Σε ένα αγώνα δρόμου θα επιδοθούν τον Αύγουστο οι Έλληνες ξενοδόχοι προκειμένου να να σώσουν ό,τι μπορούν από τη φετινή τουριστική περίοδο.

Η αγωνία της τουριστικής αγοράς έχει χτυπήσει «κόκκινο» για το πώς θα εξελιχθούν οι κρατήσεις τον Αύγουστο καθώς μέχρι τα τέλη Ιουλίου η εικόνα δεν ήταν ικανοποιητική.

Είναι γεγονός ότι η παρακολούθηση των κρουσμάτων κοροναϊού προβληματίζει τόσο την κυβέρνηση όσο και τους ειδικούς οι οποίοι συνεχώς κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την έξαρση της πανδημίας.

Οι ξενοδόχοι στρέφουν τις ελπίδες στις κρατήσεις της τελευταίας στιγμής και στον εσωτερικό τουρισμό, η δυναμική του οποίου φαίνεται συχνά τον Αύγουστο.

Οι ξενοδόχοι υπολόγιζαν ότι τα τουριστικά έσοδα θα φτάσουν τα 4 με 5 δισ. ευρώ. Πλέον βέβαια οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 3,5 δισ. ευρώ κι αυτό στο ευμενές σενάριο το οποίο δεν περιλαμβάνει περαιτέρω αύξηση των κρουσμάτων και κατ’ επέκταση των μέτρων. Οι ξενοδόχοι ποντάρουν στις κρατήσεις της τελευταίας στιγμής.

Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, η πληρότητα φτάνει στο 25% για τα Δωδεκάνησα, τη Χαλκιδική και τις Σποράδες ενώ γύρω στο 30% κινείται στην περίπτωση της Κρήτης και των Ιονίων Νήσων. Σε λίγο υψηλότερα επίπεδα κινείται στην περίπτωση της Πελοποννήσου και σε άλλους ηπειρωτικούς προορισμούς.

Σε οριακά υψηλότερα επίπεδα δείχνει να κινείται μέχρι στιγμής και η πληρότητα για τον μήνα Αύγουστο παρά τις νέες αγορές που έχουν ανοίξει, όπως η Βρετανία και η Σουηδία και την σταδιακή, αν και μικρή, αύξηση της συχνότητας των αεροπορικών συνδέσεων.

Επόμενος στόχος, εφόσον το επιτρέψουν οι υγειονομικές συνθήκες, είναι να επεκταθεί όσο γίνεται περισσότερο η τουριστικής περίοδος. Για την αγορά επιτυχία θα είναι το να ακολουθηθεί ένα μοντέλο τουρισμού 12 μηνών.

Ήδη η σεζόν είχε επεκταθεί σημαντικά την προηγούμενη χρονιά, διαρκώντας από τον Μάρτιο μέχρι και τα μέσα Νοεμβρίου σε πολλές περιπτώσεις, ενώ και η επισκεψιμότητα της Αθήνας ήταν ανοδική. Θεωρείται από το υπουργείο Τουρισμού πως με τις κατάλληλες ενέργειες προώθησης και προβολής η δυναμική αυτή θα μπορούσε να επιστρέψει.

Βλατάκης: Έχει ανοίξει περίπου το 60% των ξενοδοχείων στην Κρήτη

Ο Πρόεδρος Τουριστικών & Ταξιδιωτικών Πρακτόρων Κρήτης, Μιχάλης Βλατάκη, μίλησε στο «MEGA Σαββατοκύριακο», για τις περιοχές με την υψηλότερη ζήτηση αλλά και τα διαθέσιμα εισιτήρια.

Σύμφωνα με τον κ. Βλατάκη το 65% πληρότητα έχει δυσκολέψει την εύρεση εισιτηρίων, αλλά «αν θέλει κανείς βρίσκει».

«Όλα τα ΣΚ του Αυγούστου από Αθήνα για Κρήτη υπάρχει κάποιο πρόβλημα και την Κυριακή, από Πειραιά για Κρήτη, όμως τις καθημερινές υπάρχει δυνατότητα ακτοπλοϊκώς».

Ανέφερε μάλιστα ότι υπάρχει και μια νέα πρόταση, ένα νέο πλοίο, στο Ρέθυμνο που έχει διαθεσιμότητα.Ο νομός του Ηρακλείου είναι η περιοχή με τη μεγαλύτερη ζήτηση, σύμφωνα με τον κ. Βλατάκη. «Υπάρχει διαθεσιμότητα στα Χανιά και το Λασίθι», ανέφερε. «Ο φετινός στόχος είναι 30% φέτος, και έως τώρα είμαστε καλά. Επιδημικά είμαστε και καλά εδώ στην Κρήτη χωρίς να σταματάμε να προσέχουμε».

Ερωτηθείς για τις τιμές που βρίσκει κανείς στο νησί, ο κ. Βλατάκης τόνισε πως: «Η αγορά αυτορυθμίζεται, ανάλογα με τη ζήτηση είναι και οι τιμές.

Οι ξενοδόχοι κρατούν τις τιμές του 2019, με μείωση ως 20% γιατί αν μειωθούν πολύ οι τιμές η επιστροφή θα αργήσει να γίνει. Επιπλέον, έχουν ανοίξει το 60% των ξενοδοχείων στο νησί».

Τι θα γίνει με την κρουαζιέρα

Η κρουαζιέρα αποτελεί επίσης ένα μεγάλο στοίχημα για τον τουριστικό κλάδο.

Έτσι, οι κρουαζιέρες άνοιξαν και επίσημα την 1η Αυγούστου και πλέον θα επιτρέπεται στα κρουαζιερόπλοια να επισκέπτονται 6 λιμάνια όταν μπαίνουν στη χώρα, και συγκεκριμένα πρόκειται για τους λιμένες Πειραιά, Ρόδου, Ηρακλείου, Βόλου, Κέρκυρας και Κατάκολου.

Μετά από τον πρώτο ελλιμενισμό τους τα κρουαζιερόπλοια θα έχουν τη δυνατότητα να προσεγγίσουν οποιοδήποτε άλλο ελληνικό λιμάνι συμπεριλαμβάνεται στο δρομολόγιό τους.

Όπως ανέφερε ο υπουργός Τουρισμού Χάρης Θεοχάρης σε ενημερωτική επιστολή του προς τη Διεθνή Ένωση Κρουαζιέρας (CLIA) και τις τρεις μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου οι οποίες δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα (MSC Cruises, Costa, TUI Cruises), το καθεστώς αυτό θα αλλάξει μόνο σε περίπτωση που υπάρξουν νέες επιδημιολογικές συνθήκες.