Η ΕΚΤ, ως γνωστόν, προχώρησε προσφάτως σε μια αναθεώρηση στρατηγικής για τη νομισματική πολιτική. Για πρώτη φορά από την ίδρυσή της εγκατέλειψε τον στόχο για πληθωρισμό κάτω του 2% και υιοθέτησε ένα «συμμετρικό» στόχο του πληθωρισμού στο 2% μεσοπρόθεσμα. Αυτό συνεπάγεται στην πράξη μια κάποια ανοχή για μια ήπια υπέρβαση ή αδυναμία από τα κάτω επίτευξης του στόχου 2%, αν και η ίδια χαρακτηρίζει εξίσου ανεπιθύμητες τις όποιες αποκλίσεις.

Είναι πράγματι μια πιο ευέλικτη, προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες συνθήκες, αλλά και πολύ πιο συγκεκριμένη και με καθαρή στόχευση στρατηγική. Νομίζω επίσης ότι ικανοποιεί όλες τις πλευρές και δεν θα έλεγα ότι είναι μια μονόπαντη απόφαση. Επί παραδείγματι, δεν μπορεί να είναι ανεκτός ένας υπερβολικός πληθωρισμός που εξελίσσεται σε σημαντική υπέρβαση του 2% όπως στην περίπτωση των ΗΠΑ. Είναι σημαντικό επίσης ότι αρχικώς κερδήθηκε συναίνεση καθώς η απόφαση ήταν ομόφωνη. Αναμενόμενο, ίσως, καθώς οι νομισματικές αρχές, σύμφωνα με την απόφαση, δεν θα επιδιώκουν πληθωρισμό ούτε πάνω αλλά ούτε κάτω του 2%.

Αυτό σημαίνει ότι βεβαίως από τη μια πλευρά εάν ο πληθωρισμός είναι πολύ κάτω του 2% ότι η νομισματική πολιτική, σε ένα περιβάλλον χαμηλοτάτων ορίων των  επιτοκίων, θα πρέπει να είναι έντονα και κυρίως επίμονα  επεκτατική. Ομοίως, αν είναι μετρίως πάνω από 2% θα μπορεί ενδεχομένως να συνεχίσει να ασκείται μια ήπια διευκολυντική πολιτική στην περίπτωση που ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης είναι εξαιρετικά αδύναμος. Αυτό για παράδειγμα θα μπορούσε να συμβεί σε μια περίπτωση όπου ενώ η ανάκαμψη είναι αδύναμη, εμφανίζεται ένας επίμονος πληθωρισμός κόστους ο οποίος με τη σειρά του υπονομεύει την ανάκαμψη.

Από την άλλη, η απομάκρυνση από τη λογική του μέσου όρου της FED «σβήνει» το παρελθόν της προηγούμενης μακράς περιόδου πληθωρισμού πολύ κάτω του 2% στην ευρωζώνη. Αρα το κοντέρ μηδενίζεται με συνέπεια να μη γίνεται αποδεκτή μια ενδεχόμενη κατάσταση ενός έστω και προσωρινού υπερβολικού πληθωρισμού ο οποίος να ισοφαρίζει μια προηγούμενη περίοδο πολύ χαμηλού ή μηδενικού πληθωρισμού.

Νομίζω πάντως ότι πρέπει να περιμένουμε να δούμε την πολιτική αυτή στην πράξη και κυρίως στο πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στην πραγματική οικονομία. Ιδίως σε ζητήματα παραγωγικότητας αλλά και δημογραφικών εξελίξεων.

Σε κάθε περίπτωση, η 5y5y inflation swap, δηλαδή η προσδοκία των αγορών για τον μέσο πληθωρισμό πέντε ετών, πέντε χρόνια από τώρα, ουδέποτε στο πρόσφατο παρελθόν βρέθηκε στο 2%. 1,7% μέσος όρος πέντε ετών πριν από την εισαγωγή των αρνητικών επιτοκίων και 0,9% μετά.

Επομένως φαίνεται πως υπάρχει μια βάσιμη εκτίμηση ότι εφόσον επιστρέψουμε σε μια περίοδο που μπορεί να κανονικοποιηθεί και πάλι η νομισματική πολιτική, αυτή τη φορά με την υπόθεση ότι ο πληθωρισμός θα κινείται σε σχετικώς λογικά για το ευρωσύστημα επίπεδα, η αλλαγή στρατηγικής πλαισίου νομισματικής πολιτικής για την ΕΚΤ μπορεί σε γενικές γραμμές να κινείται επίμονα προς μια περισσότερο διευκολυντική κατεύθυνση από ό,τι την προηγούμενη δεκαετία. Αυτό κυρίως τονίζεται τόσο από τον επικεφαλής οικονομολόγο της ΕΚΤ όσο και από την Κριστίν Λαγκάρντ, όταν αναφέρουν ιδίως με έμφαση τη λέξη-κλειδί «επίμονα».

Ο Θεόδωρος Πελαγίδης είναι καθηγητής οικονομικής ανάλυσης του Πανεπιστημίου Πειραιώς και υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος. Πρόσφατα εκδόθηκε το βιβλίο του Who’s to Blame for Greece? Life after Bankruptcy. Between Optimism and Substandard Growth, από τις εκδόσεις Palgrave Springer.