Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις, ελληνικές και ξένες, που θέλουν να προχωρήσουν σε επενδύσεις στην Ελλάδα παραμένει ο χρόνος απονομής της δικαιοσύνης, καθώς, όπου και όταν χρειάζεται, είναι πολλές φορές ακόμα και τριπλάσιος απ’ ό,τι σε άλλες χώρες του κόσμου.

Η παράμετρος αυτή έχει τεράστιες συνέπειες σε κοινωνικό αλλά και οικονομικό επίπεδο, καθώς δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ο φόβος εμπλοκής ή πολυετούς καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης στην Ελλάδα οδηγεί επενδυτές ακόμα και να αποσύρουν το ενδιαφέρον τους από τη χώρα. Μάλιστα σε μια χρονική στιγμή που η Ελλάδα έχει ανάγκη να γίνει ελκυστικός επενδυτικός προορισμός το γεγονός ότι συνεχίζεται να σέρνονται υποθέσεις στα δικαστήρια ακόμα και για χρόνια αποδεικνύεται τροχοπέδη για την επόμενη ημέρα.

Την ανάγκη επίσπευσης της απονομής δικαιοσύνης στη χώρα κατέγραψε πρόσφατα και ο ΟΟΣΑ στην ετήσια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας «Doing Business 2020», ενώ ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών εδώ και χρόνια υπογραμμίζει την ανάγκη αντιμετώπισης της συγκεκριμένης παθογένειας που κοστίζει τόσο σε χρόνο όσο και σε χρήμα στο ελληνικό Δημόσιο αλλά και στον επιχειρηματικό κόσμο.

Μάλιστα στην τελευταία του μελέτη ο ΣΕΒ, αξιολογώντας τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, εκτιμά ότι εάν ευθυγραμμιστούν ορισμένες παράμετροι με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, ανάμεσά τους και ο χρόνος απονομής δικαιοσύνης – ο οποίος θα μπορούσε να μειωθεί μειωθεί σε 584 ημέρες από 1.711 που είναι σήμερα -, τότε η Ελλάδα θα μπορούσε να σκαρφαλώσει στην 51η θέση από την 79η θέση σήμερα και το επιχειρηματικό περιβάλλον να γίνει πιο φιλικό για υποψήφιους επενδυτές.

Η έκθεση «Doing Business 2020» κατέταξε την Ελλάδα στην 79η θέση μεταξύ 190 χωρών, 19 θέσεις χαμηλότερα από τη θέση στην οποία βρισκόταν το 2015, δηλαδή την 60ή θέση. Οπως επισημαίνει ο ΣΕΒ, αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι η συνολική της βαθμολογία βελτιώθηκε το ίδιο διάστημα. Αναλύοντας λεπτομερώς τους τομείς και την εικόνα της Ελλάδας, σημειώνει ότι πλέον μπορεί να είναι περισσότερο ικανοποιητική αναφορικά με την έναρξη επιχείρησης, την έκδοση άδειας οικοδομής, την ηλεκτροδότηση και την προστασία επενδυτών μειοψηφίας, είναι όμως λιγότερο ικανοποιητική σχετικά με το πλαίσιο πληρωμής φόρων επιχειρήσεων, τη χρηματοδότηση και το διασυνοριακό εμπόριο, ενώ χρειάζονται σημαντική βελτίωση οι τομείς της μεταγραφής ακίνητης περιουσίας, της τήρησης συμβολαίων και της διαχείρισης πτώχευσης εταιρείας. Επιπλέον σημειώνει ότι η καθυστέρηση της απονομής δικαιοσύνης αποτελεί για τους επιχειρηματίες ένα από τα πέντε βασικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν, με την πολυνομία να βρίσκεται στη 2η θέση και την απονομή δικαιοσύνης στην 4η θέση. Και αυτό παρά την πρόοδο που έχει γίνει με την ενίσχυση του πλαισίου για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό μέσω της θέσπισης της υποχρεωτικότητας της διαμεσολάβησης.

Ενδεικτικά μάλιστα, σε προδημοσίευση της υποέκθεσης «Doing Business in the European Union 2020: Ελλάδα, Ιρλανδία και Ιταλία», η οποία αναμένεται να δημοσιοποιηθεί στο σύνολό της τον ερχόμενο Δεκέμβριο, ο χρόνος εκδίκασης μιας εμπορικής διαφοράς στο πρωτοδικείο στην Ελλάδα κυμαίνεται από έναν χρόνο και οκτώ μήνες στη Θεσσαλονίκη έως και τέσσερα χρόνια στην Αθήνα.

Ιδια εικόνα δείχνουν και τα στοιχεία της έκθεσης της Παγκόσμιας Τράπεζας «Doing Business 2020», η οποία κατατάσσει την Ελλάδα στην 146 θέση αναφορικά με την επίλυση διαφορών σε σύνολο 190 χωρών. Συγκεκριμένα, για μια εμπορική διαμάχη που εκδικάζεται σε πρωτοδικείο, απαιτούνται 1.711 ημέρες (έναντι 584 ημερών στον ΟΟΣΑ) ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία επίλυσής της. Την ίδια στιγμή μια απαίτηση πληρωμής μέσω εξωδίκου χρειάζεται για να διεκπεραιωθεί στην Ελλάδα 60 ημέρες, όταν ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 36 ημέρες. Για τον χρόνο εκτέλεσης μιας δικαστικής απόφασης στην Ελλάδα απαιτούνται 251 ημέρες έναντι 133 ημερών στον ΟΟΣΑ, με το κόστος να είναι περίπου το ίδιο. Οσο για τις περιπτώσεις πτωχεύσεων επιχειρήσεων στην Ελλάδα, σχεδόν πάντα το αποτέλεσμα είναι τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας να πωλούνται τμηματικά, όταν ο κανόνας στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ είναι η εταιρεία να πωλείται σε λειτουργία.