Ο Γιώργος είναι πνευμονολόγος, 55 ετών και ζει με τη σύζυγό του στη Λάρισα. Οπως οι περισσότεροι, με αγωνία παρακολουθούσε όλο αυτό το διάστημα κι εκείνος τα ημερήσια στοιχεία από την επίσημη ενημέρωση για τον κορωνοϊό που έφερναν τη γενέτειρά του στο «κόκκινο». Οι ειδήσεις εστίαζαν στον τιτάνιο αγώνα των γιατρών του ΕΣΥ στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας και στο Πανεπιστημιακό Γ.Ν. Λάρισας να ανταπεξέλθουν στις δύσκολες συνθήκες που διαμόρφωνε η επιθετική έξαρση των κρουσμάτων και η συνεπακόλουθη ανάγκη για νοσηλεία.

Ο ίδιος, συνομιλώντας καθημερινά με τους γιατρούς, γνώριζε από πρώτο χέρι την οριακή κατάσταση. Τις γεμάτες ΜΕΘ, την καθημερινή αύξηση του αριθμού υγειονομικών που βρίσκονταν θετικοί στον κορωνοϊό με αποτέλεσμα να τίθενται εκτός μάχης – στο Πανεπιστημιακό ήδη ξεπερνούσαν τους 100 – αλλά και τις απώλειες υγειονομικού προσωπικού από την πρώτη γραμμή λόγω αδειών ειδικού σκοπού, με τα σχολεία κλειστά, καθώς αρκετοί έπρεπε να ανταποκριθούν και στα γονεϊκά τους καθήκοντα.

Χωρίς δεύτερη σκέψη, την Τρίτη 24 Νοεμβρίου αποφάσισε να ριχτεί κι εκείνος στη μάχη, δηλώνοντας επίσημα εθελοντής στο ΕΣΥ, για να διαπιστώσει δύο μέρες μετά ότι δεν είναι κάτι τόσο απλό: Υπήρχε ένα νομικό κώλυμα για το οποίο ο διοικητής της 5ης ΥΠΕ τον διαβεβαίωσε ότι η πολιτεία θα φρόντιζε άμεσα να ξεπεραστεί. «Πιο πολύ εξοργίστηκα. Ενιωσα αγανάκτηση, για ένα ζήτημα που μπορούσε να λυθεί άμεσα, σε μια τόσο δύσκολη ώρα για τους συναδέλφους στα νοσοκομεία και για τον κόσμο», εξηγεί.

Χρειάζεται θέληση και πολιτική βούληση

Ο Ανδρέας, νεφρολόγος, 57 ετών, ζει στο Ναύπλιο, μια περιοχή που δεν πιέζεται όσο άλλες από την πανδημία. Παρ’ όλα αυτά, πριν από δύο εβδομάδες ένιωσε την ανάγκη να θέσει τον εαυτό του στη διάθεση του υπουργείου Υγείας, ζητώντας να συνεισφέρει, κατά προτεραιότητα, στις ανάγκες που υπάρχουν στο δημόσιο σύστημα υγείας στον νομό του, το Αργος. «Στην αρχή πίστευα ότι ήταν κάτι απλό», λέει στα «ΝΕΑ» και αναφέρει πως λίγες μέρες μετά έμαθε ότι υπάρχει ένα γραφειοκρατικό εμπόδιο που δεν επιτρέπει την άμεση ένταξή του στο δυναμικό του Γενικού Νοσοκομείου Αργους, που δήλωσε εθελοντής. «Από τη μια μεριά, κάνεις μια εθελοντική προσφορά και από την άλλη, σου λένε ότι δεν δικαιούσαι να πας», περιγράφει. Χθες του ζητήθηκε από την 6η ΥΠΕ να προσκομίσει ένα ακόμα χαρτί, αυτό της ειδικότητητας, οπότε θα πάρει ακόμα μια ημέρα αναβολή η εθελοντική του διάθεση. «Πιστεύω ότι όλα μπορούμε να τα ξεμπλοκάρουμε αρκεί να υπάρχει θέληση και πολιτική βούληση», προσθέτει ο ίδιος.

Και οι δύο ενημερώθηκαν από τους αρμόδιους πως το εμπόδιο τελικά ξεπεράστηκε και ότι πλέον μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο ΕΣΥ -με μια καθυστέρηση 15 ημερών βέβαια – όταν είναι γνωστό ότι κάθε λεπτό χαμένο στο σύστημα υγείας μπορεί να κοστίσει σε ανθρώπινες ζωές. Η εθελοντική τους διάθεση σκόνταψε στο γραφειοκρατικό ζήτημα της κάλυψης για αστική ευθύνη η οποία δεν προβλεπόταν νομικά για εθελοντές που εντάσσονται στο δυναμικό μονάδων υγείας του Δημοσίου.

Ετσι, από σήμερα στις 8 το πρωί, ο Γιώργος, που στο επώνυμο λέγεται Λαμπρούλης και είναι βουλευτής ΚΚΕ και ΣΤ’ αντιπρόεδρος της Βουλής, ο πρώτος μάλιστα που δήλωσε εθελοντής από τους 300, και ο Ανδρέας Πουλάς, βουλευτής ΚΙΝΑΛ και τομεάρχης Υγείας του κόμματος, ως πρώην ιατροί του ΕΣΥ, και οι δύο ξεκινούν την εθελοντική τους προσφορά στα νοσοκομεία που εργάζονταν πριν εκλεγούν βουλευτές, ο πρώτος έως το 2012 και ο δεύτερος έως το 2019. «Η ιατρική είναι κάτι χειροπιαστό, δίνεις μια θεραπεία στον συνάνθρωπό σου, βλέπεις το αποτέλεσμα. Το θέμα είναι να είμαστε χρήσιμοι. Στη Βουλή κάποιες στιγμές απογοητεύομαι», αναφέρει μιλώντας περί αποτελεσματικότητας ο Ανδρέας Πουλάς, ο οποίος θα επιστρέψει στη Μονάδα Τεχνητού Νεφρού του Γ.Ν. Αργους, αυτή τη φορά όχι ως διευθυντής αλλά ως εθελοντής στη διάθεση του νέου διευθυντή.

Οι ιστορίες και των δύο έγιναν γνωστές επειδή είναι βουλευτές και ίσως για τον ίδιο λόγο κατατροπώθηκε – σχετικά σύντομα – το τέρας της γραφειοκρατίας, το πιο διαχρονικό και ανθεκτικό στοιχείο του νεοελληνικού κράτους με ρίζες γερές στο DNA του.

Ολοι σηκώνουν τα χέρια ψηλά

Στις περισσότερες από αυτές τις ιστορίες νεοελληνικής τρέλας, όμως, νικητής βγαίνει το τέρας. Εχει κερδίσει κατά καιρούς όποιον προσπάθησε να τα βάλει μαζί του, όσο πλούσιος και ισχυρός κι αν ήταν. Πρωθυπουργοί, μεταρρυθμιστικές προσπάθειες κυβερνήσεων, επιχειρηματίες κολοσσοί, όλοι μπροστά του έχουν σηκώσει τα χέρια ψηλά. Και φυσικά, τον έλληνα πολίτη που τον ταλαιπωρεί δεκαετίες από την πιο απλή μέχρι την πιο περίπλοκη επαφή του με το Δημόσιο. Και τώρα, με αφορμή την πανδημία, στα βράχια της γραφειοκρατίας τσακίζονται εκατοντάδες εθελοντές. Δεκάδες γιατροί που δήλωσαν εξ αρχής παρών στο κάλεσμα του υπουργείου Υγείας, βλέποντας ότι τόσες εβδομάδες μετά μένουν αναξιοποίητοι αποθαρρύνονται, ενώ κάποιοι εθελοντές εκμεταλλεύονται τελικά το νομοθετικό πλαίσιο της εξάμηνης σύμβασης με αμοιβή 2.000 ευρώ, για να υπερπηδήσουν τα εμπόδια που η ίδια η… μάνα πατρίδα βάζει στα παιδιά της. Και αυτό το τελευταίο, θα μπορούσε από μόνο του να σταθεί ως ένα θαυμάσιο case study για το τι να μην κάνεις αν θες να ενθαρρύνεις τον εθελοντισμό: Μην το κάνεις όπως η Ελλάδα.