Αδυναμία χάραξης αντιπολιτευτικής στρατηγικής, εσωστρέφεια, κατάθλιψη, έλλειψη διάθεσης για αυτοκριτική, λανθασμένη αντιμετώπιση της κυβερνητικής πολιτικής και ταυτόχρονα δέσμιος με το παρελθόν του.

Αυτά είναι κατά βάση τα κύρια χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ τις πρώτες 100 ημέρες στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το κόμμα που με ποσοστό 32% θα έπρεπε να… πετάει από την πρώτη ημέρα και να σφυροκοπάει την κυβέρνηση της ΝΔ εμφανίζεται να ισορροπεί μεταξύ της διάθεσης να στηρίξει ακόμη και τα λάθη που έκανε (και ήταν πολλά) και της αδυναμίας να αρθρώσει ουσιαστικό πολιτικό λόγο.

Μέσα σε λίγες ημέρες ο Αλέξης Τσίπρας έκανε την επανεμφάνισή του θέλοντας να δώσει ξανά στον κόσμο να καταλάβει ότι δεν έχασε τις ηγετικές του ικανότητες.

Αρχικά με την ομιλία του στη Βουλή, στη συνέχεια με τη συνέντευξη στον Alpha και τελικά με τη στάση του στο θέμα της ψήφου των αποδήμων ο πρώην πρωθυπουργός έδωσε το σύνθημα για την αντιπολίτευση που θέλει να κάνει.

Φαίνεται ότι οι μήνες της εσωστρέφειας έχουν τελειώσει για τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως, η εικόνα που συνεχίζει να εμφανίζει δεν δείχνει σε καμιά περίπτωση το κόμμα που ήταν πανίσχυρο μέχρι τον περασμένο Μάιο. Και βεβαίως έναν Τσίπρα που είχε ισχυρό πολιτικό προφίλ και «πέρναγε» στην κοινωνία.

Ποια αντιπολίτευση;

Αυτή την ώρα στην Κουμουνδούρου, πέραν των εσωτερικών προβλημάτων και διαφωνιών για την διεύρυνση προς το κέντρο και την «πασοκοποίηση» ή τη διατήρηση του αριστερού προφίλ, η συζήτηση αφορά και την αντιπολιτευτική τακτική.

Η εικόνα που βγαίνει μέχρι στιγμής είναι απογοητευτική, όσο κι αν θέλουν στον ΣΥΡΙΖΑ να το χρεώσουν αυτά στα… συστημικά ΜΜΕ που δεν παίζουν το μήνυμά τους.

Το αντίθετο μάλιστα. Σε όλα τα πάνελ βρίσκονται βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, ο πρωθυπουργός μπορεί όπου θέλει να μιλήσει, όμως, το μήνυμα δεν περνάει γιατί δεν έχει περιεχόμενο.

Στην Κουμουνδούρου συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν π.χ. τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του σαν μια «ομάδα» ακροδεξιών ή στην καλύτερη περίπτωση νεοφιλελεύθερων που έρχονται να αλώσουν το κράτος, να πνίξουν τους πολίτες στους φόρους, να κάνουν deals και γενικά να περάσουν μια σκληρή δεξιά ατζέντα.

Όμως, στην πράξη ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι αυτός που έχει «κλέψει» την ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ. Μιλά για πράσινη οικονομία, για την κλιματική αλλαγή, φέρνει μείζονες μεταρρυθμίσεις όπως η ψήφος των αποδήμων, προχωρά σε άνοιγμα της αγοράς για περισσότερες επενδύσεις και καλύτερες δουλειές, μειώνει τους φόρους, ετοιμάζεται να μοιράσει μερίσματα από το πλεόνασμα.

Κι όμως, στον ΣΥΡΙΖΑ κάνουν ένα διπλό λάθος: Αφενός λειτουργούν σαν κακομαθημένα παιδάκια που τους πήραν το παιχνίδι καθώς λένε «τρώει από τα έτοιμα», ενώ γνωρίζουν ότι το «μαξιλάρι» δεν μπορεί να μοιραστεί πουθενά και από κανέναν.

Βεβαίως, δεν πείθουν και κανέναν όταν διαμαρτύρονται ότι «δεν πρόλαβαν» να υλοποιήσουν τη φιλολαϊκή πολιτική τους και γι’ αυτό ηττήθηκαν.

Κι αφετέρου, κάνουν αντιπολίτευση αμήχανα, χωρίς δυναμισμό και χωρίς ουσιαστικό λόγο και προτάσεις, κάτι που φάνηκε κι από την απομόνωσή τους στο θέμα της ψήφου των αποδήμων. Αλλωστε, είχαν 4,5 χρόνια να κάνουν μια ουσιαστική τομή στο πολιτικό σύστημα και δεν το έκαναν βάζοντας πάνω απ’ όλα το πολιτικό κόστος και μια ενδεχόμενη καταψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ από τους Ελληνες του εξωτερικού.

Το διάγγελμα του πρώην πρωθυπουργού για την ψήφο των αποδήμων ανέδειξε αυτή την αδυναμία άσκησης ουσιαστικής αντιπολίτευσης μιας και δεν αποκλείεται ο ΣΥΡΙΖΑ να μείνει μόνος του και να επιμένει σε μια αδιέξοδη πρόταση, όταν ακόμη και ο Βαρουφάκης ή ο Κουτσούμπας είναι πιο προωθημένοι στις θέσεις τους.

Ο Τσίπρας και ο Ρασπούτιν

Από τις συχνές τελευταία παρουσίες του ο Αλέξης Τσίπρας έδειξε ότι έχει παραμείνει στο παρελθόν. Ότι δεν έχει να δώσει κάτι καινούργιο, ένα νέο όραμα και πως με πομφόλυγες του στυλ «έφοδος στον ουρανό» και «ο ΣΥΡΙΖΑ στο λαό» δεν μπορεί να πείσει περισσότερους πολίτες.

Την ώρα που η κυβέρνηση επιβάλλει την ατζέντα της και κερδίζει πόντους στις μετρήσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να βρει περιεχόμενο στον αντιπολιτευτικό του λόγο.

Υπάρχει, όμως, και η εικόνα Τσίπρα στην υπόθεση Παπαγγελόπουλου. Ο πρώην πρωθυπουργός μπήκε για τα καλά στο κάδρο της υπόθεσης και παράλληλα, οι βουλευτές που όρισε για την προανακριτική επιτροπή δείχνουν ότι θα παίξει «σκληρά» στη Βουλή.

Θα στηρίξει μέχρι τέλους τον πρώην αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης, όμως, θα πρέπει να το κάνει κι όταν βγουν νέα στοιχεία για τη σκευωρία της Novartis.

Διότι επί τέσσερα χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ ερευνούσε αν υπήρξε πολιτικό χρήμα στην υπόθεση της Novartis. Δεν βρήκε τίποτε ουσιαστικό κι έμεινε με τους προστατευόμενους μάρτυρες.

Ενώ δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ έχει στα χέρια του μαρτυρίες που αμφισβητούνται και ήδη έχουν καταπέσει ως αποτέλεσμα πιέσεων, η παρούσα κυβέρνηση έχει τις καταγγελίες ανώτατων δικαστικών αλλά και προσφάτως του κ. Νίκου Μανιαδάκη ο οποίος μίλησε ξεκάθαρα για στημένο παιχνίδι.

Όμως, ο κ. Τσίπρας έκανε και ένα μοιραίο λάθος. Στη συνέντευξη στον Alpha είπε:  «Εμείς, όπως παραλάβαμε τον φάκελο, όπως τον παραλάβαμε, τον ανοίξαμε, τον διαβάσαμε, είπαμε ότι υπάρχουν σοβαρότατες ενδείξεις για πολλούς απ’ αυτούς (σ.σ. πρώην υπουργούς και Πρωθυπουργούς). Αλλά όχι για όλους προφανέστατα για το αδίκημα της απιστίας, το οποίο όμως έχει παραγραφεί. Υπάρχουν και ενδείξεις για το αδίκημα της δωροδοκίας, το οποίο δεν είναι, είπαμε, στα καθήκοντα του υπουργού, άρα δεν πηγαίνει με την αποσβεστική. Και τι κάναμε;», ανέφερε ο πρώην Πρωθυπουργός και συνέχισε λέγοντας:

«Θα μπορούσαμε λοιπόν να μην στοχοποιήσουμε πρώην πρωθυπουργούς ή αυτούς για τους οποίους δεν υπήρχαν ισχυρότερες ενδείξεις απ’ ότι για κάποιους άλλους. Είπαμε λοιπόν ότι δεν εξετάζουμε τίποτα. Όπως είναι οι φάκελοι, δεν μπαίνουμε επί της ουσίας και πάμε να τους γυρίσουμε πίσω στους φυσικούς δικαστές που είναι η δικαιοσύνη, στην οποία έχουμε εμπιστοσύνη να διερευνήσει την υπόθεση. Αυτό κάναμε».

Ο πρώην πρωθυπουργός δηλαδή ομολόγησε ότι με τους υπουργούς του άνοιξαν φακέλους της ελληνικής Δικαιοσύνης; Διάβασαν στοιχεία τα οποία δεν είχε κανείς δικαίωμα, πλην των δικαστών, να τα διαβάσουν και να πράξουν αναλόγως;

Ομολόγησε δηλαδή ωμή παρέμβαση στη Δικαιοσύνη, βάζοντας τον εαυτό του στο ίδιο ράφι του κατηγορούμενου με τον κ. Παπαγγελόπουλο.

Ηρθε και ο Βούτσης

Το βέρτιγκο του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε να επιβεβαιώσει και ο Νίκος Βούτσης. Μιλώντας για την… ανετοιμότητά τους να αναλάβουν την εξουσία το 2015 απλά επιβεβαίωσε αυτό που όλοι ήξεραν: Ότι η ζημιά που έγινε εκείνη την εποχή ήταν αποτέλεσμα της απειρίας τους αλλά και της βουλιμίας για την εξουσία.

Επιβεβαίωσε επίσης ότι την κυβέρνηση Σαμαρά δεν την έριξαν οι δανειστές, όπως έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι σήμερα, αλλά οι ίδιοι για να αναλάβουν την εξουσία.

Όμως είπε κι άλλα ο κ. Βούτσης. Είπε ότι δεν είναι της λογικής «ή αυτοί ή εμείς», βασικό δόγμα της κυβέρνησης Τσίπρα – Πολάκη.

Είπε ότι θεωρεί αναγκαία τη συζήτηση για τα στοιχεία και τις προϋποθέσεις που θα δημιουργήσουν τη συνθήκη «ενός γειωμένου αριστερού κόμματος που θα διεκδικήσει ξανά τη διακυβέρνηση».

Και τόνισε: «Εχει τεράστια σημασία η αποτίμηση που θα γίνει συντεταγμένα και τολμηρά. Δεν πρέπει να το αποφύγουμε, είμαστε υποχρεωμένοι να το κάνουμε».

Ο,τι αποφεύγουν να κάνουν δηλαδή τόσο καιρό, αυτοκριτική, στροφή σε προοδευτικές αριστερές θέσεις και απομάκρυνση από τη λογική του εμφυλιοπολεμικού, ρεβανσιστικού μετώπου που θέλουν να στήσουν ξανά οι «ακραίοι» του ΣΥΡΙΖΑ.

Οι ίδιοι που όσο ήταν στην κυβέρνηση έλεγαν «λίγος ο Κούλης» ή «δεν θα κυβερνήσει ποτέ ο γιος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη». Οι ίδιοι που τώρα επιχειρούν να σπείρουν ξανά τον διχασμό στην κοινωνία και χαρακτηρίζουν με κάθε ευκαιρία «ακροδεξιά» την κυβέρνηση της ΝΔ ξεχνώντας με ποιους συμμάχησαν το 2015, μια συμμαχία ευκαιριακή μόνο και μόνο για την κατάληψη της εξουσίας.

Κατηγορούν δηλαδή τη ΝΔ για οπορτουνισμό και εξουσιομανία όταν ο ΣΥΡΙΖΑ βρήκε άξιο σύμμαχο τους ΑΝΕΛ και κυβέρνησε επί 4,5 χρόνια.

Είναι δεδομένο ότι στην αξιωματική αντιπολίτευση ακόμη «ψάχνονται». Και για την ταυτότητα του «νέου ΣΥΡΙΖΑ», και για την αντιπολιτευτική τακτική.

Οσο, όμως, επαναπαύονται στις δάφνες του 32% τόσο θα κάνουν το μοιραίο λάθος. Ότι δηλαδή χωρίς ουσιαστικές θέσεις, χωρίς νέο, πραγματικό, αληθινό αφήγημα με προοδευτικό πρόσημο, θα χάνουν όλο και περισσότερους ψηφοφόρους. Και θα παραμείνουν… εν δυνάμει κυβέρνηση για πολλά χρόνια.