«Εγώ περιέχω και τον αριστερό. Ο αριστερός όμως δεν με περιέχει» είπε κάποτε ο Μάνος Χατζιδάκις. «Στη Μεταπολίτευση, αν δεν ήσουν αριστερός δεν έβγαζες ούτε γκόμενα» είπε πιο πρόσφατα ο Διονύσης Σαββόπουλος. Η Αριστερά στην Ελλάδα είχε διαχρονικά μια παράδοξη παρουσία. Κυρίως γιατί, παρά την ήττα της στον Εμφύλιο, κατάφερε να πάρει μια ηρωική διάσταση στο μυαλό των πολιτών – από το 1974 και έπειτα, άνθρωποι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως αριστεροί βρέθηκαν σχεδόν σε όλα τα πολιτικά σχήματα. Από το ΠΑΣΟΚ έως το ΚΚΕ και από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά έως τις φράξιες των Εξαρχείων, ξανά και ξανά πολίτες και στελέχη εκφράζονταν και δρούσαν στο όνομά της.

Μετά το 2015, η Αριστερά άλλαξε – ή, τουλάχιστον, άλλαξε ο τρόπος που είχαμε μάθει να την αντιμετωπίζουμε. Ο ηττημένος έγινε για πρώτη φορά νικητής, με την υπόσχεση της ολικής ανατροπής του «συστήματος». Τότε ξεκίνησε η ιστορία του ηθικού πλεονεκτήματος, με τον Αλέξη Τσίπρα να διατείνεται πως ο λαός κρίνει τον ΣΥΡΙΖΑ με άλλα μέτρα και άλλα σταθμά απ’ ό,τι το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. Για την αντιπολίτευση, το ηθικό πλεονέκτημα εξατμίστηκε πολύ γρήγορα – και συνεχίζει να εξατμίζεται, με τις αποκαλύψεις για τη ΔΕΠΑ, τον Πετσίτη και τις πιέσεις προς τους προστατευόμενους μάρτυρες στην υπόθεση Novartis. Ηταν όμως αυτό που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συνέβαλε στη σημερινή απόδοση του όρου «Αριστερά», που τρολάρεται επαρκώς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Το 2019 είναι μια εκλογική χρονιά. Θεωρείται, όμως, και μια χρονιά προσδιορισμού. Αν οι δημοσκοπήσεις επαληθευτούν, τέσσερα χρόνια μετά την «πρώτη φορά Αριστερά», η χώρα θα αλλάξει κυβέρνηση. Και πλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ θα μπορέσουν να κριθούν από την αρχή έως το τέλος της θητείας τους. Το πέρασμά τους άλλαξε την Ελλάδα. Η Αριστερά, όμως, συνεχίζει να εμφανίζει την ίδια παραδοξότητα που εμφάνισε μετά την Μεταπολίτευση. Η φθορά της εξουσίας στέρησε τη μυθολογία της, όχι όμως τη διεισδυτικότητά της.

Πλέον όσοι σε έρευνες αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί περιορίζονται σε αριστερές και κεντροαριστερές κομματικές επιλογές. Ομως, με μια πιο προσεκτική ματιά, διακρίνεται μια ομάδα ψηφοφόρων που στο παρελθόν στήριξαν κόμματα του προοδευτικού φάσματος και σήμερα στέκονται στο πλευρό του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αριστεροί εναντίον της κυβερνώσας Αριστεράς, που αρνούνται την ταύτιση με τις πρακτικές του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τη συγκυβέρνηση με τον Πάνο Καμμένο. Σύμφωνα, μάλιστα, με την έρευνα της Metron Analysis του περασμένου Σεπτεμβρίου, η πλειοψηφία αριστερών και κεντροαριστερών εξέφραζε αρνητική εντύπωση τόσο για το έργο της κυβέρνησης όσο και για τον ίδιο τον Πρωθυπουργό.

Η πολιτική καταγωγή

Παράλληλα, διακρίνεται ένα ακόμα ρεύμα – αυτό της πλήρους απαξίωσης. Η απάντηση στο αριστερό αφήγημα για πολλούς είναι το χρονοντούλαπο της ιστορίας. Η πρόσφατη συζήτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για το ΚΚΕ εσωτερικού και τους δεσμούς του με το καθεστώς του Νικολάε Τσαουσέσκου καθιστά σαφές πως η σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία δεν έχει αλλάξει μόνο την αποτύπωση της ελληνικής Αριστεράς του μέλλοντος, αλλά και αυτή του παρελθόντος. Δεν είναι λίγοι οι πρώην ρηγάδες που απορούν πώς άνοιξε ξαφνικά μια κουβέντα για την προμήθεια του χαρτιού πάνω στο οποίο τυπωνόταν η Αυγή. Και είναι ακόμα περισσότεροι εκείνοι που διαμαρτύρονται όταν τους μιλούν για την υποκρισία της ανανεωτικής Αριστεράς, η οποία τότε δεν έβλεπε τα εγκλήματα ενός δικτάτορα και σήμερα κυβερνά με παρόμοια λογική.

Σε πρόσφατη ανάλυσή του («The Books’ Journal»), ο Νίκος Αλιβιζάτος προσπάθησε να εξηγήσει την περιπέτεια της ανανεωτικής Αριστεράς στην Ελλάδα. Τονίζοντας πως το ΚΚΕ εσ. υπό τον Λεωνίδα Κύρκο και, παρά τις εσωτερικές αναταράξεις της Β’ Πανελλαδικής, είχε πάρει ξεκάθαρη θέση εναντίον της πολιτικής βίας, βοήθησε στη «βελούδινη» μετάβαση του 1974 και τάχθηκε από την πρώτη στιγμή υπέρ της εισόδου της χώρας στην ΕΟΚ. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που, χρόνια μετά, δήλωνε (Σκάι) για τον Εμφύλιο: «Με πιάνει τρόμος άμα σκεφτώ ότι αν νικούσε τότε η επανάστασή μας θα είχαμε πρωθυπουργό τον Μάρκο, έναν γελοίο άνθρωπο που είδα από κοντά και κατάλαβα πόσο γελοίος ήταν».

Ο Κύρκος και το ΚΚΕ εσ. πλήρωσαν το τίμημα για όλα αυτά, την ώρα που σχεδόν όλοι οι πολιτικοί του αντίπαλοι μιλούσαν σε άλλο μήκος κύματος. Κυρίως, όμως, αυτή η στάση, που ήταν εντελώς συνειδητή και αμφιλεγόμενη μέσα στο κόμμα, δεν έχει πολλές ομοιότητες με την κυβερνητική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ – του οποίου, παρεπιπτόντως, τα περισσότερα στελέχη δεν προέρχονται από το ΚΚΕ εσ., αλλά, όπως και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, από το ΚΚΕ και την ΚΝΕ. Μέχρι πρότινος, η συμβολή του ΚΚΕ εσ. στην πολιτική ζωή της χώρας αναγνωριζόταν από φίλους και αντιπάλους.

Η πολιτική καταγωγή ορισμένων βουλευτών του, όμως, που σήμερα κατέχουν κυβερνητικές θέσεις, είναι αρκετή για να δημιουργήσει μια εσφαλμένη, αδιόρατη σύνδεση ανάμεσα στα δύο. «Εχασα τη μάχη και μέσα στο κόμμα μου. Σήμερα είμαι απόβλητος και από το κόμμα μου» – λόγια του Λεωνίδα για τον ΣΥΝ. Ο Αλέξης Τσίπρας είχε ήδη προταθεί από τον Αλέκο Αλαβάνο για δήμαρχος Αθηναίων, δημιουργώντας τις βάσεις για τη συνέχεια. «Ισως αυτός ο λαός θέλει τις αδιαλλαξίες, τις κάθετες θέσεις, θέλει το «εμείς» και το «εσείς». Και εμείς προτείναμε κάτι άλλο».

Η επόμενη ημέρα

Η ίδια απαξίωση του χώρου καθορίζει και την γκρίζα ζώνη στις δημοσκοπήσεις. Η πλειονότητα των ερευνητών τοποθετεί το μεγαλύτερο ποσοστό των αναποφάσιστων στον κεντροαριστερό και αριστερό χώρο – η αναποφασιστικότητά τους, αλλά ακόμα και η απροθυμία να απαντήσουν στις έρευνες, συνδέεται, συν τοις άλλοις, και με το ότι νιώθουν άβολα να δηλώσουν δημοσίως την πολιτική τους τοποθέτηση. Και αυτό, ίσως περισσότερο από όλα τα άλλα, διαμορφώνει το πολιτικό τοπίο μετά τις εκλογές.

Πώς θα είναι η Αριστερά μετά τον ΣΥΡΙΖΑ; Στην πραγματικότητα, κανείς δεν έχει απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Ακόμα και τα πολιτικά σχήματα που αποσυνδέουν τον όρο από τη σημερινή κυβέρνηση, ψάχνουν να βρουν τρόπο να μιλήσουν σε ένα αριστερό κοινό που έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στις ακλόνητες πεποιθήσεις, οι οποίες κάποτε υπήρχαν σε αφθονία σ’ αυτή την πλευρά του πολιτικού φάσματος.

Κυρίως, ψάχνουν τρόπο να αποφύγουν τη ρεβάνς και τις φωνές που τη ζητούν μέσα στη ΝΔ. «Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε τεράστια ζημιά», σχολιάζουν σε συνομιλητές τους, διακρίνοντας έναν νέο διχασμό της ελληνικής κοινωνίας, η οποία άρχισε να συνηθίζει ξανά στους εμφυλιοπολεμικούς όρους. Κυρίως, όμως, έκανε ζημιά στους ιδεολόγους. Και τέτοιοι δεν υπάρχουν πια σε αφθονία.