Ολα άρχισαν την 1η Ιανουαρίου 1973, όταν, υπό την ηγεσία του ευρωπαϊστή Τεντ Χιθ, το Ηνωμένο Βασίλειο έγινε δεκτό, με την τρίτη απόπειρα, στους κόλπους της ευρωπαϊκής οικογένειας (οι προηγούμενες δύο ήταν ατελέσφορες λόγω του βέτο που προέβαλε ο Ντε Γκολ). Και τελείωσαν στις 31 Δεκεμβρίου 2020, όταν, υπό έναν άλλο πρωθυπουργό των Συντηρητικών, τον Μπόρις Τζόνσον, η Βρετανία έκλεισε (για πάντα;) την πόρτα στην Ενωμένη Ευρώπη. Από χθες, η Γηραιά Αλβιώνα είναι «πραγματικά ανεξάρτητη», όπως διακήρυξε περιχαρής ο Τζόνσον, ο οποίος, προτού αποφασίσει να ηγηθεί του στρατοπέδου του Leave, υποστήριζε ενθέρμως την παραμονή στην ΕΕ.

Η ιστορική εμπορική συμφωνία που συνήφθη την παραμονή των Χριστουγέννων θα διαμορφώσει τις σχέσεις των δύο πλευρών τις προσεχείς δεκαετίες, θα επηρεάσει περισσότερους από 120.000 Ελληνες που εργάζονται και σπουδάζουν στη Βρετανία ή κάνουν εμπόριο μαζί της – και όσους θελήσουν μελλοντικά να κάνουν κάτι από αυτά – και θα καθορίσει το πολιτικό και οικονομικό μέλλον του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και τη συνοχή του: το ζήτημα της ανεξαρτησίας της Σκωτίας παραμένει ορθάνοιχτο, ενώ φωνές απόσχισης από το Στέμμα ακούγονται και στη Βόρεια Ιρλανδία και την Ουαλία. Ο Μπόρις καυχιέται ότι έκλεισε μια συμφωνία που επιτρέπει στη Βρετανία να ανακτήσει την «κυριαρχία» της.

Η θριαμβολογία και ο μεγαλοϊδεατισμός περίσσευαν στις πρωθυπουργικές ανακοινώσεις. Ωστόσο, το Λονδίνο έκανε σημαντικές παραχωρήσεις. Η κυριαρχία που επικαλείται ο Τζόνσον είναι μεν υπαρκτή, αλλά ψαλιδισμένη. Από την άλλη πλευρά, οι Brexiteers έφεραν εις πέρας αυτό που είχαν υποσχεθεί και η επίτευξη συμφωνίας απέτρεψε τα χειρότερα: χάος στα σημεία εισόδου, προβλήματα στις πτήσεις, ελλείψεις σε τρόφιμα, μεγάλες αυξήσεις στις τιμές προϊόντων και πολλά άλλα που θα συνέβαιναν, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, σε περίπτωση no deal.

«Ολες οι υποσχέσεις που δόθηκαν στους βρετανούς πολίτες πριν από το δημοψήφισμα του 2016, αλλά και στις εκλογές του 2019, εκπληρώνονται με αυτή τη συμφωνία. Ανακτήσαμε τον έλεγχο των χρημάτων, των συνόρων, των νόμων, του εμπορίου και των υδάτων μας» δήλωσε στα «ΝΕΑ» αξιωματούχος της Ντάουνινγκ Στριτ. Το βρετανικό κοινοβούλιο δεν δεσμεύεται πλέον από τους νόμους της ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία στη χώρα (με την εξαίρεση της Βόρειας Ιρλανδίας, η οποία παραμένει ευθυγραμμισμένη με την τελωνειακή ένωση και την ενιαία αγορά) και η Βρετανία δεν είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς. Η συμφωνία, όμως, δεσμεύει αμφότερους τους συμβαλλομένους να ακολουθούν κοινά πρότυπα σε ζητήματα όπως η αγορά εργασίας, οι κρατικές επιχορηγήσεις και οι περιβαλλοντικοί κανονισμοί, προκειμένου να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού. Αν δεν το κάνουν, θα τους επιβληθούν κυρώσεις – δηλαδή δασμοί.

Θα ωφελήσει ή θα βλάψει τη Βρετανία το Brexit; «Η αποτίμηση της συμφωνίας είναι δύσκολη εξίσωση, δεδομένης της αβεβαιότητας για το τι επιδιώκει η κυβέρνηση των Συντηρητικών. Δεν είναι το καλύτερο Brexit για την ΕΕ, ούτε η στενή σχέση που επιθυμούσαν οι Remainers, αλλά ούτε και το Brexit που θα ήθελαν οι παραδοσιακοί οπαδοί της ελεύθερης αγοράς» τόνισε στα «ΝΕΑ» ελληνική διπλωματική πηγή. Και διερωτήθηκε: «Θα μπορέσει η χώρα να υλοποιήσει την ιδέα της ευέλικτης, παγκόσμιας Βρετανίας και να αποκομίσει οικονομικά οφέλη έχοντας το δικό της ρυθμιστικό πλαίσιο; Αυτή είναι η πρόκληση που αντιμετωπίζει».

«Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι θεωρούν την ΕΕ πρωτίστως πολιτική ένωση και δευτερευόντως οικονομική. Για πολλούς Βρετανούς, ίσχυε πάντα το αντίθετο. Ακόμη και όταν το οικονομικό κόστος είναι μεγαλύτερο από τα οφέλη, όπως φαίνεται ότι συνέβη στην περίπτωση της Ελλάδας, το βάρος που δίνεται στην πολιτική διάσταση καθορίζει την τελική απόφαση για παραμονή στην ΕΕ. Για τη Βρετανία, η οικονομική διάσταση ήταν αρνητική εδώ και πολύ καιρό» είπε στα «ΝΕΑ» ο Κεντ Μάθιους, καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ.

Οπως εκτιμά, «βραχυπρόθεσμα, θα υπάρξει οικονομικό κόστος από το Brexit. Tα μακροπρόθεσμα οφέλη θα εξαρτηθούν από το πώς θα αντιδράσει η κυβέρνηση». Ο Ντέιβιντ Πάτον, καθηγητής Βιομηχανικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ, θεωρεί ότι «η απόφαση του βρετανικού λαού να αποχωρήσει από την ΕΕ είχε να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας και την αίσθηση ότι στην ΕΕ υπάρχει έλλειμμα δημοκρατικής λογοδοσίας».

Τελικά, το Brexit θα είναι καλό ή κακό; τον ρωτάω. «Υπάρχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Το να είσαι μέλος μιας τελωνειακής ένωσης καθιστά το εμπόριο εντός του μπλοκ ευκολότερο, αλλά οι υψηλοί εξωτερικοί δασμοί μπορούν να κάνουν το εμπόριο με άλλες χώρες πιο δύσκολο. Η αποχώρηση από την ΕΕ θα έχει κόστος, αλλά και ευκαιρίες. Ολα θα εξαρτηθούν από το πόσο αποτελεσματικά θα ανταποκριθεί η πολιτική τάξη στη νέα κανονιστική ελευθερία. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα το κάνει, αλλά τουλάχιστον μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα υπάρξει περισσότερος έλεγχος των πολιτικών αποφάσεων. Η μεγαλύτερη λογοδοσία των πολιτικών στη Βρετανία, οι οποίοι δεν θα είναι πλέον σε θέση να κατηγορούν τους γραφειοκράτες της ΕΕ, ίσως αποδειχθεί το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του Brexit».