Το ζήτημα της αμοιβαίας αναγνώρισης στην ΕΕ της ιδιότητας του ασύλου θα πρέπει να μπει στο τραπέζι των συζητήσεων για το Μεταναστευτικό, επισημαίνει η Νίνα Γκρέγκορι, εκτελεστική διευθύντρια της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Ασυλο (EASO). Μιλώντας στα «ΝΕΑ» με αφορμή διήμερη επίσκεψή της στην Ελλάδα, η επικεφαλής της EASO μιλά για τα νέα καθήκοντα του οργανισμού, που αναβαθμίζεται σε Οργανισμό Ασύλου (EEAA), τις ελλείψεις για αποτελεσματικότερες πολιτικές στο Μεταναστευτικό στην ΕΕ, τις εκκρεμείς αιτήσεις ασύλου στην Ελλάδα, τις δευτερογενείς μετακινήσεις.

Ξεκινήσαμε τη συζήτηση από την πρόσφατη συμφωνία στην οποία κατέληξαν το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και το συμβούλιο για την αναβάθμιση της EASO σε Οργανισμό Ασύλου της ΕΕ, πρόταση που εντάσσεται στο νέο Σύμφωνο για τη μετανάστευση και το άσυλο και η οποία κατέστη δυνατή μετά την αλλαγή στάσης των πέντε μεσογειακών χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. «Αποτελεί επίτευγμα η πολιτική συμφωνία για την αναβάθμιση της υπηρεσίας, καθώς τα μεσογειακά κράτη αποφάσισαν τελικά να μην επιμείνουν στην προσέγγιση για συνολική διαπραγμάτευση του Συμφώνου» δηλώνει η Γκρέγκορι, επεξηγώντας ότι η ρήτρα που υιοθετήθηκε σε σχέση με τη συνολική υιοθέτηση του Συμφώνου αφορά περιορισμένο αριθμό νέων καθηκόντων του Οργανισμού. «Αφορά μόνο τον μηχανισμό παρακολούθησης για τον τρόπο εφαρμογής του συστήματος ασύλου από τα κράτη – μέλη. Ο κανονισμός (οι διατάξεις που δεν επηρεάζονται από τη ρήτρα) θα ξεκινήσει να εφαρμόζεται στο τέλος φθινοπώρου, οπότε θα έχουμε τη δυνατότητα επιπρόσθετων υπηρεσιών για να δουλέψουμε καλύτερα και ταχύτερα». Ανάμεσα στις «προσθήκες» του νέου κανονισμού, ο οποίος είναι ο δεύτερος εκ των προτάσεων του νέου Συμφώνου μετά την οδηγία για την «μπλε κάρτα» που αποκτά νομική υπόσταση, η Γκρέγκορι ξεχωρίζει: τη σταθερή νομική βάση για την ανάπτυξη επιπλέον ειδικών ασύλου, τη δεξαμενή εφεδρειών από τα κράτη – μέλη με 500 ειδικούς, οι οποίοι θα τοποθετούνται στα κράτη που έχουν ανάγκη, τους αξιωματούχους για τα θεμελιώδη δικαιώματα, την τοποθέτηση αξιωματούχων της EASO σε τρίτες χώρες. «Ο παλαιότερος κανονισμός περιόριζε τη λειτουργία μας. Ηταν μια δύσκολη κατάσταση» δηλώνει. Οσον αφορά τη ρήτρα που απομακρύνει την εφαρμογή των καθηκόντων παρακολούθησης (προβλέπεται ότι κάθε κράτος – μέλος πρέπει να παρακολουθείται τουλάχιστον μία φορά στα πέντε χρόνια), η Γκρέγκορι επισημαίνει ότι δίνει περισσότερο χρόνο για καλύτερη προετοιμασία.

Τη ρωτάμε αν προκαλούνται επιπλέον δυσκολίες στη δουλειά της EASO από τη μη υιοθέτηση συνολικά της πρότασης της Κομισιόν για το νέο Σύμφωνο μετανάστευσης και ασύλου, αλλά και ειδικότερα ορισμένων κανονισμών, όπως αυτός που προβλέπει τη μεταρρύθμιση του Eurodac, του συστήματος βάσης δεδομένων για την καταχώριση δακτυλικών αποτυπωμάτων και άλλων βιομετρικών δεδομένων των αιτούντων άσυλο. «Αν η μεταρρύθμιση του Eurodac συμφωνηθεί όπως είναι στην πρόταση ή όπως διαμορφώνεται τώρα στις διαπραγματεύσεις, θα έχουμε τη δυνατότητα πρόσβασης σε ορισμένα δεδομένα, τη δυνατότητα να εισάγουμε δεδομένα στο σύστημα, που είναι τώρα στα χέρια των Αρχών ασύλου των κρατών – μελών» τονίζει. «Η μεταρρύθμιση του Eurodac θα προσδώσει επίσης περισσότερη διαλειτουργικότητα στις βάσεις δεδομένων στο ευρωπαϊκό σύστημα και θα έχουμε επιτέλους τη δυνατότητα να μετράμε τα άτομα, τους αιτούντες άσυλο, τους μετανάστες, και όχι τους φακέλους. Στο τωρινό πλαίσιο μπορούμε μόνο να μετρήσουμε τους φακέλους, τις αιτήσεις που έχουν γίνει, αλλά όχι τους πραγματικούς ανθρώπους πίσω από αυτές. Θα είναι τεράστιο πλεονέκτημα για όλη την Ευρώπη, διότι υπάρχουν δευτερογενείς μετακινήσεις, άνθρωποι, που διαφεύγουν, και θα ξέρουμε για τι μιλάμε» τονίζει η εκ Σλοβενίας αξιωματούχος.

Στη Σάμο

Η διήμερη παραμονή της στην Ελλάδα περιελάμβανε συναντήσεις με την ηγεσία του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, καθώς και επίσκεψη στη Σάμο και ειδικότερα στις υπό κατασκευή εγκαταστάσεις φιλοξενίας. «Διαπίστωσα ότι ένα τεράστιο τμήμα του νέου κτιρίου έχει κατασκευαστεί και θα ευθυγραμμίζεται με τα πρότυπα της EASO. Υπάρχουν εγκαταστάσεις όχι μόνο για κατοίκηση, αλλά και για αναψυχή, κοινωνικές δραστηριότητες, ζώνες προστατευμένες για ασυνόδευτους, για οικογένειες, υπηρεσίες υγείας, χώροι καραντίνας» σημειώνει, εκτιμώντας ότι οι νέες εγκαταστάσεις στη Σάμο θα είναι έτοιμες το φθινόπωρο.

Πώς βλέπει το ζήτημα των εκκρεμών αιτήσεων ασύλου; «Είμαστε ικανοποιημένοι από τη δουλειά που έγινε το 2020, καθώς παρά την πανδημία καταφέραμε να μειώσουμε σημαντικά τις υποθέσεις που είχαν συσσωρευτεί. Το 2019 και πριν από την πανδημία υπήρχαν περίπου 100.000 αιτήσεις σε εκκρεμότητα στην Ελλάδα. Μειώθηκαν σε 40.000. Ηταν τεράστιο επίτευγμα των ελληνικών Αρχών με τη συμβολή της υπηρεσίας με πάνω από 500 ανθρώπους στην Ελλάδα. Οι αποφάσεις για το άσυλο εμπίπτουν στις εθνικές Αρχές, αλλά η προετοιμασία των φακέλων, οι συνεντεύξεις, οι αξιολογήσεις ευαλωτότητας γίνονται σε μεγάλο βαθμό από τους ανθρώπους μας». Οπως λέει η Γκρέγκορι, η οποία βρίσκεται δύο χρόνια στη θέση της επικεφαλής της EASO, στις αρμοδιότητες του Οργανισμού εμπίπτει επίσης η παροχή βοήθειας στην Ελλάδα, και για τις υπηρεσίες υποδοχής. «Ολες οι νέες υποδομές για τους μετανάστες στα νησιά θα πρέπει να κατασκευαστούν βάσει των προδιαγραφών της EASO».

Για τις δευτερογενείς μετακινήσεις (θέμα που προκαλεί τη δυσαρέσκεια χωρών της Βόρειας Ευρώπης έναντι της Ελλάδας) υπάρχουν δύο θέματα, επισημαίνει η επικεφαλής της EASO. Αφενός, υπάρχουν οι μετακινήσεις όσων αναζητούν άσυλο, για τις οποίες θεωρεί ότι η λύση βρίσκεται στην πρόταση για το νέο Σύμφωνο. «Αν ολοκληρωθούν οι συζητήσεις, θα υπάρχουν μηχανισμοί για την αντιμετώπιση των δευτερογενών μετακινήσεων όσων αναζητούν άσυλο» λέει. Αφετέρου, οι μετακινήσεις αυτών που έχουν ήδη αναγνωριστεί από ένα κράτος – μέλος ότι χρήζουν προστασίας, αλλά μετακινούνται σε άλλο κράτος – μέλος, όπου αιτούνται πάλι ασύλου. «Στην ΕΕ δεν έχουμε αμοιβαία αναγνώριση της ιδιότητας του ασύλου. Αυτοί που πάνε από ένα κράτος – μέλος σε άλλο χρειάζεται να ξεκινήσουν από την αρχή τη διαδικασία. Η αμοιβαία αναγνώριση της ιδιότητας του ασύλου θα πρέπει να είναι η δεύτερη μεγάλη συζήτηση στην Ευρώπη. Η ΕΕ είναι ένας ενιαίος χώρος προστασίας και ελπίζω το ζήτημα να βρεθεί στο τραπέζι των συζητήσεων μελλοντικά» δηλώνει.

Σχετικά με τις επιστροφές των μεταναστών, των οποίων έχει απορριφθεί το αίτημα ασύλου, τονίζει την ανάγκη βελτίωσης. «Οταν υπάρχει αρνητική απόφαση, οι επιστροφές πρέπει να γίνονται. Και εδώ έχουμε περιθώρια βελτίωσης μέσω των νέων κανονισμών και σε συνεργασία με τις χώρες προέλευσης. Οι επιστροφές είναι σημαντικό ζήτημα για την Ευρώπη συνολικά, όχι μόνο για την Ελλάδα».