Φρένο στη μετατροπή του σε παζάρι λεηλατημένων αρχαιοτήτων από τη Μέση Ανατολή επιχειρεί να βάλει το Facebook, καθώς, όπως προκύπτει από στοιχεία εξειδικευμένης έρευνας, τουλάχιστον 95 ομάδες με σχεδόν δύο εκατομμύρια μέλη χρησιμοποιούν το δημοφιλές μέσο κοινωνικής δικτύωσης για τη διακίνηση στη μαύρη αγορά αντικειμένων μεγάλης ιστορικής αξίας. «Τα ιστορικά κειμήλια έχουν σημαντική προσωπική και πολιτιστική αξία για τις κοινότητες σε όλον τον κόσμο, αλλά η πώλησή τους οδηγεί συχνά σε επικίνδυνες συμπεριφορές. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έχουμε επιβάλει από καιρό κανόνες που εμποδίζουν την πώληση κλεμμένων αντικειμένων» δηλώνει ο διευθυντής δημόσιας τάξης του Facebook Γκρεγκ Μαντέλ. «Για να διατηρήσουμε τόσο τα αντικείμενα όσο και τους χρήστες μας ασφαλείς εργαζόμαστε για να διευρύνουμε τους κανόνες μας και από σήμερα (σ.σ. 23 Ιουνίου) απαγορεύουμε την ανταλλαγή, πώληση ή αγορά όλων των ιστορικών αντικειμένων στο Facebook και στο Instagram». Η διεύρυνση στην οποία αναφέρεται ο Γκρεγκ Μαντέλ ορίζει ως ιστορικής σημασίας τα «σπάνια αντικείμενα σημαντικής ιστορικής, πολιτιστικής ή επιστημονικής αξίας», συμπεριλαμβανομένων αρχαίων νομισμάτων, χειρογράφων, ψηφιδωτών, παπύρων και επιτύμβιων στηλών, δεδομένου ότι στις ομάδες του Facebook έχουν κάνει την εμφάνισή τους προς πώληση ακόμη και ολόκληρες σαρκοφάγοι από τη Συρία, την Αίγυπτο, το Ιράκ και τη Βόρειαο Αφρική.

95 ΟΜΑΔΕΣ. Σε μοχλό για να προχωρήσει σε αλλαγές το Facebook αναδείχθηκε η ανεξάρτητη πρωτοβουλία Antiquities Trafficking & Heritage Anthropology Research (ATHAR), η οποία και διερευνά την παράνομη πώληση προϊόντων πολιτιστικής κληρονομιάς στον ψηφιακό υπόκοσμο, η οποία και δημοσίευσε πέρυσι έκθεση σχετικά με τη «Μαύρη αΑγορά αρχαιοτήτων στο Facebook». Οι ερευνητές εντόπισαν 95 ομάδες αφιερωμένες σε αυτού του είδους τις πωλήσεις, με πάνω από 1,9 εκατομμύρια μέλη.

Η συντριπτική πλειονότητα εδρεύει στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική, με πάνω από το ένα τρίτο αυτών που προσφέρουν αντικείμενα να προέρχονται από εμπόλεμες ζώνες. Οι αγοραστές και οι πωλητές επικοινωνούν με κωδικοποιημένη γλώσσα και ολοκληρώνουν τις συναλλαγές μέσω κρυπτογραφημένων εφαρμογών. Τα κυκλώματα των αρχαιοκαπήλων δεν διστάζουν μάλιστα ακόμη και να αναρτούν φωτογραφίες και αποσπάσματα από καταλόγους δημοπρασιών με ανάλογα αντικείμενα με αυτά που διαθέτουν προς πώληση στο Facebook για να πείσουν τους αγοραστές για την αξία της πραμάτειας τους ή και βίντεο από τη στιγμή της λαθρανασκαφής ως πειστήριο πως όσα διαθέτουν προς πώληση είναι αυθεντικά. Το τελευταίο διάστημα, δε, παρατηρείται αύξηση της δραστηριότητας των συγκεκριμένων ομάδων – ενδεικτικό είναι ότι η πολυπληθέστερη ομάδα αριθμούσε πέρυσι 150.000 μέλη και φέτος έχει ξεπεράσει τα 437.000 -, γεγονός που αποδίδεται στην οικονομική κρίση η οποία προκλήθηκε ως συνέπεια της πανδημίας του κορωνοϊού. Το Facebook έχει ήδη αφαιρέσει δεκάδες ομάδες από τον ιστότοπό του και βρίσκεται στη διαδικασία ανάπτυξης αλγοριθμικών συστημάτων που θα αναγνωρίζουν το περιεχόμενο αντικειμένων που διατίθενται στη μαύρη αγορά μέσω εικόνων και λέξεων-κλειδιών.

ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ. Κι αν γίνεται μια προσπάθεια να κερδηθεί η μάχη κατά της αρχαιοκαπηλίας ειδικά από τις χώρες της Μέσης Ανατολής στον ψηφιακό κόσμο, στον πραγματικό ένα ακόμη λιθαράκι φαίνεται πως μπήκε μετά τη σύλληψη πέντε ειδικών σε θέματα τέχνης από τη γαλλική αστυνομία με την κατηγορία της διακίνησης προϊόντων αρχαιοκαπηλίας. Σύμφωνα με δικαστικές πηγές που επικαλείται η έγκυρη επιθεώρηση «Art Newspaper», ανάμεσα στους συλληφθέντες βρίσκεται συνταξιούχος πρώην επικεφαλής επιμελητής του τμήματος αρχαιοτήτων της Εγγύς Ανατολής του Μουσείου του Λούβρου και εργαζόμενος στον οίκο δημοπρασιών Πιερ Μπερζέ. Η υπόθεση αφορά πωλήσεις εκατοντάδων αντικειμένων από την Αίγυπτο, τη Συρία, την Υεμένη και περιοχές της Λιβύης που ελέγχονται από τους τζιχαντιστές προς δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Ενδέχεται να σχετίζεται δε και με έρευνες που διεξάγονται την τελευταία οκταετία στη Νέα Υόρκη, στο Βέλγιο και στην Ελβετία και η οποία οδήγησε σε κατάσχεση εκατοντάδων αντικειμένων από το αρχαιοπωλείο Phoenix Ancient Art με έδρα τις Βρυξέλλες, το οποίο συνεργάζεται και με τον οίκο Μπερζέ.