Ένα από τα εμβληματικότερα καλλιτεχνικά εργά του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού είναι το «Άξιον εστί», το λαϊκό ορατόριο του Μίκη Θεοδωράκη για βαρύτονο, λαϊκό τραγουδιστή, αφηγητή, λαϊκή ορχήστρα, συμφωνική ορχήστρα και χορωδία.

Με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου από τον θάνατό του ανατρέχουμε στη συνέντευξη που έδωσε ο σπουδαίος συνθέτης στα «ΝΕΑ», στις 22 Ιουνίου 1996. Σε αυτήν ο Μίκης Θεοδωράκης μιλά για το εμβληματικό του έργο.

Το “Άξιον Εστί” θριάμβευσε και δικαιώθηκε μέσα στη δικτατορία” ανέφερε ο Μίκης Θεοδωράκης.

Όπως σημειώνει ο Πάνος Γεραμάνης «Λίγους μήνες πριν από τη δικτατορία, ο Μίκης έχει μια ανάμνηση, που τη χαρακτηρίζει συγκλονιστική, σχετικά με το “Άξιον Εστί”:

Είχα σταματήσει σε δημόσιο δρόμο, της Κορινθίας. Έψαχνα να βρω την Ακροκόρινθο. Περνούσε ένας νεαρός χωριάτης (τους λέγαμε χωριάτες τότε, γιατί ήταν πραγματικά) ένα νεαρό παιδί που με γνώρισε.

Μου λέει λοιπόν:  Τι θέλετε κ. Θεοδωράκη;’ Και του απαντώ ‘ψάχνουμε τον δρόμο να πάμε εκεί’.  Ενώ μου τον έδειξε, με ρωτάει για τη δικτατορία (ήταν βλέπετε το αγωνιώδες ερώτημα για τον καθένα μας). “

Τι να σου πω”, του απαντώ – δεν ήθελα να τον φοβίσω κιόλας – “υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις, φόβοι, αλλά δεν μπορώ να σου πω με βεβαιότητα”.

Και μου λέει ο νεαρός: Ξέρετε; Εμείς κ. Θεοδωράκη, στο χωριό μας και να γίνει δικτατορία, δεν έχουμε ανάγκη, γιατί έχουμε “Άξιον Εστί”.

Προφητικό

To ‘Άξιον Εστί’ ήταν πραγματικά, μια θωράκιση για τον λαό. Και αποδείχτηκε προφητικό. Το προφητικό, κατά κάποιον τρόπο, ήταν γιατί τοποθετήθηκε σε μια εποχή που είχε τελειώσει ο εμφύλιος πόλεμος, ενώ δεν ήταν θεατής μια καινούργια ‘αναμπουμπούλα’. Kαι όμως το προφητικό ήταν αυτό. Ξανά και ξανά φυλακές και εξορίες”.

“Tελευταία φορά [πέντε μέρες πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου] που δώσαμε συναυλία με το ‘Άξιον Εστί’ στο θέατρο ‘Κεντρικό’ της πλατείας Κολοκοτρώνη, όταν ο Κατράκης, στην απαγγελία του έλεγε ότι ‘θα πάρουν πάλι την καραβάνα τους’ ο κόσμος από κάτω κοιτούσε εμένα στα μάτια. Τους είπα: ‘Τι με κοιτάτε; Εγώ θα ξαναπάω φυλακή’. Και έπειτα από λίγες ημέρες ήμουν στην παρανομία’

“To ‘Άξιον Εστί’ δικαιώθηκε όλες τις εποχές. Μ’ αυτό αντρώθηκαν η γενιά του Πολυτεχνείου, η γενιά μετά τη μεταπολίτευση, μέχρι το ’80. Από ‘κει αρχίζει το μεγάλο μπέρδεμα. (…)

“Η νέα γενιά είναι εκπληκτική. Αν οι ρίζες είναι καλές, τα νέα παιδιά δεν μπορεί να είναι διαφορετικά από μας. Εμείς την Ελλάδα την ανακαλύψαμε μόνοι μας.

“Την ανακαλύψαμε μέσα στην Κατοχή αναγκαστικά. Στριμωχτήκαμε, απειληθήκαμε, προσβληθήκαμε, και όταν μπήκαμε στον εαυτό μας μέσα, καταλήξαμε μόνοι μας στις ρίζες μας, όποιες και αν ήταν αυτές. Πολιτιστικές ή ηθικές.

“Γιατί και η σημερινή γενιά των Ελλήνων να μην κάνει το ίδιο; Πέρα από το κράτος, τα σχολεία, τις τηλεοράσεις, πάνω απ’ όλα είναι η οικογένεια, εξακολουθεί να είναι σφιχτή οικογένεια, η οποία προστατεύει αυτές τις αξίες και είναι ο θεματοφύλακάς τους».