Οι σύμβουλοι του Κυριάκου Μητσοτάκη τού είπαν το απαράδεκτο να κρατηθεί μακριά από το Κυπριακό «για να μη χρεωθεί» τα όποια προβλήματα προκύψουν, υποστηρίζει ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος Νίκος Κοτζιάς.

«Κακώς η ελληνική κυβέρνηση κρατά αποστάσεις από την Κύπρο» τονίζει σε συνέντευξή του στον Φιλελεύθερο της Κύπρου ο Νίκος Κοτζιάς.

Ο Νίκος Κοτζιάς αναφέρεται σε δύο ρεύματα που υπάρχουν στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Το πρώτο «θέλει να βρει δημιουργικές λύσεις. Το άλλο ζει από τη διαιώνιση των προβλημάτων. Το ένα είναι δημοκρατικό και ενεργητικό. Το άλλο παθητικό, αδρανές. Το ένα επιδιώκει συμμαχίες, το άλλο καταγγέλλει τις συμμαχίες. Το πρώτο δεν δειλιάζει, το δεύτερο είναι φοβικό…». Όπως συναφώς τονίζει, «το πρώτο ρεύμα είναι το ρεύμα που έκφραζε η εξωτερική πολιτική επί υπουργίας μου, το δεύτερο είναι αυτό της σημερινής ΝΔ».

Ο Νίκος Κοτζιάς, ο οποίος καλεί σε συγκρότηση ενός Κινήματος Συμπαράστασης στην Κύπρο, αναφερόμενος στην ακολουθούμενη από την Αθήνα πολιτική είπε πως δεν κατανοεί την πολιτική τετελεσμένων της Τουρκίας, δεν θέλει να ενοχληθεί από τις παραβιάσεις των Τούρκων στις κυπριακές θαλάσσιες ζώνες. Δεν κατανοεί, συνέχισε, ότι με την πολιτική αδράνειας και κατευνασμού δίνει περιθώρια δράσης στην Τουρκία.

Ολόκληρη η συνέντευξη του Νίκου Κοτζιά

-Πώς αξιολογείτε τις εξελίξεις στο Κυπριακό, όπως προδιαγράφονται μετά το δείπνο Γκουτέρες, Αναστασιάδη και Ακιντζί;

-Όσοι κράζανε μετά το Κραν Μοντανά ότι «χάθηκε η τελευταία ευκαιρία» καιρός να κάνουν αυτοκριτική. Δεν έχουν καταλάβει πώς δουλεύει το διεθνές σύστημα. Το ζητούμενο, βέβαια, είναι πώς πάμε στην επόμενη διαπραγμάτευση, ποιοι είναι οι στόχοι; Όλοι μιλούν για «λύση του Κυπριακού», αλλά πολλοί εννοούν διαφορετικά πράγματα. Εγώ ορίζω αυτή τη λύση, πρωτίστως, ως την απαλλαγή από την κατοχή, καθώς και τη διασφάλιση της ειρηνικής και δημιουργικής συνύπαρξης όλων των κοινοτήτων και μειονοτήτων της Μεγαλονήσου. Αντίθετα, κάποιοι την εννοούν, δυστυχώς, ως την ικανοποίηση των απαιτήσεων της άλλης πλευράς «προκειμένου να μη θυμώνει». Ενώ κάποιοι τρίτοι την κατανοούν αποκλειστικά ως τη διανομή του φυσικού αερίου, λες και το «Κυπριακό» γεννήθηκε μέσα από «τη μάχη» για κατανομή πόρων.

-Θα υπάρξουν εξελίξεις; Η στάση της επίσημης Ελλάδας;

-Από την επίσημη ελληνική πλευρά δεν υπάρχει έμπνευση και επεξεργασία νέων θέσεων. Οδεύουμε σε μια επανάληψη παλιών λογικών. Δεν θα πρέπει να επιτρέψουμε να οδηγηθεί η Κύπρος σε οριστική και θεσμική κατοχυρωμένη διχοτόμηση. Όποιος νομίζει ότι σε μια τέτοια περίπτωση η Τουρκία θα «κάτσει ήσυχα» και δεν θα θέλει να καταλάβει όλο το νησί κάνει μεγάλο λάθος.

-Μία πενταμερής μπορεί να αποδώσει; Τι σας έδειξε η προηγούμενη εμπειρία;

-Μέχρι τις διαπραγματεύσεις στην Ελβετία, Γενεύη και Κραν Μοντανά, η δική μας πλευρά έκανε υποχωρήσεις. Είχε γίνει πια παράδοση, σε κάθε επόμενη διαπραγμάτευση να θέτουμε ως αίτημα να κερδηθεί ό,τι απορρίψαμε στην προηγούμενη. Στο Κραν Μοντανά κάναμε μια τομή. Θέσαμε το Κυπριακό στην πραγματική του βάση ως διεθνές πρόβλημα, διότι ασφαλώς έχει και την εσωτερική του πτυχή. Θέσαμε το αίτημα της κατάργησης των Συνθηκών Συμμαχίας και Εγγυήσεων, που, για να μην ξεχνιόμαστε, τις εισήγαγε στη δεκαετία του πενήντα ο Ε. Αβέρωφ, ασφαλώς ανοήτως.

Στην επόμενη διαπραγμάτευση πρέπει να ξεκινήσουμε έχοντας ως «ένα το κρατούμενο» τα θέματα που κερδίσαμε στο Κραν Μοντανά. Και αυτό διότι ήταν η πρώτη φορά μετά από 40 χρόνια που πήραμε και δεν δώσαμε σε μια διαπραγμάτευση. Ακόμα, να έχουμε ετοιμάσει προηγούμενα καλά τις σχέσεις μας με τους εταίρους μας εντός της ΕΕ και να έχουμε κάνει σαφή συζήτηση με τον ΟΗΕ, πριν από όλα τον ΓΓ του ΣΑ. Να ξέρουμε τι θέλουμε και ποιες ακριβώς είναι οι κόκκινες γραμμές μας, τις οποίες οφείλουμε να υπερασπιστούμε με νηφαλιότητα και πειστικότητα, αποτελεσματικά.

-Και; Είστε αισιόδοξος;

-Ομολογώ ότι έχω μία ανησυχία αν η πλευρά μας είναι επαρκώς προετοιμασμένη. Αν η συνεργασία Αθήνας – Λευκωσίας είναι αυτή που πρέπει να είναι και αν η Αθήνα νιώθει, ως οφείλει, την ιστορική της ευθύνη απέναντι στο Κυπριακό, που είναι εξάλλου έργο της χούντας των Αθηνών.

-Θα συμφωνήσετε πως η σημερινή ελληνική κυβέρνηση κρατά σκοπίμως αποστάσεις από τις εξελίξεις στο Κυπριακό;

-Κακώς η ελληνική κυβέρνηση κρατά αποστάσεις. Δεν συμφωνώ καθόλου με αυτή της την επιλογή. Οι σύμβουλοι του Κυριάκου Μητσοτάκη τού είπαν το απαράδεκτο να κρατηθεί μακριά από το Κυπριακό «για να μη χρεωθεί» τα όποια προβλήματα προκύψουν.

Έχω πει πολλές φορές ότι στην Εξωτερική Πολιτική της Ελλάδας μπορεί να διακρίνει κανείς in abstractum δύο ρεύματα. Το ένα θέλει να βρει δημιουργικές λύσεις. Το άλλο ζει από τη διαιώνιση των προβλημάτων. Το ένα είναι δημοκρατικό και ενεργητικό. Το άλλο παθητικό, αδρανές. Το ένα επιδιώκει συμμαχίες, το άλλο καταγγέλλει τις συμμαχίες. Το πρώτο δεν δειλιάζει, το δεύτερο είναι φοβικό. Το πρώτο έχει σχέδιο, ιδέες και προοπτικές. Το δεύτερο υποχωρεί άτακτα, συχνά «σκούζοντας».

-Ποιοι είναι οι εκφραστές αυτών των ρευμάτων;

-Το πρώτο ρεύμα είναι το ρεύμα που έκφραζε η εξωτερική πολιτική επί υπουργίας μου, το δεύτερο είναι αυτό της σημερινής ΝΔ. Το πρώτο βοήθησε να τεθεί η ουσία του Κυπριακού πάνω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το δεύτερο μιλά ανόητα, «γελώντας». Δεν κατανοεί την πολιτική τετελεσμένων της Τουρκίας, δεν θέλει να ενοχληθεί από τις παραβιάσεις των Τούρκων στις κυπριακές θαλάσσιες ζώνες. Δεν κατανοεί ότι με την πολιτική αδράνειας και κατευνασμού δίνει περιθώρια δράσης στην Τουρκία. Η τελευταία διαβάζει προσεκτικά ποιο ρεύμα κυριαρχεί σε κάθε φάση στην εξωτερική μας πολιτική. Και όταν «βρίσκει», τότε «πράττει ανάλογα». Αυτό συμβαίνει και σήμερα.

-Μπορεί η Ελλάδα να διαδραματίσει ρόλο στην ανατολική Μεσόγειο; Φαίνεται να μην αξιοποιεί διπλωματικά εργαλεία που διαθέτει. Φοβάται την Τουρκία;

-Η εξωτερική πολιτική είναι τέχνη και επιστήμη. Απαιτεί πείρα και γνώση. Πολλοί πιστεύουν ότι είναι απλά μια ακόμα «δημόσια σχέση», αλλά σε διεθνές επίπεδο. Δεν έχουν επάρκεια, δεν κατανοούν την ιστορική τους ευθύνη και το βάρος που κουβαλούν.

Οι δυνατότητες της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο είναι περισσότερες από το παρελθόν χάρις στις τριμερείς και τετραμερείς στις οποίες συμμετέχει μαζί με την Κύπρο, αλλά και γενικότερες πρωτοβουλίες όπως είναι η συνδιάσκεψη, «το πνεύμα» της Ρόδου. Αλλά αυτές δεν φτάνουν. Η Τουρκία του 2020 δεν θα είναι η Τουρκία των αρχών του 2016. Κάθε άλλο. Είναι η Τουρκία των πραξικοπημάτων που απέτυχαν, του Πολέμου της Συρίας, της επιδίωξης να δείξει σε όλους ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς εκείνη στην περιοχή. Είναι μια Τουρκία στρατηγικά επιθετική, ιστορικά νευρική, νομικά αναθεωρητική δύναμη. Η Ελλάδα οφείλει να λάβει υπόψη της τη νέα πραγματικότητα και να δράσει προσεκτικά, υπεύθυνα και αποτελεσματικά. Χωρίς φοβικά σύνδρομα, αλλά και χωρίς επιπολαιότητες.

-Όταν διαμορφώσατε και προωθούσατε την πρόταση για την Ασφάλεια και τις Εγγυήσεις, ποιοι είχαν αντιδράσει αρχικά σε Αθήνα και Λευκωσία;

-Δεν ρωτάτε καλύτερα ποιοι δεν είχαν αντιδράσει; Οι λιγότεροι. Και ακόμα, ποιοι στηρίζαν μια τέτοια πολιτική; Πλην του Πρωθυπουργού και των πατριωτών πολιτικών συνεργατών και των πατριωτών διπλωματών στο υπουργείο σχεδόν κανείς. Κάποιοι αγράμματοι νομικοί είχαν κάνει επίσημο έγγραφο γιατί δεν δικαιούμαι να θέσω καν θέμα εγγυήσεων. Οι οπαδοί της γραμμής Ανάν θύμωναν που δεν είχα διάθεση να υποχωρήσω. Αλλά και από την κυπριακή πλευρά είχα μεγάλες αντιστάσεις. Τώρα όλοι κάνουν τους πρωτοπόρους της γραμμής του Μοντανά.

Βλέπετε, στην Ελλάδα υπάρχουν δύο γραμμές, που ενώ φαίνονται αντίθετες, σκοπεύουν από κοινού να πνίξουν την ενεργητική δημοκρατική-πατριωτική εξωτερική πολιτική. Πρόκειται αφενός για τους οπαδούς των υποχωρήσεων. Της συμφωνίας με την άλλη πλευρά «για να τελειώνουμε». Αφετέρου, για αυτούς που ζουν από τη διαιώνιση των προβλημάτων.

Υπάρχουν και στην Κύπρο ανάλογες συμπεριφορές. Στην Αθήνα με μεγάλη προσοχή καταγράψαμε μια καμπάνια μίσους απέναντί μου. Ουδέποτε ξανά στην ιστορία υπήρξε τέτοια εχθρότητα απέναντι στην Αθήνα. Μια Αθήνα που αγαπούσε και αγαπά όσο ποτέ την Κύπρο, τους Κύπριους. Ποτέ δεν έγραψαν αυτοί οι κύκλοι τέτοια και τόσα λασπώδη κείμενα, ούτε καν ενάντια στην προδοτική χούντα των Αθηνών. Ήμουν ο κύριος εχθρός τους διότι δεν παραδόθηκα στα σχέδια όσων έκαναν και στήριξαν την κατοχή, στους ελιγμούς της Τουρκίας που κατέχει παράνομο τμήμα της Μεγαλονήσου. Ακόμα και σήμερα αυτές οι δυνάμεις παριστάνουν τους πιο αυθεντικούς οπαδούς της λύσης του Κυπριακού, με μεγάλη ασφαλώς δόση υποκρισίας και διγλωσσίας.

Στην πραγματικότητα, με λύση αυτές οι δυνάμεις εννοούν να «τελειώνουμε» με τις «εκκρεμότητες». Δεν τους ενδιαφέρει να «τελειώνουν» με το πρόβλημα με τρόπο που επιτέλους να λυθεί προς όφελος των Κυπρίων και όχι τρίτων.