Οι φαρμακοβιομηχανίες μπορεί να επιμένουν ότι για την αντιμετώπιση της πανδημίας μάλλον θα χρειάζεται ετήσιος εμβολιασμός, όμως πολλοί ειδικοί δηλώνουν δύσπιστοι.

Περισσότεροι από 12 διακεκριμένοι λοιμωξιολόγοι και ειδικοί των εμβολίων δήλωσαν στο Reuters ότι ο αρχικός εμβολιασμός ίσως προσφέρει προστασία διαρκείας έναντι του αρχικού κοροναϊού και των νέων στελεχών που έχουν ταυτοποιηθεί μέχρι σήμερα.

Ορισμένοι από τους ειδικούς αυτούς δήλωσαν ανήσυχοι για το γεγονός ότι οι προσδοκίες του κοινού καθορίζονται από στελέχη της φαρμακοβιομηχανίας αντί από επιστήμονες, αν και πολλοί συμφωνούν ότι είναι σώφρον εκ μέρους των εταιρειών να προετοιμάζονται για ενδεχόμενη τέτοια ανάγκη.

Βασική ανησυχία τους είναι ότι η αγορά ενισχυτικών δόσεων από τις ανεπτυγμένες χώρες θα μεγεθύνει τις ανισότητες στην πρόσβαση και θα εμποδίσει τις φτωχότερες χώρες να εξασφαλίσουν έστω και την πρώτη δόση για του πολίτες τους.

«Ακόμα δεν έχουμε δει τα δεδομένα που απαιτούνται για αποφάσεις σχετικά με το εάν χρειάζονται ενισχυτικές δόσεις» δήλωσε στο Reuters η Κέιτ Ο’Μπράιεν, διευθύντρια του Τμήματος Ανοσοποίησης, Εμβολίων και Βιολογικών Προϊόντων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.

Όπως επισήμανε, ο ΠΟΥ εξετάζει όλα τα δεδομένα για τις παραλλαγές του κοροναϊού και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων ώστε να συστήσει αλλαγές στα εμβολιαστικά προγράμματα εφόσον χρειαστεί.

Ο διεθύνων σύμβουλος της Pfizer Αλβέρτος Μπουρλά έχει δηλώσει πως είναι «πιθανό» να χρειάζονται επαναληπτικές δόσεις του εμβολίου της εταιρείας του κάθε 12 μήνες, όπως συμβαίνει με το εμβόλιο της εποχικής γρίπης.

«Δεν υπάρχει καμία, και εννοώ απολύτως καμία, ένδειξη που να δείχνει ότι ισχύει κάτι τέτοιο» απαντά ο δρ Τομ Φρίντμαν, πρώην διευθυντής των αμερικανικών Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC).

Απαντώντας, η Pfizer δήλωσε πως αναμένει να απαιτούνται αναμνηστικές δόσεις όσο ιός εξαπλώνεται με μεγάλη ταχύτητα, κατάσταση που μπορεί να αλλάξει όταν η πανδημία τεθεί υπό έλεγχο.

Από την πλευρά της, η επίσης αμερικανική Moderna έχει ανακοινώσει ότι το φθινόπωρο σχεδιάζει να αρχίσει την παραγωγή νέου εμβολίου για την αντιμετώπιση της νοτιοαφρικανικής ποικιλίας του κοροναϊού. Έχει επίσης προβλέψει ότι θα απαιτούνται αναμνηστικές δόσεις ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

Η ΕΕ και το Ισραήλ έχουν ήδη προχωρήσει σε νέες παραγγελίες εμβολίων, τα οποία θα χορηγηθούν ως ενισχυτικές δόσεις, ενώ το ίδιο ετοιμάζονται να κάνουν και οι ΗΠΑ.

Κυτταρική ανοσία

Η συζήτηση για ενισχυτικές δόσεις άρχισε τον Φεβρουάριο, όταν παρουσιάστηκαν ενδείξεις ότι τα υπάρχοντα εμβόλια δεν είναι εξίσου αποτελεσματικά στα νέα στελέχη του SARS-CoV-2.

Δεδομένα κλινικών μελετών έδειξαν ότι τα εμβόλια της AstraZeneca, της Johnson & Johnson και της Novavax είναι λιγότερο αποτελεσματικά στο νοτιοαφρικανικό στέλεχος, ενώ σύμφωνα με εργαστηριακά πειράματα όσοι έλαβαν τα εμβόλια της Pfizer ή της Moderna παρουσίασαν έξι φορές χαμηλότερα επίπεδα αντισωμάτων έναντι του νοτιοαφρικανικού στελέχους.

Πολλοί θεωρούν επομένως ότι ήταν σώφρον εκ μέρους των εταιρειών να αρχίζουν να αναπτύσσουν νέα εμβόλια. Οι κυβερνήσεις μπορούν στη συνέχεια να κρίνουν μόνες τους αν τα χρειάζονται ή όχι.

Ωστόσο νεότερα δεδομένα υποδεικνύουν ότι ο αρχικός εμβολιασμός μπορεί να επαρκεί. Τα επίπεδα των αντισωμάτων μπορεί να πέφτουν, ωστόσο η κυτταρική ανοσία, μέσω των λεγόμενων Τ-κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματατος, πιθανώς παραμένει σε ικανοποιητικά επίπεδα.

«Είναι αρκετά πιθανό» ότι τελικά δεν θα χρειαστούν ενισχυτικές δόσεις, εκτίμησε ο δρ Άντονι Φάουτσι, επικεφαλής της αμερικανικής εκστρατείας κατά του κοροναϊού.

«Είναι πιθανό ότι οι νέες ποικιλίες δεν θα δημιουργήσουν τόσο σημαντικά προβλήματα όσο περιμέναμε» είπε.

Από την πλευρά της, η δρ Μόνικα Γκάντι, λοιμωξιολόγος του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο, τόνισε ότι η τελική απόφαση για τη χορήγηση ή μη ενισχυτικών δόσεων «θα ληφθεί από ειδικούς της δημόσιας υγείας, όχι από τους διευθύνοντες συμβούλους εταιρειών που μπορεί να έχουν οικονομικό όφελος.

Το οικονομικό διακύβευμα είναι πράγματι μεγάλο, καθώς σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας δεδομένων υγείας IQVIA Holdings η παγκόσμια δαπάνη για εμβόλια και ενισχυτικές δόσεις Covid-19 μπορεί να φτάσει τα 157 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2025.