Το πρώτο μουσείο μπικίνι στον κόσμο είναι γεγονός. Τα εγκαίνιά του στη γερμανική λουτρόπολη Μπαντ – Ραπενάου έγιναν στις 5 Ιουλίου, Παγκόσμια Ημέρα Μπικίνι (ναι, προφανώς, υπάρχει και τέτοια).

Μάλιστα η πλήρης ονομασία του ως Μουσείου Τέχνης Μπικίνι δηλώνει ότι φιλοδοξεί να είναι το πρώτο παγκόσμιο μουσείο αφιερωμένο στην κουλτούρα της θάλασσας έτσι όπως εμφανίστηκε σε αυτό το θέρετρο του 19ου αιώνα.

Στο νέο αυτό μουσείο περισσότερα από 400 μπικίνι θα παρουσιάζονται ως εκθέματα προβάλλοντας μια ιστορία που αφορά κοινωνικούς ανασχηματισμούς, οικονομικές διαφοροποιήσεις, πολιτιστικά φαινόμενα από το 1870 έως σήμερα. Ανάμεσα σε αυτά τα κεφάλαια της ιστορίας της ποπ κουλτούρας συμπεριλαμβάνονται τα μπικίνι που φορούσαν κάποτε η Μέριλιν Μονρόε, η Σκάρλετ Τζοχάνσον, η Εύα Γκριν, η Εστερ Γουίλιαμς αλλά και η Τζόαν Κόλινς.

Από το συγκεκριμένο μουσείο δεν θα μπορούσε να απουσιάζει η επινόηση του γάλλου μηχανικού αυτοκινήτων Λουί Ρεάρ, πατέρα του μπικίνι. Τα μοντέλα της εποχής αρνήθηκαν να το φορέσουν για να το παρουσιάσουν. Γι’ αυτό και ο Ρεάρ προσέλαβε μια γυμνή χορεύτρια από τα περίφημα Casinos de Paris για να το εμφανίσει στην επίσημη βραδιά που έγινε στην Πισίνα Ντελινί, χώρο της μόδας για εκείνη την εποχή. Και τα 12 πρωτότυπα σχέδια μπικίνι του Ρεάρ, τα οποία παρουσίασε το 1946, στο εξής θα εκτίθενται στις αίθουσες του Μπαντ – Ραπενάου.

ΔΟΚΙΜΗ ΒΟΜΒΑΣ

Αλλά ας γυρίσουμε στην αρχή των γεγονότων – ή, όπως λένε, στην ετυμολογία τους, που μπορεί να δηλώνει πολλά. Ειρηνικός Ωκεανός, κοραλλιογενής Ατόλη Μπικίνι, Ιούλιος 1946: την επομένη του πολέμου και της ρίψης ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, την επομένη του περίφημου λόγου του Τσόρτσιλ για το «Σιδηρούν παραπέτασμα», σε ένα κλίμα τεταμένο και φορτωμένο με ψυχροπολεμικούς φόβους, οι Αμερικανοί δοκίμαζαν μια καινούργια ατομική βόμβα. Οταν ο γάλλος μηχανικός αυτοκινήτων Λουί Ρεάρ στις 5 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς δημιούργησε τα δύο κομμάτια μαγιό και τα ονόμασε μπικίνι είχε στη σκέψη του να προκαλέσει αίσθηση. Το μπικίνι του θεωρήθηκε μια ατομική έκρηξη πρωτότυπης τόλμης που προκάλεσε ενθουσιασμό και αγανάκτηση. Στην αρχή το συναντούσαμε περισσότερο στις φωτογραφίες των ηθοποιών και των στάρλετ, παρά στις παραλίες. Ηταν δύσκολο να γίνει δεκτό γιατί εθεωρείτο ακόμη μία άσεμνη μόδα, που έφερνε το κοστούμι του μπάνιου στο επίπεδο των εσωρούχων, αποκαλύπτοντας στα μάτια όλου του κόσμου το μυστικό του στηθόδεσμου και του σλιπ.

Το μπικίνι, «το πιο μικροσκοπικό ένδυμα στον κόσμο», αφορίστηκε από το Βατικανό, απαγορεύτηκε στις παραλίες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, κυνηγήθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις, εξοστρακίστηκε από τους διαγωνισμούς ομορφιάς στις ΗΠΑ, ενώ το «Vogue» το αποκήρυξε: «Οι αναγνώστες μας αποστρέφονται το μπικίνι, που μετατρέπει ορισμένες παραλίες σε καμαρίνια καμπαρέ και δεν κολακεύει τις γυναίκες που το φορούν». Και αυτοί ακόμα οι Γάλλοι δίσταζαν να το αποδεχτούν. Επρεπε να δουν την Μπριζίτ Μπαρντό το 1950 να φοράει το μπικίνι της στην ταινία «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα» για να το αποφασίσουν. Από τότε, έγινε το πιο καυτό είδος τόσο στο Σεν Τροπέ όσο και στην Ιταλική Ριβιέρα.

ΡΙΝ UP GIRLS

Ηθοποιοί όπως οι Ούρσουλα Αντρες, Ρίτα Χέιγουορθ, Μέριλιν Μονρόε φόρεσαν πρώτες το τολμηρό ένδυμα παραλίας και το 1957 η Τζέιν Μάνσφιλντ έγινε εξώφυλλο φορώντας μπικίνι στο ευρείας κυκλοφορίας περιοδικό «Life Magazine». Ωστόσο την ίδια χρονιά, το ανδρικό περιοδικό «Sports Illustrated» έγραφε ότι «ποτέ ένα τίμιο κορίτσι δεν θα φορέσει αυτό το πράγμα».

Το καλοκαίρι του 1946, το μπικίνι ενεγράφη δυναμικά σε αυτό που αποκαλούμε «ποπ κουλτούρα». Ηταν η περίοδος την οποία ο Ζαν Φουραστιέ ονόμασε «Ενδοξη Τριακονταετία», οπότε οι άνθρωποι είχαν την πεποίθηση, ή την αυταπάτη, ότι θα διαρκέσει για πάντα. Επρόκειτο για το ξεκίνημα μιας εποχής ευφορίας, ύστερα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε η «καταναλωτική επανάσταση» μπήκε και στην Ευρώπη ύστερα από τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Ερικ Χόπσμπαουμ, αυτή η «χρυσή εποχή» «δεν είχε ανάγκη τους ανθρώπους ως παραγωγούς, παρά μόνο ως καταναλωτές», ενώ το κράτος πρόνοιας μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60 είναι πραγματικότητα. Γι’ αυτό και ο κόσμος κατασκευάζει κατοικίες, επενδύει στις διακοπές – απελευθερώνοντας σημαντικό μέρος του χρόνου από την εργασία. Ο ελεύθερος χρόνος, ένας κοινωνικός χρόνος, έρχεται στο προσκήνιο ως αντικειμενικό γεγονός για την πλειονότητα των εργαζομένων στις ανεπτυγμένες χώρες, που βγαίνουν τα Σαββατοκύριακα, ανακαλύπτουν μαζικά τη θάλασσα, την άμμο, τον ήλιο, το σεξ στις παραλίες της Μεσογείου, αλλά και σε εξωτικές παραλίες.

«PLAYBOY» ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΗΣ

Ιδανική στιγμή λοιπόν για βουτιά στη συνθήκη του νεοανακαλυφθέντος ηδονισμού. Και το τραγούδι «Beetsie Teenie Weenie Polka Yellow Dot Bikini» του Μπράιαν Χάλαντ από την ταινία «One, Two, Three» έφτασε το 1960 στο νούμερο 1 του καταλόγου επιτυχιών στην Αμερική, με τη φωνή της Ανέτ Φουνιτσέλο. Δύο χρόνια αργότερα, το 1962, το μπικίνι έγινε εξώφυλλο στο «Playboy». Και στην ελληνική επικράτεια η αστυνομική λογοτεχνία του Γιάννη Μαρή καταγράφει τα νέα φαινόμενα που απολαμβάνει η ελίτ της νεωτερικότητας. Το 1958 η Μαργαρίτα Δενδρινού, ηρωίδα του Μαρή στο «Αύριο και για πάντα», «ήταν σχεδόν γυμνή μέσα στο μπικίνι της. Ηταν πολύ σίγουρη για το άψογο σώμα της κι έτσι το έδειχνε όσο μπορούσε περισσότερο…».

Μέχρι το 1850 η σκέψη να κολυμπήσει κανείς στη θάλασσα ή στον ωκεανό φαινόταν στους περισσότερους Ευρωπαίους γελοία έως επικίνδυνη. Ολα άλλαξαν σε σχέση με τα θαλάσσια λουτρά όταν οι γιατροί ανακαλύπτουν τις τονωτικές ιδιότητες των θαλάσσιων υδάτων και την ευεργετική επίδραση του ηλιακού φωτός στην ευεξία του οργανισμού. Στα τέλη του 19ου αιώνα οι λουόμενες δεν μπορούν να κινηθούν μέσα στο νερό και οι πιο πολλές πνίγονται, παρασυρόμενες από το βάρος των κρινολίνων τους. Την παραμονή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου εμφανίζονται τα πρώτα ολόσωμα μαγιό, που φτάνουν μέχρι τις γάμπες. Τα μαγιό ντε πιες είχαν κάνει την εμφάνισή τους στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στις ΗΠΑ, οπότε, λόγω των στρατιωτικών αναγκών, το διατιθέμενο ύφασμα για μη στρατιωτικής χρήσης ενδύματα είχε μειωθεί κατά 10%, όταν ο Λουί Ρεάρ λανσάρει αυτό που σε πολλούς τότε φάνηκε σαν μια σκανδαλώδης και πορνογραφική δημιουργία: ένα ύφασμα που καλύπτει τα γεννητικά όργανα και ένα μικροσκοπικό σουτιέν γυμνωμένο από τη σύνδεσή του με την ιερότητα. Υστερα από κάποιες δεκαετίες, το μπικίνι θα καταλήξει να συμβολίζει τη «γυναίκα – αντικείμενο» που τόση δυσφορία έφερνε στις φεμινίστριες. Αυτές θα προτιμήσουν είτε ένα πιο σοβαρό μαγιό είτε κάτι ακόμα πιο τολμηρό, ένα μαγιό χωρίς σουτιέν, που κατ’ επέκταση βάφτισαν «μονοκίνι».

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

Η εξάπλωση, πάντως, του μπικίνι μετά το 1946 ακολουθεί μια παράλληλη πορεία με την απελευθέρωση του γυναικείου σώματος και τη διεκδίκηση του δικαιώματος του οργασμού εκ μέρους των γυναικών. Αλλωστε στη δεκαετία του 1960 το μπικίνι συνταίριαξε με το μίνι. Το οποίο έκανε και αυτό τη δική του προκλητική διαδρομή στο Λονδίνο. Οσοι έπιναν το απογευματινό τους τσάι με γάλα και μία φέτα λεμόνι σοκάρονταν από το υπερβολικά εκτεθειμένο σώμα των κοριτσιών που έβαφαν τα μάτια τους με έντονη τιρκουάζ σκιά και φόρτωναν τις βλεφαρίδες τους με μαύρη μάσκαρα, ακολουθώντας τις οδηγίες του στυλ που τελειοποιούσε τότε η Μαίρη Κουάντ. Ηταν ό,τι δεν άντεχαν οι λονδρέζοι αριστοκράτες που χαρακτήριζαν το μίνι της Κουάντ «ανήθικο και αηδιαστικό». Ηταν επίσης αυτό με το οποίο εκνευρίστηκε η Κοκό Σανέλ και το αποκάλεσε «απλώς απαίσιο».

Το μπικίνι, λοιπόν, παρουσιάστηκε ως μεγάλη είδηση κι έγινε σύμβολο ανάδειξης της θηλυκότητας του σώματος. Από αυτή την άποψη συνιστά το απόλυτο σύμβολο κοινωνικής διάκρισης, αφού η γυναίκα πρέπει να ξοδέψει χρήματα για να διατηρήσει το σώμα της έτσι ώστε να φορά μπικίνι, το οποίο αποτελεί μέτρο για να επικρίνονται οι ατέλειες του σώματός της. Ή να επευφημείται θριαμβευτικά στις έντυπες σελίδες των ανδρικών περιοδικών του 2000 για το κατόρθωμά της να αντιστέκεται στη βαρύτητα. Αργότερα όμως η λάμψη του θριαμβευτικού μπικίνι απέκτησε ένα λούστρο πλαστικής παρέμβασης.