Την απάντησή του έδωσε το ΕΛΙΔΕΚ σχετικά με την υποτροφία που έλαβε από το Ίδρυμα ο γιος του αναπληρωτή υπουργού Ερευνας Κ. Φωτάκης. Στην ανακοίνωση του Ιδρύματος αναφέρεται ότι:

«Το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.) είναι ένας νέος θεσμός ο οποίος στηρίζει έμπρακτα την Ακαδημαϊκή και Ερευνητική κοινότητα της χώρας,προσφέροντας χρηματοδοτήσεις ερευνητικών έργων και υποτροφιών. Η αξιολόγηση των προτεινόμενων έργων γίνεται με τρόπο ανεξάρτητο και αδιάβλητο, ενώ μοναδικά κριτήρια είναι η επιστημονική αριστεία και πρωτοτυπία.

Τα μέλη του Επιστημονικού Συμβουλίου (ΕΣ) του Ιδρύματος, το οποίο και το διοικεί, είναι εκλεγμένα, μετά από ανοιχτή δημόσια πρόσκληση ενδιαφέροντος η οποία δημοσιεύεται στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Εκλέγονται δε, από 37, επίσης εκλεγμένα, μέλη τα οποία προέρχονται από όλα τα Ακαδημαϊκά και Ερευνητικά Ιδρύματα της χώρας και συγκροτούν τη Γενική Συνέλευση (ΓΣ) του Ιδρύματος. Καθίσταται λοιπόν απολύτως σαφές ότι οι μοναδικοί εμπλεκόμενοι στην διοίκηση του ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.είναι η ίδια η επιστημονική κοινότητα η οποία και αναλαμβάνει την βαριά ευθύνη της αξιολόγησης των προτάσεων που κατατίθενται σε αυτό.

Οι επιτροπές αξιολόγησης ορίζονται από το εννεαμελές ΕΣ και λειτουργούν απολύτως ανεξάρτητα, με βάση το διεθνώς ακολουθούμενο σύστημα “peer review” – «αξιολόγηση από ομότεχνους». Αξίζει να τονιστεί ότι τα μέλη του Ε.Σ. δεν συμμετέχουν στις αξιολογήσεις παρά μονάχα παρέχουν συντονισμό της διαδικασίας. Οι δε επιτροπές αξιολόγησης αποτελούνται από μεγάλο αριθμό επιστημόνων Ελλήνων και αλλοδαπών. Είναι πιστεύουμε σαφές πως δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός παρέμβασης στις αξιολογήσεις ούτε από τα μέλη του Συμβουλίου, ούτε από το Υπουργείο ούτε από κανέναν άλλον ιδιώτη ή φορέα.

Η σημασία της ύπαρξης του ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. έχει καταγραφεί στην Ελληνική κοινωνία καθώς έχει ήδη καταστεί το όχημα για να αναστραφεί το Brain Drain και νέοι, αλλά και ώριμοι επιστήμονες, να βρουν την αναγκαία στήριξη ώστε να επιτελέσουν το ιδιαίτερα σημαντικό έργο της παραγωγής νέας γνώσης. Νέας γνώσης που παράγεται μέσω της ερευνητικής τους δραστηριότητας παράλληλα με τηνεκπαίδευση της νέας γενιάς επιστημόνων μέσω της Πανεπιστημιακής διδασκαλίας»