Ο Μπιορν Μποργκ έγινε ο πρώτος τενίστας που κατέκτησε 11 Γκραν Σλαμ. Ήταν μάλιστα ο μόνος άντρας που κατάφερε να κερδίσει 5 Γουίμπλεντον, ενώ κατέχει το ρεκόρ των περισσότερων συνεχόμενων νικηφόρων ματς στην ιστορία του θεσμού.

Και παρόλο που συχνά οι κορυφαίοι τενίστες αγωνίζονται επαγγελματικά μέχρι και την τέταρτη δεκαετία της ζωής τους, ο Μποργκ «εξαφανίστηκε» από την ενεργό δράση μόλις στα 26 του.

«Είναι τιμή μου να βρίσκομαι πάνω στο βάθρο πλάι σε εσάς, που έχετε γράψει ιστορία στο άθλημα», ήταν τα λόγια του Νόβακ Τζόκοβιτς κατά την τελετή απονομής του Ρολάν Γκαρός το 2021.

O πρωταθλητής αναφερόταν στους ανθρώπους που κλήθηκαν από τη διοργάνωση να απονείμουν τα βραβεία: τον Τζιμ Κούριερ και τον Μπιορν Μποργκ.

Για τον Μποργκ, το μέρος ήταν γνώριμο. Ο πρώην επαγγελματίας τενίστας έχει κατακτήσει το τρόπαιο του γαλλικού Όπεν – γνωστού και ως Ρολάν Γκαρός – έξι φορές.

Η πρώτη ήταν το 1974, σε ηλικία 18 ετών, ο νεότερος τότε νικητής στην ιστορία. Η τελευταία ήταν το 1981, δύο χρόνια πριν αποσυρθεί.

Η εκτόξευση στην κορυφή

Η καριέρα του Μπιορν Μποργκ ήταν σύντομη, αλλά καταιγιστική. Δεν είναι τυχαίο ότι η διεθνής κοινότητα του πιστώνει σε μεγάλο βαθμό τη διαμόρφωση του μοντέρνου στυλ παιχνιδιού. Μέχρι τότε, το τένις ήταν ένα καθαρά τεχνικό άθλημα. Ο παίκτης με την μεγαλύτερη ακρίβεια και ευστοχία, νικούσε.

Ο Σουηδός τενίστας επικεντρώθηκε στην τελειοποίηση των φαλτσαριστών βολών και των δυνατών σερβίς. Ήταν παίκτης γραμμής, σπάνια πλησίαζε το φιλέ, ενώ μπορούσε να αντεπεξέλθει εξίσου καλά σε όλα τα τερέν.

Η υπεροχή του αυτή, δεν άργησε να φανεί και να μεταφραστεί σε νικηφόρα αποτελέσματα. Μετά από πολλές πρωτιές στα μεγαλύτερα διεθνή νεανικά τουρνουά, την άνοιξη του 1973 συμμετείχε για πρώτη φορά στο αντρικό όπεν του Μόντε Κάρλο.

Μέχρι το τέλος της πρώτης του χρονιάς ως επαγγελματίας τενίστας, είχε φτάσει στον τέταρτο γύρο του γαλλικού Όπεν, βγήκε έκτος στο Γουίμπλεντον και σκαρφάλωσε στο Νο 18 της παγκόσμιας κατάταξης.

Η δεύτερη επαγγελματική του χρονιά, που συνέπεσε με την ενηλικίωσή του, του έφερε την κατάκτηση του πρώτου Γκραν Σλαμ. Τον Ιούνιο του 1974, ο 18χρονος Μποργκ λύγισε σε πέντε σετ τον Μάνουελ Οράντες στον τελικό του Ρολάν Γκαρός και έγινε ο νεότερος νικητής στην ιστορία του θεσμού.

Τα επόμενα 7 χρόνια, μέτρησε 5 ακόμη κατακτήσεις σε σύνολο 6 συμμετοχών. Το 1976 ηττήθηκε στα προημιτελικά και το 1977 αποφάσισε να μην λάβει μέρος.

Συνολικά, κατέγραψε 49 νίκες και 2 ήττες, αποτελέσματα που μεταφράζονται σε ποσοστό επιτυχίας 96,08%.

Στο αυστραλιανό Όπεν συμμετείχε μόνο μία φορά, στην ηλικία των 17 ετών. Έφτασε μέχρι τον τρίτο γύρο, όπου αποκλείστηκε από τον μετέπειτα φιναλίστ, Φιλ Ντεντ.

Το αμερικανικό Όπεν θεωρείται το μεγάλο «αγκάθι» της καριέρας του Μποργκ. Έφτασε τέσσερις χρονιές στον τελικό, όπου και ηττήθηκε ισάριθμες φορές.

Τέλος, στο Γουίμπλεντον πανηγύρισε 5 κατακτήσεις σε 9 συμμετοχές. Το 1973 και το 1975 έφτασε μέχρι τα προημιτελικά, ενώ το 1981 μέχρι τον τελικό. Συνολικά, κατέγραψε 51 νίκες και 4 ήττες, με ποσοστό επιτυχίας 92,73%.

«Σουηδικό παγόβουνο»

Ο Σουηδός πρωταθλητής δεν άφησε το στίγμα του μόνο στις αθλητικές πτυχές του τένις. Τόσο το παρουσιαστικό, όσο και η συμπεριφορά του, τον έκαναν να ξεχωρίζει.

Ο Μποργκ προερχόταν από μία σουηδική οικογένεια μεσαίας τάξης. Δεν είχε την έπαρση πολλών Aμερικανών συναθλητών του, που είχαν μεγαλώσει θεωρώντας το τένις ως σπορ της ελίτ.

Ο Σουηδός δεν φώναζε μέσα στο γήπεδο, δεν πανηγύριζε έντονα και έδειχνε πλήρως προσηλωμένος στον αγώνα. Δεν είναι τυχαίο το παρατσούκλι «Ice-Borg» (από το αγγλικό iceberg – παγόβουνο), που του αποδόθηκε.

Μάλιστα, η ηρεμία που απέπνεε ξένιζε τόσο τους λάτρεις του αθλήματος, που για χρόνια κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο σφυγμός του ήταν 35 παλμοί το λεπτό! Ο ίδιος διέψευσε τη φήμη στην αυτοβιογραφία του το 1980.

Το χαμηλό προφίλ του, η καστανόξανθη χαίτη του και η άνεση με την οποία κινούταν στο γήπεδο τράβηξε την προσοχή θαυμαστριών, που καμία σχέση δεν είχαν με το άθλημα. Παράλληλα, τράβηξε και την προσοχή μεγάλων εταιρειών ένδυσης, όπως η «LaCoste» και η «Fred Perry».

Ο Σουηδός ήταν ιδανικός για κεντρικό πρόσωπο καμπάνιας. Άλλωστε, είχε ήδη αφήσει το στυλιστικό του αποτύπωμα, όντας ο πρώτος που λάνσαρε τη χαρακτηριστική κορδέλα στα μαλλιά.

Μία δεκαπενταετία μετά την απόσυρσή του, στα τέλη του ’90, έκανε επισήμως στροφή στη μόδα. Δημιούργησε τον δικό του οίκο, με την ονομασία «Björn Borg AB» και μέχρι σήμερα παραμένει στην κορυφή, ως ο δεύτερος πιο πετυχημένος της Σουηδίας, μετά τον Calvin Klein.

Το θρυλικό ματς με τον Μάκενρο

Μία από τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές της καριέρας του Μπιορν Μποργκ ήταν ο τελικός του Γουίμπλεντον το 1980. Ήταν ένας αγώνας ανάμεσα στους δύο ογκόλιθους του τένις της εποχής: Μποργκ εναντίον Μάκενρο.

Οι δύο τενίστες ήταν η «μέρα με τη νύχτα». Ο συγκεντρωμένος και ανέκφραστος, Μπιορν Μποργκ, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την αλαζονεία και την ένταση που απέπνεε ο Τζον Μάκενρο μέσα στο γήπεδο.

Παραδόξως, οι διαφορές τους εκτός γηπέδου μεταφράστηκαν σε μία πολύ δυνατή φιλία και εντός γηπέδου, σε πολύ ενδιαφέροντα ματς.

Ένα από αυτά ήταν ο τελικός του ’80. Με συνολική διάρκεια 3 ώρες και 53 λεπτά, έχει χαρακτηριστεί ως ο κορυφαίος τελικός Γουίμπλεντον στην ιστορία.

Ξεκίνησε με ένα ταπεινωτικό 1-6 για τον 24χρονο Σουηδό. Στα επόμενα σετ, όμως, πήρε το πάνω χέρι με 7-5 και 6-3. Το τέταρτο σετ μετατράπηκε σε θρίλερ.

Ο Μάκενρο κρατήθηκε ζωντανός από 7 ματς-πόιντ, που θα χάριζαν στον Μποργκ τον τίτλο. Ακολούθησε ένα τάι μπρέικ 34 πόντων, το οποίο διήρκησε 22 λεπτά, μόλις 5 λιγότερα από ολόκληρο το πρώτο σετ!

Η καθηλωτική επίδοση των δύο παικτών κατέληξε στην κατάκτηση του σετ από τον Αμερικανό, ο οποίος κατάφερε να ισοφαρίσει.

Τελικά, το 8-6 του πέμπτου σετ χάρισε τη νίκη στον Σουηδό πρωταθλητή. Λίγους μήνες αργότερα, ο Μάκενρο πήρε τη ρεβάνς νικώντας τον τελικό του US Open του 1980, έπειτα από μάχη 4 ωρών και 13 λεπτών. «Ο Μποργκ ήταν ο «άνθρωπος του πάγου», ένας αδίστακτος παίκτης γραμμής που χρησιμοποιούσε τη ρακέτα του για να ανιχνεύσει τις αδυναμίες των άλλων παικτών. Ο Μάκενρο ήταν το παλιόπαιδο. Μία φρέσκια ιδιοφυΐα στο παλιό στυλ παιχνιδιού. Συχνά έδινε την εντύπωση ότι ο πραγματικός του αντίπαλος ήταν ο διαιτητής ή ο εαυτός του. Ή οποιοσδήποτε άλλος εκτός από τον άνθρωπο που στεκόταν στην άλλη άκρη του φιλέ», έχει γραφτεί πολύ εύστοχα για το δίδυμο «Πάγου-Φωτιάς» από ανθρώπους που τους έζησαν. Μέχρι σήμερα, οι δύο θρυλικοί τενίστες παραμένουν καλοί φίλοι. Όπως έχει δηλώσει ο Μάκενρο, «το πιο σημαντικό είναι ότι ο ένας έκανε τον άλλο καλύτερο».

Η απρόσμενη αποχώρηση

Η δεκαετία του ’80, με τη θρυλική νίκη επί του Μάκενρο, έδειχνε να μπαίνει με τις καλύτερες προοπτικές για τον Μπιορν Μποργκ. Η καριέρα του βρισκόταν στο ζενίθ. Μετρούσε μόλις έναν αποκλεισμό σε 9 Grand Slams μέσα σε μία τριετία, ενώ το BBC τον ανακήρυξε αθλητική προσωπικότητα της χρονιάς.

Κι όμως, δύο χρόνια αργότερα, στην ηλικία των 26 χρόνων και ενώ δεν είχε συμπληρώσει ούτε δεκαετία ως επαγγελματίας τενίστας, ανακοίνωσε την απόσυρσή του από την ενεργό δράση. Πρώτα το είπε στην οικογένεια, τους φίλους και τον προπονητή του, στα τέλη του 1982.

Μάλιστα, ο αιώνιος αντίπαλός του, Τζον Μάκενρο, προσπάθησε να τον μεταπείσει. Όπως αποδείχθηκε, μάταια.

Τον Ιανουάριο του 1983 ανακοίνωσε δημόσια ότι σταματά το τένις.

«Όταν βγαίνεις στο γήπεδο, πρέπει να σκέφτεσαι ‘αυτό είναι υπέροχο. Θα χτυπήσω το μπαλάκι, θα προσπαθήσω να κερδίσω κάθε πόντο και θα εκμεταλλευτώ κάθε ευκαιρία’. Αν δεν σκέφτεσαι και δεν νιώθεις αυτό, είναι πολύ δύσκολο να παίξεις».

Και ο Μποργκ δεν το ένιωθε πλέον. Ο ενθουσιασμός είχε εκλείψει και η όρεξη να βγει στο γήπεδο και να είναι ανταγωνιστικός δεν υπήρχε πια. Ήθελε να ασχοληθεί με άλλα πράγματα, που μέχρι τότε, λόγω πρωταθλητισμού, δεν μπορούσε. Πλέον, είχε και τον χρόνο και τα χρήματα να το κάνει.

Σκάνδαλα και προσωπική ζωή

Ωστόσο, ο Μποργκ έπεσε στην συχνότερη «παγίδα» των αθλητών ατομικών σπορ. Από τη μοναχική, αυστηρή και πλήρως πειθαρχημένη καθημερινότητα, πέρασε στην ασυδοσία και την επιπολαιότητα. Επένδυσε μεγάλα χρηματικά ποσά στο χρηματιστήριο, ασχολήθηκε ανεπιτυχώς με τις επιχειρήσεις και ενεπλάκη σε ερωτικά σκάνδαλα.

Έκανε τρεις γάμους και απέκτησε δύο γιους από δύο γυναίκες, με τη μία εκ των οποίων δεν παντρεύτηκε ποτέ. Αυτό οδήγησε σε δικαστικές διαμάχες ετών για την κηδεμονία του γιου του.

Η εικόνα του άκαμπτου «παγόβουνου» είχε κλονιστεί. Πλέον, στην επικαιρότητα ανέδυαν ιστορίες για όργια, χρήση ναρκωτικών και απόπειρες αυτοκτονίας.

Η ζωή του έδειξε να ηρεμεί με τον ερχομό του δεύτερου γιου του, το 2003. Ο Λέο Μποργκ έδειξε από μικρός να έχει έφεση στο τένις και να θέλει να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του. Αυτό τους έφερε ιδιαίτερα κοντά.

Σήμερα, πολλοί ισχυρίζονται ότι ο 18χρονος Μποργκ είναι ο συνεχιστής του Μπιορν. Τον Ιούνιο του 2021, συμμετείχε στο πρώτο του Γκραν Σλαμ στην κατηγορία των junior του γαλλικού Όπεν.

Στην ερώτηση για το πώς αντιμετωπίζει την προσοχή που δέχεται λόγω του πατέρα του, ο νεαρός απαντά: «Όταν ήμουν μικρός, μου ήταν δύσκολο. Τώρα το ελέγχω. Έτσι κι αλλιώς, θα με ακολουθεί σε όλη μου την καριέρα. Δεν με ενοχλεί. Επικεντρώνομαι στο στόχο μου, που είναι το τένις».

Πηγή: Μηχανή του Χρόνου