Αναδρομή στην προπονητική του καριέρα έκανε ο Πέδρο Μαρτίνς στην ιστοσελίδα «The Coaches» και αναφέρθηκε στις δυσκολίες που αντιμετώπισε στο ξεκίνημα, τους ανθρώπους που τον επηρέασαν τονίζοντας πως δεν μετανιώνει για τίποτα.

Όσο για τον Ολυμπιακό τον χαρακτηρίζει ως μεγαλύτερη ομάδα στην Ελλάδα και club με τεράστιες φιλοδοξίες.

Αναλυτικά το άρθρο του Μαρτίνς:

«Πέδρο Μαρτίνς

Ολυμπιακός, 2018-σήμερα

Πάντα ήθελα να περπατήσω το δικό μου μονοπάτι, χωρίς υποστήριξη από κανέναν

Ακόμη κι αν έχεις περάσει όλη σου τη ζωή παίζοντας ποδόσφαιρο, δεν είσαι έτοιμος να κοουτσάρεις ένα τόσο μεγάλο σύλλογο στα ξεκινήματα της καριέρας σου. Γι αυτό και επέλεξα να ξεκινήσω το ταξίδι μου από τα χαμηλά, στην τρίτη κατηγορία της Πορτογαλίας. Εκεί βρίσκονται μικρές ομάδες με χαμηλούς στόχους, όμως αυτές είναι που με έκαναν τον προπονητή που είμαι σήμερα.

Ξεκίνησα να κάνω μαθήματα προπονητικής στα 28 μου, έξι χρόνια πριν κρεμάσω τα παπούτσια μου σαν ποδοσφαιριστής. Και είχα περάσει και χρόνο σαν βοηθός προπονητής του Ζοζέ Κουσέιρο στη Βιτόρια Γκιμαράες, την Πόρτο και τη Μπελενένσες. Όμως η πραγματική μου εκπαίδευση έγινε σε αυτά τα πρώτα χρόνια της καριέρας μου, που ήμουν μόνος μου.

Ειλικρινά, το να βρίσκομαι μακριά από το επίκεντρο και τα φώτα της δημοσιότητας ήταν ζωτικής σημασίας για μένα. Έτσι κατάφερα να εξελίξω τη δική μου μεθοδολογία και όχι να αντιγράψω ότι είχα μάθει μέχρι τότε. Έτσι έμαθα μαθήματα που έχουν »μείνει» μαζί μου από τότε: το πώς να διαχειριστείς ένα γκρουπ ανθρώπων, το πώς να βρεις λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα, πως να εξελίξεις τη δική σου μέθοδο και φιλοσοφία.

Υπήρξαν ορισμένες πραγματικά δύσκολες στιγμές, όμως με έμαθαν να σκύβω το κεφάλι και να δουλεύω και να γίνομαι δημιουργικός.

Ορίστε και ένα παράδειγμα από την Ουνιάο ντε Λάμας. Η ομάδα προπονούνταν τη νύχτα γιατί ορισμένοι παίκτες έκαναν άλλες δουλειές κατά τη διάρκεια της μέρας. Όταν είχα φτάσει στον σύλλογο, Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο, είχαμε φως ημέρας μέχρι τις 6. Και το στάδιο δεν είχε προβολείς.

Δίπλα σε έναν άλλο χώρο με χαλίκι υπήρχαν κάποια φώτα. Οπότε είχαμε μόλις μισή περίπου ώρα στο γρασίδι με φως πριν σκοτεινιάσει τελείως και μετά έπρεπε να πάμε στο χαλίκι για να κάνουμε τακτική.

Σήμερα, τώρα που είμαι συνηθισμένος στο να δουλεύω σε κορυφαίες ομάδες, εκείνη η κατάσταση φαίνεται αδιανόητη. Όμως έπρεπε να προσαρμοστώ και να διασφαλίσω ότι οι παίκτες μου θα ήταν έτοιμοι να αποδώσουν κάθε Κυριακή παρά τα εμπόδια. Ήταν μια διαδικασία εκπαίδευσης, όμως σήμερα είμαι πολύ καλύτερος προπονητής ακριβώς επειδή είχα τέτοιες εμπειρίες.

Αυτά ήταν πολύ σημαντικά χρόνια για μένα και δεν μετανιώνω για τίποτα.

Μετά την Εσπίνιο, πήγα στη Μαρίτιμο. Όμως όχι για να προπονήσω τη μεγάλη ομάδα. Όχι, ανέλαβα την Β’ ομάδα της. Ο κόσμος είπε ότι ήμουν τρελός. Η ομάδα βρισκόταν στο δεύτερο μισό της βαθμολογίας της τρίτης κατηγορίας, 8 αγώνες πριν τελειώσει η σεζόν, με ελάχιστους βαθμούς. Ακόμη και μέλη της οικογένειά μου με ρώτησαν γιατί επέλεξα να πάω εκεί. Γνώριζα ότι ήταν μια ριψοκίνδυνη κίνηση, όπως πήγα όπως και να ‘χει.

Νικήσαμε τα 7 από τα 8 εναπομείναντα ματς και ήρθαμε ισόπαλοι στο άλλο. Τερματίσαμε στην 8η θέση της κατηγορίας. Ο Κάρλος Περέιρα, ο πρόεδρος της Μαρίτιμο, είδε την προοπτική που είχα σαν προπονητής και μου έδωσε την ευκαιρία να προπονήσω την πρώτη ομάδα την επόμενη σεζόν. Αυτή ήταν η μεγάλη ευκαιρία μου. Το ρίσκο μου απέδωσε, είχα καταφέρει να αποδείξω ποιος είμαι με τον δικό μου τρόπο, με τους δικούς μου όρους.

Δε νομίζω ότι μπορούν πολλοί να περιγράψουν τις ομάδες μου. Θέλω οι παίκτες μου να προσαρμόζονται εύκολα, όσο πιο εύκολα γίνεται, σε κάθε στιγμή του αγώνα: στην επίθεση, στην άμυνα, στις μεταβάσεις. Αυτός είναι ο Νο1 στόχος μου. Προετοιμάζω την ομάδα μου για κάθε διαφορετική στιγμή. Όμως θεωρώ ότι είμαι ένας προπονητής επιθετικού ποδοσφαίρου.

Μπορώ να αναφέρω έναν αριθμό προπονητών που διαμόρφωσαν την προσέγγισή μου στο ποδόσφαιρο, ο καθένας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Για παράδειγμα, ο Οκτάβιο Μασάδο, ο οποίος ήταν ο προπονητής μου στη Σπόρτινγκ. Ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος, όμως πραγματικά πολύ καλός στο να διαμορφώνει ένα ομοιογενές γκρουπ, με έμφαση στους ομαδικούς στόχους.

Έμαθα επίσης πολλά από τον Κουσέιρο, ο οποίος ήταν ο προπονητής μου στην Αλβέρκα, πριν δουλέψουμε μαζί στον πάγκο. Ήταν ένας προπονητής με έμφυτη την ικανότητα της επικοινωνίας, ικανότατος στο να μιλάει μπροστά σε μάζες και άριστος με τον Τύπο.

Ο Κάρλος Κεϊρόζ είχε επίσης μεγάλη επιρροή. Σε αυτόν οφείλεται ένα πολύ μεγάλο βήμα προς τα μπροστά στις προπονητικές μεθόδους στην Πορτογαλία. Τον πρωτογνώρισα όταν ήμουν 17 χρονών, όταν ήταν προπονητής στις μικρές εθνικές ομάδες της Πορτογαλίας και ακόμη και εκεί μπορούσες να καταλάβεις ότι ήταν εντελώς διαφορετικός. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν έκανα τα μαθήματά μου στην προπονητική, μπορούσες να δεις τα δικά του »αποτυπώματα» σε όλες τις μεθόδους.

Ο Κάρλος έφερε μια ολοκληρωτική επανάσταση στο πορτογαλικό ποδόσφαιρο, δίνοντας έμφαση στην πολύ καλύτερη προετοιμασία στη φυσική κατάσταση και γενικά δίνοντας μια πιο ολοκληρωτική προσέγγιση στην προπονητική. Ήμουν τυχερός που μπόρεσα να τα μάθω όλα αυτά στα ξεκινήματα της καριέρας μου και να παρατηρήσω τις αλλαγές.

Μετά, ήταν και ο Κουινίτο, για τον οποίο έπαιξα στη Βιτόρια. Σε θέματα διαχείρισης προσωπικού και γενικά στην επαφή του με την ομάδα, ήταν φανταστικός. Ήταν πολύ καλός στο να διαχειρίζεται το πνευματικό κομμάτι του παιχνιδιού. Είχε έναν μοναδικό τρόπο στο να μεταδίδει θετική ενέργεια στους παίκτες του.

Μια ιστορία, τον περιγράφει τέλεια. Ήταν στο τέλος της σεζόν και η ομάδα περνούσε κρίση. Παίζαμε καλά, όμως δεν παίρναμε αποτελέσματα. Ήμασταν στο λεωφορείο, πηγαίναμε να παίξουμε ένα ματς. Εκείνος έβγαλε τη μεταλλική του βαλίτσα.

Αφού έψαξε βαθιά ανάμεσα σε κάλτσες και μποξεράκια, έβγαλε ένα μπουκάλι σαμπάνια και μερικά πλαστικά ποτήρια. Μας είπε. «Δεν έχει σημασία τι λένε οι άλλοι. Είμαι σίγουρος ότι θα νικήσουμε σε αυτό το παιχνίδι. Τόσο σίγουρος, που θα ανοίξω αυτή τη σαμπάνια τώρα, για να πιουν όλοι». Ήταν 1-2 ώρες πριν τη σέντρα. Όμως νομίζω πως όλοι είχαμε πάρει το μήνυμα. Τελικά, νικήσαμε στο ματς.

Προσπαθώ να δώσω αυτοπεποίθηση στους παίκτες μου με τον ίδιο τρόπο. Μέρος αυτού, είναι το να είσαι προετοιμασμένος να έχεις πίστη στους νεαρούς παίκτες. Αν διαθέτουν την ποιότητα, δεν έχω καμία αναστολή να τους βάλω στην ομάδα. Ένα καλό παράδειγμα είναι ο Εντερσον, ο οποίος τα πήγε εκπληκτικά στην πρώτη μου σεζόν στην Ρίο Αβε, πριν πάρει μεταγραφή στην Μπενφίκα. Ευκαιρίες έδωσα επίσης στους Μούσα Μαρεγκά και Τικίνιο Σοάρες, οι οποίοι σήμερα τα πάνε πολύ καλά στην Πόρτο.

Το σύστημα με τους μικρούς παίκτες δούλεψε εξαιρετικά στην Μαρίτιμο. Πολλά από τα παιδιά που προπονούσα στη δεύτερη ομάδα, ανέβηκαν στη μεγάλη. Μέσα σε τέσσερα χρόνια η πλειοψηφία των παικτών της πρώτης ομάδας προερχόταν από την ακαδημία. Και η Μαρίτιμο μπορούσε να πουλήσει κάποιους από αυτούς για καλά λεφτά. Το οικονομικό σκέλος είναι σημαντικό στην Πορτογαλία, ειδικά αν δεν είσαι κάποια από τις τρεις μεγάλες ομάδες, Πόρτο, Μπενφίκα, Σπόρτινγκ. Είναι δύσκολο να ανταγωνιστείς μαζί τους, πρέπει να πιστεύεις στη δουλειά σου και να είσαι αφοσιωμένος στη φιλοσοφία σου. Έχεις στόχους, όπως το να βγεις στο Europa League, κάτι το οποίο καταφέραμε στην Μαρίτιμο, την Ρίο Αβε και την Βιτόρια Σετουμπάλ, όμως πρέπει και να πουλήσεις παίκτες.

Έφυγα από όλες τις ομάδες μου αφήνοντάς τες σε υγιή οικονομική κατάσταση και επίσης έφτασα σε 3 τελικούς σε 8 χρόνια. Αν προπονείς μικρότερες ομάδες, αυτό είναι ένα επίτευγμα.

Η κατάσταση είναι διαφορετική στον Ολυμπιακό, επειδή είναι το μεγαλύτερο club στην Ελλάδα. Βρίσκομαι σε ένα club με τεράστιες φιλοδοξίες και αυτό μού ταιριάζει. Όμως υπάρχουν και προκλήσεις.

Σχεδόν 20 παίκτες έφυγαν την προηγούμενη χρονιά, οπότε έπρεπε να φτιάξουμε μια νέα, νεανική ομάδα. Ο κόσμος κατάλαβε γρήγορα τι προσπαθώ να πετύχω. Νιώθω καλά εδώ. Πάντα ήξερα ότι αργά ή γρήγορα θα προπονήσω στο εξωτερικό, είναι σημαντικό βήμα για την προσωπική μου εξέλιξη.

Όμως δεν θα ξεχάσω ποτέ από που ξεκίνησα. Από τον πάτο. Ήξερα ότι θα είναι δύσκολο να χτίσω τη φήμη μου από τις βάσεις της πυραμίδας, όπως επίσης και ότι αυτό θα μου έδινε μεγαλύτερη ικανοποίηση. Είχα δίκιο γι’ αυτό. Αν θα έκανα τα ίδια πράγματα αν από την αρχή γνώριζα όσα ξέρω τώρα; Σίγουρα ναι. Είμαι πραγματικά ευγνώμων για όλες αυτές τις εμπειρίες».