Ηταν ένα από τα ραντεβού αμιγώς γεωστρατηγικής σημασίας. Οσο κι αν από τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργικού γραφείου μετά τις επαφές του Κυριάκου Μητσοτάκη, την περασμένη εβδομάδα επί γερμανικού εδάφους στο περιθώριο της Διάσκεψης Ασφαλείας, το βάρος έδειχνε να πέφτει κυρίως στον αμερικανικό παράγοντα, υπήρξε μια διπλή συνάντηση στην οποία αποδιδόταν εξαρχής σημασία από την ελληνική πλευρά. Τον αναπληρωτή πρωθυπουργό και υπουργό Αμυνας του Ισραήλ Μπένι Γκαντς συνάντησαν διαδοχικά τόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης όσο και ο υπουργός Αμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος σε αίθουσα του ξενοδοχείου Bayerischer Hof, ενόσω εξελισσόταν το «Νταβός της άμυνας».

Δεν επρόκειτο για συνάντηση γνωριμίας αλλά για επαφή «επαναβεβαίωσης», όπως σχολίαζαν αρμόδιες πηγές, «των κοινών συμφερόντων και αξιών των δύο πλευρών» σε μια συγκυρία διαμόρφωσης νέων ισορροπιών μπροστά σε ραγδαίες εξελίξεις διεθνώς. Η ελληνοϊσραηλινή συνάντηση του Μονάχου έγινε έναν μήνα μετά την επίσκεψη Παναγιωτόπουλου στο αρχηγείο του ισραηλινού υπουργείου Αμυνας, ενώ είχε προηγηθεί μετάβαση του Μητσοτάκη στο Ισραήλ, για πρώτη γνωριμία τότε με τον ομόλογό του Ναφτάλι Μπένετ και τον πρόεδρο Ισαάκ Χέρτζογκ.

Οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, η στάση της Τουρκίας, η τριμερής συνεργασία Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ ως «ένα κέντρο κοινών συμφερόντων που συνδέει Ευρώπη, Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή», όπως αναφέρεται στην πιο πρόσφατη κοινή διακήρυξη, αλλά και οι τρόποι εμβάθυνσης στη διμερή συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας τέθηκαν, σύμφωνα με πληροφορίες, στο επίκεντρο. Οι συζητήσεις με τον Μπένι Γκαντς, κατά τις ίδιες πηγές, εστίασαν μεταξύ άλλων και στην Καλαμάτα, εκεί όπου το ισραηλινό υπουργείο Αμυνας και η Elbit Systems είναι επικεφαλής της ίδρυσης του Διεθνούς Κέντρου Εκπαίδευσης Πτήσεων για την Ελληνική Πολεμική Αεροπορία. Ενός κέντρου που αναμένεται να επισκεφθεί προσεχώς και ο ισραηλινός υπουργός. Η κυβέρνηση μιλά άλλωστε για συμφωνία με καθαρό στρατηγικό αποτύπωμα και τη θεωρεί ενδεικτική της αμυντικής συνεργασίας που αναπτύσσουν Ελλάδα και Ισραήλ και της σαφούς μεγέθυνσής της.

Οι σχέσεις Ισραήλ – Τουρκίας

Ταυτόχρονα το βλέμμα της Αθήνας έχει τραβήξει η απόφαση του Ισραήλ να προχωρήσει σε μια προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεών του με την Τουρκία και πλέον η κυβέρνηση κοιτάζει προς το ταξίδι του Χέρτζογκ στην Αγκυρα.

Και αυτό έστω και αν επισήμως – και ανεπισήμως – το Ισραήλ δηλώνει ότι οι σχέσεις του με την Ελλάδα δεν μπαίνουν σε ζυγαριά με τις σχέσεις που διατηρεί με άλλες χώρες. Ακόμα και με την Τουρκία, η οποία σίγουρα χαρακτηρίζεται σημαντικός παράγοντας για την περιοχή, ωστόσο η αναθέρμανση των σχέσεών της με το Ισραήλ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «περίπατος», με την καχυποψία να υφίσταται σε μεγάλο βαθμό και να μην είναι εύκολο να αποσυρθεί από το τραπέζι. Το γεγονός ότι ο ισραηλινός πρόεδρος έβαλε μπροστά τις επισκέψεις του σε Αθήνα και Λευκωσία προτού μεταβεί στην Αγκυρα, μαζί με τις δηλώσεις του επί ελληνικού εδάφους να τονίζουν τη στρατηγική και διαρκώς ενισχυόμενη συνεργασία Ελλάδας – Ισραήλ θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ένα σαφές μήνυμα που επαναβεβαιώνει τα νέα δεδομένα στον χάρτη των συνεργασιών της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Ο Χέρτζογκ χαρακτήρισε την Ελλάδα «γέφυρα» Μέσης Ανατολής και Ευρώπης, δίνοντας το στίγμα της σημασίας που αποδίδει το Ισραήλ τόσο στα πολυμερή σχήματα συνεργασίας και στις περαιτέρω δυνατότητές τους όσο και στον ρόλο της Αθήνας στο πλαίσιο της ΕΕ.

Ιδιαίτερα το σχήμα 3+1 (Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ + ΗΠΑ), παρά την απόσυρση της στήριξης των ΗΠΑ στον EastMed, μέσω του non paper του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, χαρακτηρίζεται ως μια τετραμερής με πολιτικούς συμβολισμούς που δεν εγκαταλείπεται, δεδομένης της σημασίας της για την περιοχή και τις εξελίξεις. Στο ίδιο πλαίσιο και η τριμερής Σύνοδος Κορυφής Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2021 στην Ιερουσαλήμ έδειξε ότι ο νυν πρωθυπουργός Μπένετ δεν προτίθεται να κάνει πίσω στις σχέσεις του με Αθήνα και Λευκωσία.

Με τη σχέση Ελλάδας – Ισραήλ να χαρακτηρίζεται στρατηγική και τα κοινά συμφέροντα να ακουμπούν στους τομείς της άμυνας, της ασφάλειας, της οικονομίας, της ενέργειας και να φτάνουν μέχρι τον τουρισμό και την κυβερνοασφάλεια, παράλληλα με τις στενότερες επαφές που επιδιώκει το Ισραήλ με την ΕΕ, οι δεσμοί δεν μπορούν εύκολα να αμφισβητηθούν από την Αγκυρα. Αρκετοί αναλυτές και διπλωμάτες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο Ισραήλ, διάβασαν τον χρόνο που επελέγη για την επίσκεψη Χέρτζογκ στην Αθήνα και αυτή που θα ακολουθήσει στη Λευκωσία και ως μια προσπάθεια κατευνασμού των ανησυχιών, στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία. Εκτιμούν ότι οι συμβολισμοί είναι ισχυροί, τόσο στις δηλώσεις όσο και στους χρόνους, με τον Χέρτζογκ να ενημερώνεται αναλυτικά από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και για την κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας, με αιχμή την αμφισβήτηση της κυριαρχίας των νησιών του Αιγαίου και πρόσχημα την αποστρατιωτικοποίηση. Ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία δημιουργεί νέα δεδομένα, το διεθνές δίκαιο καταλύεται και η υπάρχουσα τάξη αμφισβητείται έντονα.

Δύσκολο στοίχημα

Η ομαλοποίηση των σχέσεων Ισραήλ – Τουρκίας την ίδια στιγμή είναι, σύμφωνα με αναλυτές, ένα δύσκολο στοίχημα με λεπτές ισορροπίες. Η στάση της Αγκυρας απέναντι στη Χαμάς, οι συμφωνίες που ενδεχομένως θα γίνουν επ’ αυτού με το Ισραήλ, κεκλεισμένων των θυρών, θα κρίνουν πολλά. Για το Ισραήλ ωστόσο αυτό που έχει σημασία και θα χρειαστεί χρόνο για να διαλύσει την καχυποψία είναι το αν η Τουρκία προσέρχεται στο τραπέζι του διαλόγου για την εξομάλυνση των σχέσεων – με όλους πλην της Ελλάδας – με τυχοδιωκτική διάθεση και μόνο κίνητρο τα οικονομικά της ζητήματα ή εάν θέλει όντως να προχωρήσει σε ουσιαστική αποκατάσταση των σχέσεων που σημαίνει να δείξει κατανόηση στα θέματα στρατηγικής σημασίας για το Ισραήλ.