Την ώρα που στη Νέα Υόρκη οι νεκροί από κοροναϊό, οι οποίοι δεν είχαν αναζητηθεί από τις οικογένειές τους, κατέληγαν σε ομαδικούς τάφους στο Μπρονξ, το Ιράν άνοιγε τόσο μεγάλα ορύγματα για τους δικούς του νεκρούς που ήταν ορατά από το Διάστημα. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για εικόνες από τις πιο σκληρές της πρόσφατης πανδημίας.

Ποιο είναι το κοινωνικό αποτύπωμα που αφήνουν αυτές οι συσσωρεύσεις σορών για τον αρχαιολόγο του μέλλοντος; Μια ματιά στο παρελθόν μέσα από το πρίσμα της «αρχαιολογίας του θανάτου» αποτελεί σημαντική δεξαμενή για την αναζήτηση πιθανόν απαντήσεων.

Η νέα μελέτη του αναπληρωτή καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Δημήτρη Μποσνάκη, που ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα στα βιβλιοπωλεία (εκδ. Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων) κι έχει συγκεντρώσει πλήθος «ανάρμοστων» ταφών από την εποχή του σιδήρου ως τη ρωμαϊκή εποχή, επιτρέπει τόσο στο ειδικό κοινό όσο και στον ανυποψίαστο αναγνώστη να «κατέβουν» στο σκάμμα, να «γνωρίσουν» τους ταπεινωμένους νεκρούς και να μάθουν την ιστορία τους και τους λόγους για τους οποίους κατέληξαν σε ομαδικές, ακτέριστες και ορισμένες φορές ατιμωτικές ταφές. Αιτίες οι οποίες εν τέλει δεν απέχουν από εκείνες για τις οποίες σήμερα ορισμένοι νεκροί καταλήγουν «ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι».

«Οι νεκροί έχουν τον δικό τους τρόπο να «μιλάνε» και όσα μας λένε αφορούν κυρίως τον κόσμο των ζωντανών, διότι διαχειριστές του σώματος του νεκρού είναι οι ζωντανοί», λέει στα «ΝΕΑ» ο Δημήτρης Μποσνάκης με αφορμή το τρίτο του βιβλίο σχετικά με τον κόσμο των νεκρών και τις ταφικές πρακτικές.

«Οταν ανασκάπτουμε έναν τάφο, συντάσσουμε επί τόπου ένα μικρό βιογραφικό για τον αποθανόντα σχετικά με το φύλο, την ηλικία και την κοινωνική του θέση βάσει των οστών (ή της τέφρας) και των κτερισμάτων και παράλληλα σχηματίζουμε μια εικόνα για την «ψυχή της κοινωνίας» από τον τρόπο ταφής, τα έθιμα, τις δοξασίες των ζωντανών για τους νεκρούς, που είναι και το πιο σύνθετο κομμάτι. Το βέβαιο είναι ότι οι ζωντανοί μάς συστήνουν με έναν θετικό τρόπο τον νεκρό καθώς του στήνουν μνήμα/μνημείο ώστε να διατηρηθεί η μνήμη του ζωντανή. Υπάρχουν όμως κι εκείνοι τους οποίους η κοινωνία αποφάσισε ότι δεν θέλει να τους θυμάται εξαιτίας της διαγωγής ή της προσωπικότητάς τους. Θέλει να τους εκβάλει και τους καταδικάζει σε αταφία, όπως συμβαίνει με τον Πολυνείκη στη Θήβα. Μεταξύ αυτού του διπόλου όμως, των νεκρών που θάβονται με όλες τις τιμές και των άταφων, υπάρχει και μια γκρίζα ζώνη με νεκρούς που θάφτηκαν μεν, αλλά όχι βάσει των ταφικών εθίμων», συνεχίζει.

Λοιμοί και καταστροφές

Ποιοι είναι λοιπόν οι νεκροί της «γκρίζας ζώνης»; Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται οι ομαδικές ταφές που οφείλονται σε κρίσεις που αντιμετωπίζουν οι πόλεις, όπως πολεμικά επεισόδια, επιδημίες, σεισμοί ή άλλες φυσικές καταστροφές. «Σε αυτές τις περιπτώσεις η πόλη αδυνατεί να προσφέρει στους νεκρούς της αυτό που τους αξίζει, με αποτέλεσμα να γίνονται πρόχειρες, ομαδικές ταφές, μέσα σε μεγάλους λάκκους χωρίς καμία φροντίδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Θουκυδίδης ταράσσεται επειδή εξαιτίας του λοιμού που έπληξε την Αθήνα δεν τηρήθηκαν τα ταφικά έθιμα και αναφέρει τη διάλυση του κοινωνικού ιστού. Μια τέτοια περίπτωση ταφής αποτελεί ένας ακανόνιστος λάκκος (6,5 μ. x 1,6 μ.) που βρέθηκε στην περιοχή του Κεραμεικού, στον οποίο εντοπίστηκαν ατάκτως και αμελώς ριγμένοι 89 νεκροί και των δύο φύλων, σε επάλληλες στρώσεις. Στην αρχή της ταφής, όπως φαίνεται από τις κάτω στρώσεις, οι νεκροί είναι τοποθετημένοι με μεγαλύτερη φροντίδα και ευρυχωρία, και επιπλέον καλύπτονται με λιγοστό χώμα. Στις στρώσεις που διαδέχθηκαν την αρχική, οι πιεστικές συνθήκες φαίνεται πως επέβαλαν έναν περισσότερο βιαστικό τρόπο απόρριψης, με τους νεκρούς να στοιβάζονται πυκνά και χωρίς καμία φροντίδα».

Ενδιαφέρον έχει δε η διαφορετική αντιμετώπιση που έχουν οι νεκροί που θάβονται βιαστικά λόγω κάποιας καταστροφής μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. «Οι Αθηναίοι φαίνεται πως δεν επιστρέφουν αργότερα για να τιμήσουν τους συγκεκριμένους νεκρούς. Μοιάζουν να θέλουν να τους ξεχάσουν. Αντιθέτως, οι Σπαρτιάτες ναι μεν θάβουν βιαστικά τους νεκρούς τους από έναν μεγάλο σεισμό το 464 π.Χ. ώστε να μην υπάρξει κίνδυνος μόλυνσης, αλλά επανέρχονται στον τάφο για να τους τιμήσουν», επισημαίνει ο Δημήτρης Μποσνάκης.

Υπάρχει λοιπόν διαχρονικά «ταπεινωτική» αντιμετώπιση των νεκρών από λοιμούς και καταστροφές, αν κρίνουμε και από τα πολύ πρόσφατα παραδείγματα των ομαδικών ταφών λόγω κορωνοϊού; «Πράγματι, ενώ οι αντιλήψεις περί ταφικών τιμών μπορεί να αλλάζουν μέσα στον χρόνο ή από πολιτισμό σε πολιτισμό, παρατηρούμε ότι για τους ανεπιθύμητους νεκρούς ισχύουν οικουμενικές πρακτικές που χαρακτηρίζονται από τα τρία βασικά αρνητικά συμφραζόμενα: προχειρότητα, μαζικότητα κι ανωνυμία στην ταφή. Και δεν είναι μόνο οι νεκροί από τον κορωνοϊό που έχουν αυτή την τύχη. Να σας θυμίσω ότι ανάλογη αντιμετώπιση είχαν τα πρώτα θύματα του AIDS, τα οποία θάβονταν στο Hart Island, έξω από το Μπρονξ της Νέας Υόρκης, εκεί όπου θάφτηκαν τώρα και τα θύματα του Covid-19, μαζί με τους άστεγους, ανθρώπους που δεν είχαν χρήματα για την κηδεία τους, θνησιγενή βρέφη, σε ένα από τα μεγαλύτερα νεκροταφεία ομαδικών τάφων παγκοσμίως», απαντά ο αναπληρωτής καθηγητής, ο οποίος καταπιάστηκε με τη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου πολύ πριν από την τρέχουσα επιδημία, και συγκεκριμένα το 2015, εν μέσω Μνημονίων κι από μια ενδόμυχη, όπως λέει, συμπάθεια για τους απόρους και τους παρίες.

«Δεν ήταν ευχάριστη διαδικασία η συγγραφή. Βυθιζόμουν σε κάτι δυσάρεστο, το οποίο με οδηγούσε σε γεγονότα της εποχής μας, με γύριζε στην αρχαιότητα και πάλι εμπρός. Παρατηρούσα και κατανοούσα με διαφορετικό βλέμμα τους ομαδικούς τάφους στη Σρεμπρένιτσα, τον ενδεχόμενο καταποντισμό του λειψάνου του Οσάμα μπιν Λάντεν στον ωκεανό, τον προβληματισμό των γαλλικών Αρχών για το πού να ταφούν οι τρομοκράτες της 13ης Νοεμβρίου 2015 στο θέατρο Μπατακλάν του Παρισιού, τη φρίκη στην Ιρλανδία με την αποκάλυψη ομαδικού τάφου 800 βρεφών κοντά σε ίδρυμα για ανύπαντρες μητέρες που λειτουργούσε μέχρι το 1961 ή, τέλος, τις κυβερνητικές αντιδράσεις στη γείτονα Τουρκία μετά το πραξικόπημα, το καλοκαίρι του 2016, για δημιουργία νεκροταφείου προδοτών. Το βιβλίο βρισκόταν στη φάση της επιμέλειας όταν επιβλήθηκε ο εγκλεισμός και μου επισημάνθηκε από την Ελένη Κώτσου, που είχε τη γενική φροντίδα της έκδοσης, ότι δεν θα μπορούσα να μην κάνω μια αναφορά στον κορωνοϊό, οπότε έκανα μια προσθήκη επί του πιεστηρίου», λέει ο αναπληρωτής καθηγητής.

Δύσμορφοι και απείθαρχοι

Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται οι νεκροί που έχουν εντοπιστεί σε αχρηστευμένα πηγάδια (π.χ. στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας, στη Μεσσήνη και στην Ερέτρια). Εκεί κατέληγαν οι δύσμορφοι – για τους οποίους υπήρχε η πεποίθηση ότι ήταν και κακοί – αλλά και τα τερατόμορφα βρέφη, όπως κι εκείνα που πέθαιναν λίγο μετά τη γέννα ή ήταν νόθα, μαζί με σκύλους ως μέσον εξαγνισμού από την κακή επίδραση λόγω του πρόωρου θανάτου που ένιωθαν εκείνοι που τοποθετούσαν τα βρέφη στο πηγάδι.

«Δεν έχουμε στοιχεία σχετικά με το αν γίνονταν βρεφοκτονίες, αλλά δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε. Είναι ενδιαφέρον ωστόσο πως ακόμη και στα μέσα του 20ού αιώνα τα ανεπιθύμητα νεκρά παιδιά αντιμετωπίζονταν ως κουτάβια», μας λέει ο συγγραφέας.

Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στο βιβλίο για εκείνους που έχουν ταφεί με εμφανή τα σημάδια της ταπείνωσης, όπως χειροπέδες και ποδοπέδες.

Επρόκειτο ίσως για απείθαρχους δούλους όταν έχουμε μεμονωμένες ταφές ή για συλλογικά αδικήματα, όπως συνέβη με τους λεγόμενους δεσμώτες του Φαλήρου που εντοπίστηκαν στον περιβάλλοντα χώρο του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

Ειδικό ενδιαφέρον όμως υπάρχει και για τους νεκρούς που τάφηκαν ακρωτηριασμένοι ή μπρούμυτα. «Είναι πολύ ενδιαφέρον το ερώτημα για ποιο λόγο ταλαιπωρούσαν ορισμένα λείψανα. Η απάντηση είναι επειδή οι ζωντανοί φοβόντουσαν την επιστροφή των συγκεκριμένων νεκρών, είτε επειδή πέθαναν βίαια είτε επειδή πέθαναν πριν της ώρας τους, με αποτέλεσμα η ψυχή τους να μην προλάβει να αποδεσμευθεί από τα γήινα χαρακτηριστικά της και να εξελιχθούν σε μνησίκακους δαίμονες».