Ξεκίνησε προχθές στη Νέα Υόρκη η δίκη για την κρατική τουρκική τράπεζα Halkbank η οποία κατηγορείται για ξέπλυμα χρήματος από το Ιράν. Τις εντολές φέρεται ότι έδιναν ο πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν και ο γαμπρός του Μπεράτ Αλμπαϊράκ και γι’ αυτό η δίκη θεωρείται ότι θα έχει επιπτώσεις στην τουρκική οικονομία αλλά και στις σχέσεις Ουάσιγκτον – Αγκυρας.

Σε ομοσπονδιακό δικαστήριο της Νέας Υόρκης, η κορυφαία τουρκική τράπεζα αντιμετωπίζει βαρύτατες κατηγορίες για επιχείρηση που στήθηκε με σκοπό την παράκαμψη των αμερικανικών κυρώσεων στο Ιράν, ενώ το κατηγορητήριο είναι γεμάτο σε αναφορές για εμπλοκή στην υπόθεση τόσο του Ερντογάν όσο και του γαμπρού του.

Αρχικά η δίκη επρόκειτο να αρχίσει την 1η Μαρτίου, ύστερα από επανειλημμένες προσπάθειες των δικηγόρων της τράπεζας να την αποτρέψουν, ασκώντας έφεση, χωρίς επιτυχία. Πάντως, τον Νοέμβριο, λίγες ημέρες μετά την εκδίκαση της έφεσης, που μετέθεσε την έναρξη της διαδικασίας για χθες, ο Αλμπαϊράκ παραιτήθηκε από τη θέση του υπουργού Οικονομικών, επικαλούμενος λόγους υγείας.

Ο Ερντογάν έχει προσπαθήσει ακόμα και με πολιτικές παρεμβάσεις – κυρίως προς τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ – να διακόψει τη δικαστική έρευνα για τη Halkbank. Ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Τραμπ, Τζον Μπόλτον, ανέφερε στο βιβλίο του πως ο Τραμπ είχε υποσχεθεί στον Ερντογάν, ότι θα σταματούσε, μέσω του υπουργείου Δικαιοσύνης τις νομικές διαδικασίες κατά της τράπεζας, δεν τα κατάφερε όμως παρά τις προσπάθειές του.

Οπως έγραψε το γερμανικό περιοδικό Spiegel, «εάν καταδικαστεί η Halkbank απειλείται στη χειρότερη περίπτωση με πρόστιμο ύψους 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ή με αποκλεισμό από το διεθνές διατραπεζικό σύστημα Swift. Αυτό θα είναι το τέλος της και θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην τουρκική οικονομία».

Η κρατική τράπεζα κατηγορείται ότι βοήθησε να διακινηθούν κρυφά τα έσοδα της Τεχεράνης από πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου, ύψους άνω του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, μέσω λογαριασμών στη Halkbank για να διοχετευθούν στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι δικηγόροι της τράπεζας υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να γίνει η δίκη επειδή η τράπεζα, ως δημόσια οντότητα, έχει ασυλία από ποινικές διώξεις στις ΗΠΑ.