Βρισκόμαστε στο 766 μ.Χ. Η Λυγινή και ο Υάκινθος βγαίνουν μαζί με μοναχούς στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, διαπομπεύονται και παντρεύονται με τη βία. Ο Ροδανός, από την άλλη, ριψοκίνδυνος, θηρευτής των ηδονών, μα και με φοβερά μυστικά να τον σφιχτοδένουν, είναι προσηλωμένος σε ό,τι θεωρεί χρέος. Γύρω από τους τρεις ήρωες και το μυστήριο του Ιερού Στιχαρίου, κινείται η μυθοπλασία στο «Εράν» του Γιάννη Καλπούζου (εκδ. Ψυχογιός), που εκδόθηκε σε 50.000 αντίτυπα.

Η πρώτη σκηνή στο «Εράν» είναι μια σκηνή βίας, ενώ αργότερα μέσα στο μυθιστόρημα εναλλάσσονται πολλά συναισθήματα. Πώς δουλεύετε συνήθως τα μυθιστορήματα; Γράφετε ολοκληρωμένες σκηνές τις οποίες συνδέετε στη συνέχεια ή μια κι έξω όλο το βιβλίο;

Ξεκινώ με ένα περιορισμένο πρόπλασμα μυθοπλασίας και ηρώων το οποίο ακυρώνεται στη συνέχεια κατά το μέγιστο μέρος του. Επί της ουσίας όλα γεννιούνται κατά την πορεία της γραφής και πάντα με άγνωστο ορίζοντα. Αυτό αποτελεί για εμένα και μια από τις μεγαλύτερες γοητείες της γραφής, να μη γνωρίζω και να αγωνιώ τι θα συμβεί παρακάτω. Τι θα επινοήσω, τι θα ξεπηδήσει απ’ η φαντασία μου, πού θα με οδηγήσουν οι ήρωες. Ποτέ δε γράφω μεταγενέστερες σκηνές για να τις συνδέσω εκ των υστέρων με προηγούμενες. Ακολουθώ και κατά τη γραφή τη γραμμική αφήγηση, η οποία είναι και η δυσκολότερη ως προς το να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ενώ σπανίως και με φειδώ αναπτύσσω σκηνές με χρονικές αναδρομές.

Κάνατε έρευνα για την ιστορική περίοδο στην οποία εκτυλίσσεται το βιβλίο; όσο διήρκεσε και ποιες ήταν οι πηγές;

Πραγματοποίησα εκτενή και κοπιώδη έρευνα, για την οποία μαζί με τη γραφή απαιτήθηκαν περί τα δύο χρόνια με δώδεκα έως δεκαπέντε ώρες δουλειάς ημερησίως. Όσον αφορά τις πηγές ανέτρεξα από τη «Χρονογραφία» του Θεοφάνους του Ομολογητού και το «Ιστορία Σύντομος» του πατριάρχη Νικηφόρου, οι οποίοι έζησαν εκείνη την εποχή, μέχρι τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, τα ποιήματα του Πτωχοπρόδρομου και τους Βίους των Αγίων, αλλά και σε εκατοντάδες άλλα κείμενα, ιστορικά και μη, πίνακες, μουσεία, βιβλία για την ενδυμασία, την αρχιτεκτονική, το διοικητικό σύστημα, τον στρατό, τη διασκέδαση, την παιδεία και πόσα ακόμη, έως εκείνα του Τραλλιανού για τα φάρμακα.

Τι είναι πιο δύσκολο σε ένα τέτοιο μυθιστόρημα: η απόδοση της ιστορικής περιόδου ή των χαρακτήρων;

Μάλλον το πάντρεμά τους. Το πιο δύσκολο και οδυνηρό, συνάμα και γοητευτικό, ήταν να υποδύομαι τους ρόλους των ηρώων (είναι ο τρόπος που γράφω πάντα) στο περιβάλλον εκείνης της εποχής. Να γίνομαι ο άντρας και η γυναίκα του όγδοου αιώνα, ο εγκληματίας και ο ανθρωπιστής, το παιδί και ο γέρος, ο μοχθηρός και ο αγαθός, ο θρήσκος και ο θρησκόληπτος, ο θηρευτής των ηδονών και ο αχρείος, ο ερημίτης και ο θεατρίνος, ο εικονομάχος και ο εικονολάτρης και ούτω καθεξής. Να σκέφτομαι και να ενεργώ με βάση τη γνώση και την πρόσληψη που είχαν οι άνθρωποι τότε για τον κόσμο, να συμβαδίζω με τα ήθη, τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές, να αποφεύγω τους αναχρονισμούς ακόμη και σε λέξεις, να διαρθρώνω και να μεταδίδω τα συναισθήματα ωσάν να ζούσα σ’ αυτούς τους αλλοτινούς καιρούς και πόσα άλλα. Να προσέχω, ως ένα ενδεικτικό παράδειγμα, να μην απευθύνεται ο δούλος στον αφέντη του στον πληθυντικό, μια και ο πληθυντικός ευγενείας είναι πολύ μεταγενέστερο γλωσσικό και κοινωνικό φαινόμενο.

Τι σας γοητεύει προσωπικά, αλλά και ως συγγραφέα, στη βυζαντινή εποχή, σε σχέση με την μυθοπλασία ή ανεξάρτητα από αυτήν;

Με γοητεύει να ανακαλύπτω το ράμμα του ελληνισμού και στοιχεία της ταυτότητάς μας. Συγχρόνως, το διαχρονικό πρόσωπο του ανθρώπου. Να ανακαλύπτω πόσα κουβαλάμε στη ζωή μας από τον καιρό του Βυζαντίου και πόσα το Βυζάντιο από την Αρχαία Ελλάδα, καθώς και να εντοπίζω αντιστοιχίες με το σήμερα. Το πανδαιμόνιο που συνέβαινε κατά τις αρματοδρομίες στον Ιππόδρομο παραπέμπει σε σκηνές του ποδοσφαίρου. Να βλέπω το χριστουγεννιάτικο δέντρο στους στύλους που έστηναν οι υπάλληλοι του Έπαρχου στους δρόμους και τοποθετούσαν ολόγυρά τους μάτσα δεντρολίβανου, μυρτιάς και διάφορων λουλουδιών. Να εντοπίζω ότι η φράση «έγινε του κουτρούλη ο γάμος» γεννήθηκε τότε από τους διαπομπευόμενους που τους κούρευαν και τους ονόμαζαν κουτρούληδες από το κούτρα-κεφάλι. Να μαθαίνω ότι ο μακελάρικος χορός είναι ο σημερινός χασάπικος ή ότι ο κόρδαξ με διάφορες ανατολίτικες επιρροές μετεξελίχτηκε στο τσιφτετέλι. Να διαπιστώνω ότι τον όγδοο αιώνα ξεκινά δειλά η μικρογράμματη γραφή, αφού μέχρι τότε έγραφαν με κεφαλαία, και πάμπολλα ακόμη.

Πότε αισθανθήκατε ότι οι χαρακτήρες είναι ολοκληρωμένοι; Μοιράζονται κάποια κοινά χαρακτηριστικά με αυτούς που θα λέγαμε «σημερινούς» χαρακτήρες της λογοτεχνίας;

Τα της ψυχής μένουν σχεδόν αναλλοίωτα μέσα στο διάβα των αιώνων. Η Ιστορία και ο άνθρωπος κυλούν ή συνθέτουν τα νερά του ίδιου ποταμού. Οι προηγούμενες γενιές μεταφέρουν μέσα από την παραδοσιακή προφορική διδαχή πλείστες όσες νοοτροπίες, συμπεριφορές και τρόπο σκέψης στις επόμενες. Γράφω για πρόσωπα του όγδοου αιώνα μ. Χ. και πάνω τους αντιφεγγίζουν χαρακτήρες του σήμερα. Όσον αφορά το πότε ένιωσα ότι ολοκληρώθηκαν στο ΕΡΑΝ, συνέβη μόλις επετεύχθη το μεγάλο μου στοίχημα σε αυτό το βιβλίο. Όταν οι κεντρικοί ήρωες, στο τέλος της οδύσσειάς τους, συχώρεσε ο ένας τον άλλον. Κι όταν είχα την πεποίθηση ότι και ο αναγνώστης θα τους συγχωρέσει. Επί της ουσίας ότι θα συγχωρέσει τον ίδιο τον άνθρωπο και θα κατανοήσει τις αδυναμίες του έτσι όπως ξεδιπλώνονται στο μυθιστόρημα.

Εσείς προσωπικά έχετε δώσει απάντηση στο μόττο του μυθιστορήματος: «Στο φως στοχεύουμε όλοι. Όμως σε ποιο φως»;

Η πλειονότητα των ανθρώπων εξαντλείται στο φως που ξεγελά τα μάτια. Προσδένεται στην ύλη, στο επίπλαστο ή επιδερμικό, στις τεχνητές ανάγκες για τα πάσης φύσεως καταναλωτικά προϊόντα, στο ασήμαντο, που πανούργοι ή ανόητοι μαστόροι ύψωσαν σε σημαντικό, στο εύκολο, στην αισθητική ευτέλεια και στη σάρκα, πολλάκις ξέχωρα από το συναίσθημα. Δυστυχώς ο άνθρωπος, πλην ολίγων που αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα, δεν έχει αντιληφθεί το κάλλος, τη δρόσο, την ελπίδα και τη δύναμη του φωτός της ψυχής. Απουσιάζει η πνευματική καλλιέργεια κι έτσι αδυνατεί να οδηγηθεί στο εράν, προς όποια έκφανσή του – άλλο πρόσωπο, πατρίδα, πίστη – διά του οράν της ψυχής.