Πριν από μερικά χρόνια, εν μέσω της προσφυγικής κρίσης, είχα βρεθεί στο λιμάνι του Πειραιά όπου διέμεναν μέσα σε σκηνές εκατοντάδες πρόσφυγες.

Οικογένειες, μικρά παιδιά, ηλικιωμένοι δοκίμαζαν καθημερινά τις αντοχές τους. Ζούσαν μέσα στις σκηνές, περίμεναν υπομονετικά ένα πιάτο φαγητό και ήλπιζαν ότι θα ήταν από τους τυχερούς οι οποίοι κάποια στιγμή θα κατέληγαν σε μία αξιοπρεπή Δομή.

Εθελοντές, ΜΚΟ, γιατροί, οργανώσεις όπως το Χαμόγελο του Παιδιού, εκπαιδευτικοί και απλοί άνθρωποι ερχόντουσαν καθημερινά στον Πειραιά προκειμένου να βάλουν το δικό τους λιθαράκι για να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες αυτών των ανθρώπων σε φαγητό, γιατρούς, φάρμακα, ρουχισμό, ακόμη και στην απασχόληση των εκατοντάδων παιδιών που από τη φρίκη του πολέμου, βρέθηκαν σ΄  ένα περιβάλλον αφιλόξενο, σ΄ ένα περιβάλλον που δεν ταιριάζει σε αυτές τις ψυχές.

Ανάμεσα στους ανθρώπους που ερχόντουσαν και άφηναν οτιδήποτε τους περίσσευε όπως ρούχα, παιχνίδια, ακόμη και φαγητό χαράχτηκε στη μνήμη μου η εικόνα ενός ηλικιωμένου ανθρώπου.

Μόλις έφτασε στο λιμάνι με βρήκε να μιλάω, με τη  βοήθεια μεταφραστή, με μία οικογένεια προσφύγων.

Με πλησίασε και αφού ρώτησε την ιδιότητά μου, με συμβουλεύτηκε για το που θα μπορούσε να απευθυνθεί προκειμένου να κινήσει τη διαδικασία και να παραχωρήσει ένα μικρό ανεκμετάλλευτο σπίτι που είχε για να μείνει μία οικογένεια προσφύγων.

«Το σπίτι δεν είναι σε άριστη κατάσταση αλλά έχει δύο κρεβατοκάμαρες,  κουζίνα και ζεστό νερό. Θα μπορούσε να μείνει μια οικογένεια με παιδιά, να ξεφύγουν από αυτό το μαρτύριο…».

Λίγο πιο κάτω ένα πατέρας με την 7χρονη κόρη του. Τον ρώτησα διστακτικά πώς και ήρθε μαζί της σε αυτό το μέρος. Μου έδειξε μία σακούλα από σούπερ μάρκετ στην οποία υπήρχαν δύο μικρές κούκλες.

«Είχαμε περάσει προχθές έξω από το λιμάνι, με ρώτησε για τις σκηνές και τους εκατοντάδες ανθρώπους. Προσπάθησα να της εξηγήσω… Σήμερα μου ζήτησε μετά το σχολείο να έρθει και να αφήσει εδώ τις δύο αγαπημένες τις κούκλες.

Είναι από αυτές τις χειρονομίες που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια σου και αισθάνεσαι τυχερός που ήσουν εκεί. Τις  φυλάς σαν πολύτιμο λίθο στην καρδιά σου ευχόμενος κάποια στιγμή να μπορέσεις και εσύ να κάνεις μία τόσο σπουδαία κίνηση.

Οι δύο μικρές αυτές ιστορίες ήρθαν στο μυαλό μου μετά τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στα Βρασνά του δήμου Βόλβης.

Για όσους δεν ενημερώθηκαν για το περιστατικό, πάνω από 200 πρόσφυγες αιτούντες  άσυλο προερχόμενοι  από το ΚΥΤ της Σάμου – εκεί όπου χιλιάδες άτομα στοιβάζονται  σαν τα ποντίκια – ξεκίνησαν  με  λεωφορεία  και τη συνδρομή του Διεθνούς   Οργανισμού  Μετανάστευσης προκειμένου να φτάσουν στην περιοχή και να μείνουν σε δύο ξενοδοχεία.

Άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, με ποδοπατημένη την  αξιοπρέπειά τους έλπιζαν να βρεθούν σε  ένα μέρος όπου θα καλύπτονταν στοιχειώδεις  ανάγκες.

Μία μικρή  μερίδα ανθρώπων της περιοχής είχε  αντίθετη άποψη. Έκλεισαν  κομβικά σημεία του χωριού τους με στόχο να εμποδίσουν τη  διέλευση των λεωφορείων που μετέφεραν τους πρόσφυγες.

Ο επικεφαλής των αστυνομικών δυνάμεων κατέστρωσε – όπως λέει το ρεπορτάζ – σχέδιο  για να παρακαμφθούν τα μπλόκα των κατοίκων μέσω εναλλακτικών δρόμων.

Οι εξοργισμένοι κάτοικοι όμως εμφανιζόντουσαν  στη συνέχεια και σε άλλους δρόμους εμποδίζοντας τα λεωφορεία.

Κάποια στιγμή τα λεωφορεία κατάφεραν να φτάσουν μπροστά από δύο ξενοδοχεία όπου – βάσει της συμφωνίας που υπήρχαν – θα διέμεναν.

Φάνηκε προς στιγμήν πως μία ακόμη Οδύσσεια γι΄ αυτούς τους ανθρώπους είχε τελειώσει.

Λογάριαζαν  όμως – στην κυριολεξία – χωρίς τους ξενοδόχους. Οι τελευταίοι, κάτω από την πίεση των αγανακτισμένων κατοίκων αποφάσισαν  να μην δεχτούν τους πρόσφυγες.

Τα λεωφορεία  αποχώρησαν και οι κάτοικοι μετά τη «νίκη» τους έφτασαν στο σημείο να ξεσπάσουν σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές.

Πόσο διαφορετικά θα μπορούσε να είναι η εξέλιξη των πραγμάτων αν στο σημείο βρισκόταν αυτό το 7χρονο κοριτσάκι του Πειραιά με μοναδικό «όπλο» του τις δύο κούκλες.

Ίσως κάποιοι σε αυτή την περίπτωση να ντρεπόντουσαν να διώξουν τους κατατρεγμένους πρόσφυγες. Ίσως και όχι.

Γιατί η ιστορία μας έχει  δείξει ότι μερικοί άνθρωποι δεν αλλάζουν ποτέ.