοριτσάκια ή αγοράκια». Διαφωνώντας συμφώνησε μαζί του ο Σπύρος Μπιμπίλας, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών: «Δεν έχουμε σκοπό να γκρεμίσουμε καμία ιεραρχία. Ομως θέλουμε να γκρεμίσουμε τη δυνατότητα αυτού που έχει την εξουσία να τη χρησιμοποιεί λάθος. Να μπαίνει στις ιδιωτικές μας ζωές, να μας εξευτελίζει και να μας φτάνει στην εξαναγκαστική συναίνεση. Γιατί υπάρχει μια συναίνεση πολλές φορές εξαναγκαστική. Είσαι σε μια δουλειά και υπομένεις τα πάντα γιατί ο άλλος σου επιβάλλει αυτό που θέλει, γιατί αλλιώς θα φύγεις από τη δουλειά».

2.         Η κατάχρηση εξουσίας

Από την πλευρά του ο Γιώργος Καπουτζίδης εντόπισε το πρόβλημα στη διαχείριση της εξουσίας στον χώρο. «Η ρίζα του προβλήματος είναι ο άνθρωπος που έχει εξουσία και δεν μπορεί να τη διαχειριστεί. Δεν μπορεί την εξουσία να την έχει ο οποιοσδήποτε. Είναι ένα πολύ επικίνδυνο και χρήσιμο όπλο. Δεν σημαίνει ότι επειδή έχω πολύ καλή φωνή μπορώ να έχω κι εξουσία ούτε αν είμαι σκηνοθέτης μπορώ να διαχειριστώ την εξουσία. Ο σκηνοθέτης καλά ζητάει να τον ακολουθήσουν αλλά έχει την ικανότητα να διαχειριστεί την εξουσία; Είναι άνθρωπος που μπορεί να εξουσιάσει; Σου έδωσαν μια εξουσία. Μπορεί σαν χαρακτήρας να μην μπορείς να τη διαχειριστείς και να ξεκινήσεις να βλάπτεις τον άλλον σεξουαλικά, λεκτικά», επεσήμανε ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος.

3.         Το τέλος της σιωπής

Αναπόφευκτα η κουβέντα πήγε στη σιωπή που επικρατούσε για χρόνια γύρω από τα ζητήματα των παρενοχλήσεων και των κακοποιήσεων. «Η σιωπή μέχρι πριν από δύο χρόνια γύρω από αυτά τα θέματα ήταν ύποπτη. Δεν ξέρω αν ήμασταν συνένοχοι αλλά πρέπει πραγματικά να το κοιτάξουμε το πώς δεν άνοιξε στόμα και μ’ αυτήν την έννοια αυτό που συνέβη με το #ΜeΤoo είναι πάρα πολύ σημαντικό» ανέφερε η ηθοποιός Ρένια Λουιζίδου. «Ναι, θα γίνουν λάθη. Ναι, θα πάει πολύ αργά, τα στερεότυπα είναι αιώνων. Και θα γίνουν λάθη, θα τ’ ακούσουν άνθρωποι που δεν πρέπει ως παράπλευρες απώλειες σαν τον πόλεμο. Θα γίνουν όλα αυτά. Ομως είναι πάρα πολύ σημαντικό. Εγώ από την πρώτη μέρα στη δουλειά εδώ και 34 χρόνια αναρωτιέμαι γιατί συμβαίνει αυτό. Εδώ που υποτίθεται ότι ερχόμαστε για ν’ ανοίξει το μυαλό και η ψυχή, εδώ να μην μπορεί κανένας να μιλήσει. Κι αν μιλούσε θεωρούνταν μη διαθέσιμος καλλιτεχνικά, αντικαλλιτέχνης. Το θεωρώ πολύ σημαντικό ό,τι έχει γίνει. Είναι προς τιμήν ότι ειπώθηκε επιτέλους, δεν μας εκθέτει καθόλου και σε κανέναν κι αυτό που βάζει για το αύριο σαν υπόσχεση είναι ότι που ειπώθηκε έστω και μία φορά, έστω κι από έναν, έχουν έρθει σε πολύ δύσκολη θέση όλοι οι ενδιάμεσοι που δεν είμαστε ούτε κατηγορούμενοι ούτε θύματα αλλά έχουμε παραστεί σε αυτές τις συμπεριφορές και σε αυτό το κλίμα. Από το #ΜeΤoo και μετά, δεν μπορούμε να μείνουμε εμείς αμέτοχοι. Κι αυτό δεν είναι λίγο», τόνισε από την πλευρά της.

4.         Το μέτρο της ποσόστωσης

Σ’ ένα διαφορετικό μονοπάτι έστρεψε τη συζήτηση η σκηνοθέτρια Ιώ Βουλγαράκη, η οποία τόνισε πως δεν είναι πολύ αισιόδοξη για τις αλλαγές που έχουν επέλθει μετά το #ΜeΤoo και στάθηκε στην αναγκαιότητα της υιοθέτησης της ποσόστωσης στη συμμετοχή των γυναικών στην (κρατική) θεατρική αγορά. «Οποτε κάνουμε αυτήν την κουβέντα ακούω ότι είναι θέμα ποιότητας κι όχι αν πρέπει να σκηνοθετούν γυναίκες, λες κι έχει συζητήσει κανείς γιατί αυτός που σκηνοθετεί είναι άνδρας. Για κάποιον λόγο τα εγχειρήματα υψηλού ρίσκου και υψηλής ευθύνης δίνονται πάντα στους άνδρες. Οι γυναίκες κάνουν πάντα ένα πρότζεκτ που είναι λίγο πιο εκεί, λίγο στο πλάι και λίγο κάτι άλλο. Το να σκηνοθετεί μια γυναίκα ας πούμε 34 ετών στην Επίδαυρο, δεν έχει καμία σχέση με τον βαθμό δυσκολίας που έχει να αντιμετωπίσει ένας άνδρας 60 χρονών στην Επίδαυρο ή ένας άνδρας 34 χρονών. Είναι μια πραγματικότητα αυτή αμείλικτη η οποία πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι αν δεν γίνει θεσμικά κάτι, δεν θα εκπαιδευτούμε ως εκ θαύματος. Ολοι οι άνθρωποι που βρίσκονται σε διευθυντικές θέσεις και σε θέσεις οργάνωσης κρατικού προγραμματισμού πρέπει να έρχονται αντιμέτωποι για ένα διάστημα έτσι ώστε να φτάσουμε ως κοινωνία να μη μας απασχολεί πια. Με το να υπάρξει αυτή η ποσόστωση όχι μόνο αριθμητικά αλλά και ποιοτικά κατανεμημένοι οι άνθρωποι όλοι, με πλήρη εκπροσώπηση της κοινωνίας στον προγραμματισμό που έχουν να διαμορφώσουν», κατέληξε.

5.         Και τώρα, τι;

Προβληματισμένος για την πορεία του κινήματος #ΜeΤoo εμφανίστηκε ο σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Προσκήνιο Δημήτρης Καραντζάς, ο οποίος ανέφερε: «Εχω ένα ερωτηματικό για το κατά πόσο αυτό είναι σε μια προοδευτική διαδικασία ή έχει μπει σε μια παρένθεση. Αισθάνομαι ότι ξεκίνησε πολύ πιο δυναμικά. Αισθάνομαι κι ακούω άνθρωποι οι οποίοι είναι κακοποιητές και το ξέρουμε, συνεχίζουν να έχουν μια συμπεριφορά η οποία είναι κακοποιητική. Είναι τόσο δομικό το πρόβλημα που δεν είναι μόνο σε σχέση με την πατριαρχία και το στερεότυπο αλλά και σε σχέση με τον τρόπο που έχουμε να θαυμάζουμε τους μεγάλους δασκάλους». Η ηθοποιός Χριστίνα Χειλά – Φαμέλη, από την πλευρά της, τόνισε για τις αποκαλύψεις: «Το κάνουμε για να υπάρχει μια καλύτερη κοινωνία, οι συνθήκες εργασίας να είναι σωστές. Μιλάμε για συνθήκες εργασίας και όχι οικογένεια. Οταν ακούω τη φράση «εδώ είμαστε μια οικογένεια και να σου πω μια κουβέντα είναι ΟΚ» λέω δεν είμαστε οικογένεια, δουλεύουμε εδώ, είμαστε εργαζόμενοι. Πρέπει να υπάρχουν όρια».

Χρώμα και ταυτότητα φύλου

Ως προς τα στερεότυπα; Εκεί οι συνομιλητές είχαν να προσφέρουν διαφορετικές απόψεις. «Στη μουσική υπάρχει η εντύπωση πως επειδή κάποιοι άνθρωποι είναι άλλου χρώματος είναι υπερταλαντούχοι. Δεν νομίζω ότι ισχύει. Εχω γνωρίσει ανθρώπους που δεν είχαν ρυθμό, δεν τραγούδαγαν καλά. Στο θέμα της μουσικής, λίγο μ’ έχει «βοηθήσει». Αλλά στον κόσμο του θεάτρου, εμένα το ζήτημά μου είναι το θέμα  της ορατότητας κι εκεί είναι πολύ έντονα τα στερεότυπα» παραδέχθηκε η τραγουδίστρια και ηθοποιός Ιντρα Κέιν, με καταγωγή από την Ουγκάντα, που γεννήθηκε στην Κυψέλη.  Η ηθοποιός, χορογράφος και σκηνοθέτρια Φένια Αποστόλου έδωσε τη δική της οπτική για τις διακρίσεις που αφορούν την ταυτότητα φύλου: «Είμαι μια ιδιαίτερη περίπτωση γιατί ξεκίνησα την καριέρα μου με το προηγούμενο φύλο με το οποίο είχα φτιάξει ήδη έναν δρόμο, μια πορεία καλλιτεχνική η οποία είχε δυσκολίες. Ενώ αισθανόμουν πολύ κοντά στον γυναικείο κόσμο, έπρεπε να φέρω ανδρικούς ρόλους. Εζησα στιγμές που έπαιξα γυναικείους ρόλους κι εκεί ήταν η ανάσα μου. Βέβαια επειδή ήμουν επαγγελματίας έπρεπε πάντα να είμαι αποτελεσματική. Αλλά υπήρχε μία κόντρα μέσα μου σε σχέση με αυτό που εγώ ήθελα να κάνω. Και όταν μου δίνονταν οι ρόλοι ήταν σαν να άνοιγε ο ουρανός. Επειδή όμως ήμουν αγόρι, για τους καλλιτέχνες ήταν κατόρθωμα να κάνω τη γυναίκα. Εμένα με κολάκευε λίγο αλλά αισθανόμουν ότι δεν ανήκω σ’ αυτό. Δεν είναι κάτι που με τη δική μου ικανότητα έφτανα σ’ αυτό. Σπάραζα μέσα μου για να βρω τη γυναικεία μου ταυτότητα. Παρ’ όλα αυτά, επειδή ήμουν στον χώρο της τέχνης, είχα μια ελευθερία. Στον κινηματογράφο έχω παίξει τρανς ρόλους γιατί γι’ αυτό με έπαιρναν. Από την άλλη, αν ήμουν γυναίκα ηθοποιός μπορεί να μην είχα παίξει ποτέ στον κινηματογράφο».