Χθες εκτός απροόπτου έγινε η εκδήλωση του ΚΚΕ στη Μακρόνησο για τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου που φιλοτέχνησε ο γλύπτης και καθηγητής της ΑΣΚΤ Μάρκος Γεωργιλάκης. Στην εκδήλωση θα μιλήσει ο Δημήτρης Κουτσούμπας ενώ θα γίνει και συναυλία με τα έργα του Θάνου Μικρούτσικου «Καντάτα για τη Μακρόνησο» σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου και «Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόβσκη».

Οπως σημειώνει η ΚΕ του ΚΚΕ με το Μνημείο «τιμά τον άφθαστο ηρωισμό των αγωνιστών απέναντι στην επιστημονικά οργανωμένη κρατική βία, που ξεπέρασε κάθε φαντασία σε μεθόδους και μέσα βασανισμού για την εξόντωση των κρατούμενων αγωνιστών – στην πλειοψηφία τους κομμουνιστών – ηθικά και σωματικά. Τιμά την άρνηση των εξόριστων να αποκηρύξουν το ΚΚΕ, τις ιδέες τους, με βαρύ τίμημα εκατοντάδες νεκρούς και βαριές συνέπειες στην υγεία τους και τη σωματική τους ακεραιότητα».

Τα τελευταία χρόνια, όψεις του Εμφυλίου, αλλά και του μεταπολεμικού ελληνικού κόσμου, επανέρχονται στη σύγχρονη πολιτική σκηνή και σχεδόν επικαθορίζουν ακόμη και πολιτικές συμπεριφορές. Για να μην παρεξηγηθούμε: το ΚΚΕ με συνέπεια επεξεργάζεται – και κάτω απ’ τη δική του οπτική – ιστορικά γεγονότα. Προχωρεί στις δικές του «αναθεωρήσεις», ξαναδιαβάζει ολόκληρες περιόδους, παραδίδει συλλογικά κείμενα, ενίοτε κάνει αυτοκριτική, στέκεται με αυστηρότητα απέναντι και στον δικό του πρότερο εαυτό. Συχνά παρεξηγείται για την προσήλωσή του στη μία όχθη των γεγονότων. Ακόμη κι όταν αποκαθιστά τον Νίκο Ζαχαριάδη ή μερικώς τον Αρη Βελουχιώτη.

Εσχάτως βλέπει σε βάθος την Ιστορία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, επιμένει όμως και σε μια υπόμνηση του μαρτυρολογίου των μελών του αλλά και του λαϊκού κινήματος από άλλες περιόδους. Σε αυτό εντάσσεται και η αυριανή τελετουργία στη Μακρόνησο. Για το ΚΚΕ, ο κυρίαρχος λόγος σήμερα επιχειρεί μια συνολική αντιδραστική αναθεώρηση των γεγονότων. Αναβιώνει μια εθνικόφρονα χροιά. Αποσιωπά θυσίες και αγώνες. Αυτά στον Περισσό. Οι ιστορικές ανησυχίες από τις δραματικές μέρες της Μακρονήσου, ή της Κατοχής, ή του Εμφυλίου διαπερνούν κι άλλες πολιτικές δυνάμεις.

Επιστροφή στο 1949

Είναι σχεδόν όλο και πιο πυκνό δε, πως η Ιστορία, δεν αποσπάται από την πολιτική επικαιρότητα. Εντάσσεται σε αυτήν, εργαλειοποιείται εκατέρωθεν. Επανέρχεται ως λόγος στη Βουλή ή ως δημόσιος λόγος στα θορυβώδη κοινωνικά δίκτυα. Πιο πρόσφατα παραδείγματα, το κάμπινγκ της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ στον Γράμμο. Οι αντιδράσεις που πυροδότησε. Αλλά και η αρθρογραφία από την άλλη για το τέλος του Εμφυλίου, για «την τύχη που είχαμε να νικήσει ο ελεύθερος κόσμος έναντι του ολοκληρωτισμού». Ακόμη και η τελικώς και ευτυχώς ματαιωθείσα συμμετοχή – με απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη – του υφυπουργού Εθνικής Αμυνας Αλκιβιάδη Στεφανή σε γιορτές μίσους κατά των «συμμοριτών», σήκωσε αντιδράσεις κομμάτων και προσώπων. Τελικά το 1949 είναι εδώ πιο ζωντανό από ποτέ; Τι έφερε αυτή την αναζωπύρωση του εμφυλιοπολεμικού λόγου, και μάλιστα συχνά με την οξύτητα άλλων εποχών; Θα έλεγε κανείς πως επειδή ακριβώς η ιστορική επιστήμη στην Ελλάδα έχει προχωρήσει πολύ, έχει καταδυθεί σε άγνωστες πλευρές της συλλογικής περιπέτειας, έχει ξαναδεί με τόλμη γεγονότα, θα ήταν πιο ώριμη και η ενασχόληση των πολιτικών με αυτά. Κι όμως. Το αντίθετο συμβαίνει. Το νέο και θορυβώδες καφενείο των κοινωνικών δικτύων συνετέλεσε σε μια αναβίωση του εμφυλιοπολεμικού λόγου με Μελιγαλάδες και Γράμμους. Κι ας ακούγεται όλο και πιο σοφή και πια ουτοπική μια παλιά ρήση του ιστορικού στελέχους της 3ης Σεπτέμβρη Μιχάλη Χαραλαμπίδη: «Ας κατέβουμε όλοι πια απ’ το Βίτσι και από τον Γράμμο».

Θα περίμενε δε κανείς πως μετά τη μνημονιακή συναίνεση και το τέλος του ριζοσπαστικού λόγου του 2010- 2015 τα πράγματα θα αμβλύνονταν. Μια (αριστερή) άποψη λέει πως η σημερινή κυβέρνηση με τις πρακτικές της σε επίπεδο καταστολής και γενικής πολιτικής ζωηρεύει έναν νέο δεξιό λόγο και τα παράγωγά του. Βουλευτές της (π.χ. Μπογδάνος) συχνά μιλούν με πούρα ρητορική, γράφουν και δημοσιολογούν. Εδώ, κρατήστε πως υπάρχει μια άποψη πως για χρόνια η Αριστερά είχε την ιδεολογική ηγεμονία στη χώρα – παρά την πολιτική και στρατιωτική ήττα του ’49. Και πως οι συντηρητικοί φορείς θα πρέπει να βγουν πιο απενοχοποιημένα υπερασπιζόμενοι τις ιδέες τους. Οχι, όλο αυτό δεν έχει σχέση πια με την πολύτιμη συμβολή μιας «Ορθοκωστάς» ή μιας «Καθόδου των Εννιά» του Θανάση Βαλτινού που ανέδειξαν μιαν άλλη όψη του Εμφυλίου – λαϊκά παιδιά στελέχωναν και τον κυβερνητικό στρατό εξάλλου στον Εμφύλιο. «Συχνά τα δύο άκρα φαίνεται να αλληλοτροφοδοτούνται» λέει πεπειραμένος ιστορικός σήμερα, διαβάζοντας κυρίως τα κοινωνικά δίκτυα. Και ο νέος συντηρητικός λόγος στην προσπάθειά του να μιλήσει απενοχοποιημένα, ασπάζεται μέρος του εθνικόφρονος. Και ο νέος ριζοσπαστικός, συχνά, διατηρεί το άρωμα ενός «τρίτου γύρου» και μιας κόκκινης ρεβάνς που κάποια στιγμή θα έλθει.

Εμφυλιοπολεμικές ρητορικές

Μια πιο κεντρώα άποψη θέλει τα απόνερα του αντιμνημονιακού λόγου αλλά και έναν συνεχιζόμενο θολό ριζοσπαστισμό να επαναφέρει εμφυλιοπολεμικές ρητορικές από την άλλη. Θυμίζουν ας πούμε πως μια συχνή κατηγορία του δικομματισμού στις πάλαι πλατείες του Συντάγματος ήταν το «γερμανοτσολιάδες» – όσο κι αν το εν λόγω σύνθημα δεν ήταν το κυρίαρχο σύμφωνα με τις πιο φίλιες δυνάμεις των Αγανακτισμένων. Εγκαλούν τη Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ που έκανε κάμπινγκ στον Γράμμο. Οι νέοι της Κουμουνδούρου από την άλλη απαντούν πως απλώς έκαναν ιστορική περιήγηση στο Πάρκο Συμφιλίωσης.

Από τον Γράμμο μάλλον δεν κατεβήκαμε, για να επανέλθουμε στον Μ. Χαραλαμπίδη. Το θέμα επίσης είναι πως κλιμακούμενα στον δημόσιο λόγο ο Εμφύλιος είναι ζωντανός και μεταβάλλει συχνά την οξύτητα των επιχειρημάτων. Το δε δημοκρατικό Κέντρο, συρρικνωμένο σήμερα, δεν επιτελεί την παλιά του λειτουργία να ρευστοποιεί τα άκρα. Εχει σχεδόν σπάσει η αυτοτέλειά του, έχει εκχωρηθεί μέρος του στους δύο βασικούς πόλους του πολιτικού συστήματος. Το απόλυτα αντιφατικό είναι, όπως προείπαμε, πως η Ιστορία στην Ελλάδα έχει κάνει πολύ καλά βήματα, έχει αναμετρηθεί με τις πιο σκοτεινές όψεις της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ο διάλογος που κάποτε σχεδόν ξεκίνησε από τούτην την εφημερίδα («Βιβλιοδρόμιο») συνεχίζεται με πλούσια βιβλιογραφία και νέα πεδία. Κι όμως δίπλα, χίτες και συμμορίτες μαλώνουν στα κοινωνικά δίκτυα. Και μέρος της σύγκρουσης περνάει στον νέο δημόσιο και πολιτικό λόγο.