Πεδίο αντιπαράθεσης λαμπρό αποτελεί τις τελευταίες ημέρες η στρατηγική εμβολιασμού που πρέπει να ακολουθηθεί ενάντια στον νέο κορωνοϊό. Και αυτό διότι οι διαθέσιμες δόσεις των εμβολίων φθάνουν στις χώρες με το «σταγονόμετρο», με αποτέλεσμα να φαίνεται ότι θα αργήσει πολύ να φθάσει η πολυπόθητη στιγμή εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού τέτοιας (της τάξεως του 70%, σύμφωνα με τους ειδικούς) που θα παράσχει συλλογική ανοσία.

Χώρες όπως η Βρετανία και η Δανία αποφάσισαν να καθυστερήσουν τη χορήγηση της δεύτερης δόσης στους πολίτες ενώ στην ίδια τροχιά φαίνεται να βρίσκεται και η Γερμανία ώστε να επιτευχθεί ταχύτερα έστω και μικρότερος βαθμός ανοσίας στον πληθυσμό. Την ίδια στιγμή οι αρμόδιοι οργανισμοί σε Ευρώπη και ΗΠΑ (κοινώς ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων – ΕΜΑ – και η αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων – FDA) κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για μια τέτοια στρατηγική εμβολιασμών η οποία δεν έχει μελετηθεί ενώ και οι παρασκευάστριες εταιρείες του πρώτου εγκεκριμένου εμβολίου για τον SARS-CoV-2, Pfizer και BioNTech προειδοποίησαν ότι δεν διαθέτουν καμία ένδειξη πως το εμβόλιό τους λειτουργεί αν η ενισχυτική δόση γίνει αργότερα από ό,τι στις κλινικές δοκιμές.

Μέσα σε αυτό το «χάος» μεταξύ σωστής επιστήμης και πρακτικών δυσκολιών, τρεις νέες μελέτες που δημοσιεύονται στην επιθεώρηση «Annals of Internal Medicine» τάσσονται υπέρ της χορήγησης της μονής δόσης του εμβολίου. Στις μελέτες γίνεται η παραδοχή ότι η τακτική χορήγησης μιας δόσης είναι λιγότερο αποτελεσματική σε σχέση με το σχήμα των δύο δόσεων, αλλά υποστηρίζεται ότι συνολικά το όφελος για τον πληθυσμό θα είναι μεγαλύτερο.

Μεγαλύτερα οφέλη στην προστασία του πληθυσμού

Η πρώτη μελέτη ανήκει σε ειδικούς της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Γέιλ και βασίστηκε σε ένα ήδη δημοσιευμένο μοντέλο προγράμματος εμβολιασμού για την COVID-19 το οποίο ανέλυε το πώς αντισταθμίζεται η ταχύτητα των εμβολιασμών με την αποτελεσματικότητα. Σύμφωνα με την ανάλυση, μια στρατηγική χορήγησης δύο δόσεων των εμβολίων θα είχε βαρύ κλινικό και επιδημιολογικό κόστος σε ό,τι αφορά την ταχύτητα της απόκρισης στην εξελισσόμενη πανδημία. Οπως είδαν οι ερευνητές, η χορήγηση μιας δόσης εμβολίου με αποτελεσματικότητα της τάξεως του 55% μπορεί να προσφέρει μεγαλύτερα οφέλη στην προστασία του πληθυσμού από τον νέο κορωνοϊό σε σύγκριση με χορήγηση δύο δόσεων εμβολίου που θα εμφανίζει αποτελεσματικότητα 95%.

Η ταχύτητα «κλειδί» για τον έλεγχο της πανδημίας

Στη δεύτερη μελέτη ερευνητές του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον και του Ερευνητικού Κέντρου για τον Καρκίνο Fred Hutchinson επισημαίνουν ότι η ταχύτητα είναι ζωτικής σημασίας για τον έλεγχο της πανδημίας του νέου κορωνοϊού και παρουσιάζουν τέσσερα επιχειρήματα επάνω στα οποία στηρίζεται το σκεπτικό τους. Οπως υποστηρίζουν, ο διπλασιασμός της κάλυψης του πληθυσμού με εμβόλιο που θα χορηγείται σε μία δόση θα επιταχύνει τις προσπάθειες ελέγχου της πανδημίας σε σύγκριση με ένα πρόγραμμα χορήγησης δύο δόσεων το οποίο, όπως είναι επόμενο, θα καλύψει λιγότερα άτομα. Παρότι με τη στρατηγική της μιας δόσης εμβολίου θα υπάρχει έλλειψη πλήρους προστασίας ενάντια στον ιό σε ατομικό επίπεδο, θα επιτευχθεί μείωση του ρυθμού μετάδοσης του ιού σε βαθμό τέτοιο ώστε να σταματήσει η εξάπλωση της επιδημίας, επισημαίνουν οι ερευνητές.

Αναφέρουν επίσης ότι η παροχή προστασίας – έστω και μερικής – σε περισσότερα άτομα, είναι πιο ηθική καθώς οδηγεί σε πιο δίκαιη διανομή του σπάνιου, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, «αγαθού» που δεν είναι άλλο από το εμβόλιο. Επιπλέον υπογραμμίζουν ότι η προσέγγιση της μιας δόσης μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης πολλών παρενεργειών που συνδέονται με το εμβόλιο και οι οποίες παρουσιάζονται μετά τη χορήγηση της δεύτερης δόσης. Τέλος σημειώνουν ότι η χορήγηση ενός εμβολίου που θα είναι μόνο μερικώς αποτελεσματικό (εξαιτίας του ότι δεν θα έχουν χορηγηθεί και οι δύο δόσεις του) είναι πιθανότερο να μειώσει επικίνδυνες συμπεριφορές όπως η μη χρήση μάσκας ή μη τήρηση αποστάσεων σε σύγκριση με το αν το εμβόλιο χορηγείτο σε δύο δόσεις, οπότε ο πληθυσμός θα ένιωθε πιο «ελεύθερος» να σταματήσει την τήρηση μέτρων ατομικής προστασίας (κάτι που δεν συστήνεται από τους ειδικούς, ακόμη και μετά τη χορήγηση δύο δόσεων του εμβολίου, αφού δεν έχει αποδειχθεί ότι τα εμβολιασμένα άτομα σταματούν να είναι μεταδοτικά).

Πιο αποτελεσματική η «ευέλικτη» στρατηγική

Στην τρίτη μελέτη ερευνητές του Πανεπιστημίου Στάνφορντ ανέπτυξαν ένα αναλυτικό μοντέλο προκειμένου να εκτιμήσουν τα άμεσα οφέλη του εμβολιασμού ενάντια στην COVID-19 με βάση διαφορετικές στρατηγικές εμβολιασμού – τόσο την «κλασική» στρατηγική χορήγησης δύο δόσεων με χρονική απόσταση περίπου ενός μήνα μεταξύ τους, όσο και μια πιο «ευέλικτη» στρατηγική, σύμφωνα με την οποία κατά τις τρεις πρώτες εβδομάδες του εμβολιασμού το 10% των δόσεων φυλάσσεται για χορήγηση δεύτερης δόσης, το 90% φυλάσσεται για χορήγηση δεύτερης δόσης κατά τις επόμενες τρεις εβδομάδες, και από εκεί και πέρα το 50% των δόσεων από το σύνολο του στοκ κρατείται για χορήγηση δεύτερης δόσης.

Οι ερευνητές εκτίμησαν ότι η πιο «ελαστική» στρατηγική θα οδηγούσε σε αποφυγή 23%-29% νέων κρουσμάτων COVID-19 σε σύγκριση με την «παραδοσιακή». Με βάση τα ευρήματα οι ειδικοί του Στάνφορντ υποστηρίζουν ότι ο εμβολιασμός περισσότερων ατόμων το συντομότερο δυνατόν μπορεί να αυξήσει τα οφέλη των εμβολίων για τον πληθυσμό αλλά και να επιτρέψει , αν ακολουθηθεί η «ευέλικτη» στρατηγική, τελικώς σε περισσότερα άτομα να λάβουν δεύτερη δόση του εμβολίου εντός του ενδεδειγμένου χρονικού διαστήματος.

Τα αποτελέσματα αυτά, όπως είναι επόμενο, δεν είναι σίγουρα οριστικά, αποτελούν μόνο επιπλέον τροφή για σκέψη (και πιθανώς για περαιτέρω διαμάχη…).