Το δημοσίευμα της Handelsblatt δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερο. Ελλάδα και Ιταλία ενεργοποιούν τους φόβους των επενδυτών για μια νέα τραπεζική κρίση συνολικά στην Ευρώπη.

Κατά τη γερμανική εφημερίδα οι λόγοι είναι διαφορετικοί σε κάθε μία από τις δύο χώρες.

Στην Ελλάδα είναι η κατάσταση των τραπεζών, το τεράστιο πρόβλημα με τα «κόκκινα δάνεια» που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τα μέχρι τώρα μέτρα (τις πωλήσεις δανείων σε funds και τους πλειστηριασμούς ακινήτων).

Στην Ιταλία είναι η ανησυχία για την εκτίναξη του χρέους σε συνδυασμό με τη σύγκρουση με τις Βρυξέλλες εξαιτίας της απόφασης της ιταλικής κυβέρνησης για μεγαλύτερα ελλείμματα από τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Όμως, για τους επενδυτές το πιο σημαντικό δεν είναι η αιτία της όποιας επισφάλειας, αλλά το ίδιο το γεγονός της. Γιατί όλα αυτά απλώς παραπέμπουν σε νέους κραδασμούς και άρα νέους κινδύνους για το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα.

Όταν συμβαίνει αυτό η αντίδραση των επενδυτών σε κάθε περίπτωση είναι η έξοδος από τέτοιες αγορές ή ο περιορισμός της έκθεσης σε αυτές. Και αυτό για μια αγορά σαν την ελληνική σημαίνει ένα πράγμα: «Πούλα». Γι’ αυτό άλλωστε και το ελληνικό χρηματιστήριο συνεχίζει την καθοδική του πορεία και με πτώση 2,61% έπεσε στις 641 μονάδες ενώ οι τραπεζικές μετοχές σφυροκοπήθηκαν άγρια και κατέγραψαν μεγάλες απώλειες.

Τα σύννεφα στην παγκόσμια οικονομία

Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με ένα διεθνές οικονομικό το οποίο μπορεί και να επιδεινωθεί. Οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης στην παγκόσμια οικονομία, επισκιάζονται από την ανησυχία που προκαλούν οι αντιπαραθέσεις γύρω από τον νέο «εμπορικό πόλεμο» αλλά και το ενδεχόμενο τυχόν εκτεταμένες κυρώσεις κατά του Ιράν να οδηγήσουν σε ακόμη πιο μεγάλη εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου.

Την ίδια στιγμή δεν είναι λίγοι αυτοί που επισημαίνουν δύο επιπλέον κομβικές πηγές αστάθειας στην παγκόσμια οικονομία.

Η πρώτη αφορά το γεγονός ότι μεσοπρόθεσμα οι αυξητικοί ρυθμοί στη Wall Street δεν θα διατηρηθούν καθώς τα όποια θετικά δεδομένα στην αμερικανική οικονομία δεν μπορούν αυτή τη στιγμή να αντιστοιχηθούν με τις τιμές στο χρηματιστήριο πράγματα που σημαίνει ότι τείνουμε προς νέα «φούσκα» και διόρθωση. Οι όροι αυτής της διόρθωσης θα έχουν πολύ ευρύτερο αντίκτυπο.

Η δεύτερη αφορά το ζήτημα του χρέους σε περιφερειακές οικονομίες. Τα όσα έγιναν και στην Τουρκία ανέδειξαν ένα ευρύτερο κίνδυνο χώρες που ευνοήθηκαν σε μια προηγούμενη περίοδο από τη ροή κεφαλαίων προς την περιφέρεια σήμερα να βρεθούν σε δυσμενή θέση εξαιτίας μιας τάσης επιστροφής κεφαλαίων προς τις ώριμες αγορές και προς πιο σίγουρες τοποθετήσεις.

Ο ιταλικός τυφώνας

Η αντιπαράθεση ανάμεσα στην Ιταλία και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς δεν είναι μια συγκυριακή αντιπαράθεση από αυτές που κατά καιρούς χαρακτηρίζουν την αέναη εσωτερική διαπραγμάτευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η Ιταλία έχει την ιδιαιτερότητα να είναι μια χώρα του «πυρήνα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία, όμως, διέθετε ανέκαθεν και μια επιφύλαξη των ίδιων των ελίτ της έναντι της αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης, αποτέλεσμα και της ειδικής βαρύτητας που ιστορικά είχαν οι βιομηχανικές επιχειρήσεις.

Επιπλέον, μέσα από μια συνθήκη διαρκούς πολιτικής κρίσης διαμορφώθηκε ένας κυβερνητικός συνασπισμός ο οποίος μπορεί να έχει λαϊκιστική ρητορική και ακροδεξιούς τόνους στο μεταναστευτικό, όμως ταυτόχρονα εκπροσωπεί και ένα αίτημα ανάκτησης μέρους της δυνατότητας λήψης αποφάσεων από τις Βρυξέλλες. Άλλωστε, ακόμη και ο Ματέο Ρέντσι είχε κατά καιρούς υπάρξει επικριτικός έναντι των πολιτικών της Γερμανίας, έστω και οι πολιτικές των κυβερνήσεων της ιταλικής κεντροαριστεράς ήταν κατά τεκμήριο «ευρωπαϊστικές».

Την ίδια ώρα η Ιταλία έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά χρέους για αναπτυγμένη χώρα, με το λόγο χρέους / ΑΕΠ να είναι πάνω από 130%. Το βασικό πρόβλημα δεν είναι μόνο το ποσοστό, αλλά και ο όγκος που φτάνει τα 2,3 τρισεκατομμύρια ευρώ.

Μέχρι τώρα παρά το μέγεθος του χρέους η Ιταλία δεν έμοιαζε να είναι σε «κρίση χρέους». Ας μην ξεχνάμε ότι η ιταλική οικονομία παρότι έχει χαμηλούς σχετικά ρυθμούς ανάπτυξης, εντούτοις έχει μεγάλο βάθος. Το τραπεζικό της σύστημα δεν έχει εμφανές πρόβλημα ρευστότητας και τα ιταλικά ομόλογα δεν έχουν υποβαθμιστεί, ενώ γίνονται κανονικά δεκτά από την ΕΚΤ.

Όμως, μέσα στο τωρινό κλίμα αντιπαράθεσης με τις Βρυξέλλες φαίνεται ότι τα προβλήματα μεγαλώνουν.

Επιπλέον, το ιταλικό κρατικό χρέος σχετίζεται άμεσα και με το τραπεζικό σύστημα. Ένα μεγάλο μέρος του δημόσιου χρέους της Ιταλίας είναι στα χαρτοφυλάκια των ιταλικών τραπεζών. Οποιαδήποτε επιδείνωση σε σχέση με το χρέος και υποχώρηση της αξίας των ομολόγων έχει επιπτώσεις στις ιταλικές τράπεζες με ορατό τον κίνδυνο να θελήσουν να απαλλαγούν από μέρος τους, με όλο το πρόβλημα ενός αρνητικού σπιράλ όπου η ανησυχία για το χρέος θα κάνει τις τράπεζες να πουλάνε και αυτό με τη σειρά του να επιδεινώνει την κατάσταση με το χρέος.

Η Ελλάδα στο μάτι του κυκλώνα

Όλα αυτά έχουν επιπτώσεις και στην Ελλάδα. Όταν υπάρχει αστάθεια στην παγκόσμια οικονομία ή σε κάποιους κόμβους της, η αυθόρμητη τάση των αγορών είναι να μετατρέπουν την αστάθεια σε αυξημένο ρίσκο και αυτό να επηρεάζει τις τιμές των ομολόγων και των άλλων χρεογράφων.

Όταν αυτό συμβαίνει σε μια οικονομία όπως η ιταλική, ή όταν υπάρχει μια διάχυτη ατμόσφαιρα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ένα εσωτερικό πρόβλημα, οι «αδύναμοι κρίκοι» βρίσκονται ακόμη περισσότερο στο στόχαστρο. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί η ιταλική κρίση μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ελληνική οικονομία.

Όμως, τα πράγματα είναι ακόμη πιο σύνθετα για την Ελλάδα από τη στιγμή που έχουμε ανοιχτά μέτωπα ούτως ή άλλως.

Παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να διαμορφώσει μια εικόνα ότι τα πράγματα πάνε καλά με το τραπεζικό σύστημα, η πραγματικότητα είναι ότι η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη.

Οι ελληνικές τράπεζες μπορεί να έχουν κάνει σημαντικά βήματα σε σχέση με τα «κόκκινα δάνειά» τους αλλά απέχουν πολύ από το να έχουν αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Για την ακρίβεια, ο κύριος όγκος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους παραμένει ακόμη στα χαρτοφυλάκιά τους. Την ίδια ώρα τα έσοδά τους από νέα δάνεια υποχωρούν και γιατί δίνουν λιγότερα δάνεια σε σχέση με το παρελθόν και γιατί η συνολική κατάσταση της οικονομίας είναι σε υποχώρηση.

Την ίδια στιγμή η διαδικασία επίλυσης των προβλημάτων αυτών έχει δυσκολίες. Όλες οι παραλλαγές διαμόρφωσης μιας “bad bank”, στη βάση και των σχετικών κατευθύνσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τα αυστηρά όρια της Ευρωπαϊκής Ένωση σε σχέση με τις κρατικές ενισχύσεις αλλά και το ερώτημα της συμμετοχής των ιδιωτών, την ίδια ώρα που ακόμη και μια τέτοια λύση θα πρέπει να συνδυαστεί με παράλληλη επιτάχυνση και επέκταση των πλειστηριασμών κατοικιών, με όλο το κοινωνικό κόστος που αυτό μπορεί να προκαλέσει.

Εάν συνδυάσουμε όλα αυτά τα στοιχεία με άλλα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και ιδίως την απουσία μιας αυτοτροφοδοτούμενης αναπτυξιακής δυναμικής, καταλαβαίνουμε γιατί η Ελλάδα μπαίνει στο στόχαστρο των αγορών, δηλαδή αντιμετωπίζεται ως μία χώρα σε προβληματική οικονομική συνθήκη.

Μια Ευρώπη σε εμπλοκή

Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με την αντιφατική και μεταβατική κατάσταση στην ίδια την Ευρώπη. Οι διαπραγματεύσεις για το Brexit είναι σε εξέλιξη χωρίς να έχουν αποσαφηνιστεί οι όροι με τους οποίους αυτό θα προχωρήσει και εάν θα γίνει με συμφωνία ή χωρίς. Οι διαφορές πολιτικής κουλτούρας με τις χώρες της «διεύρυνσης» όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία ή η Ρουμανία γίνονται όλο και πιο εμφανείς. Τα σχέδια για αναμόρφωση των ευρωπαϊκών θεσμών μένουν στα χαρτιά. Οι αντιπροσφυγικές φωνές πήραν σαφώς το πάνω χέρι σε βάρος των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στη Γερμανία και στη Γαλλία οι κυβέρνησης βρίσκονται σε κατάσταση σχετικής κρίσης νομιμοποίησης.

Την ίδια ώρα από το Eurogroup (παρά την εκλογή του πιο «συναινετικού» Μάριο Σεντένο) μέχρι την ΕΚΤ και τον ESM οι ευρωπαϊκοί θεσμοί που επιτηρούν την οικονομία αδυνατούν να προτείνουν κάτι άλλο από τη συνέχιση των προηγούμενων πολιτικών και κυρίως της εμμονής στη δημοσιονομική πειθαρχία.

Επιπλέον, σε μια μακρά προεκλογική περίοδο που δεν αφορά μόνο τη σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου αλλά και τη σύνθεση των ευρωπαϊκών οργάνων, είναι πολύ δύσκολο να περιμένουμε μεγάλες πρωτοβουλίες από τη μεριά της Ευρώπης, ιδίως από τη στιγμή που όλα αυτά θα σταθμίζονται και ως προς το εκλογικό κόστος.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι θα είναι πιο δύσκολο για την Ευρώπη να πάρει έγκαιρα μέτρα ή πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων.

Ασχολείται με τον Καμμένο

Η κυβέρνηση ασχολείται περισσότερο με τον Πάνο Καμμένο παρά με το τραπεζικό σύστημα

Είναι σαφές ότι είμαστε σε ένα τοπίο δύσκολο, με πραγματικούς κινδύνους που αποδεικνύει ότι η τυπική έξοδος από τα μνημόνια δεν σήμαινε και το τέλος των προβλημάτων.

Αντίθετα, η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε μια αντιφατική κατάσταση όπου τα «αρνητικά» των μνημονίων όπως είναι η επιτήρηση και η διαρκής διαπραγμάτευση με τους δανειστές ακόμη και για το τελευταίο μέτρο, δεν συνδυάζεται με την όποια σιγουριά ως προς τη χρηματοδότηση μπορεί να έδιναν οι δανειακές συμβάσεις (έστω και με το βραχνά της εκάστοτε αξιολόγησης).

Σε αυτή τη συνθήκη θα περίμενε κανείς αποφασιστικές αλλά καλά σχεδιασμένες παρεμβάσεις, μακροπρόθεσμη οπτική, προγραμματισμό των βημάτων, προσπάθεια διαμόρφωσης όρων συναίνεσης και στο κοινωνικό και στο πολιτικό επίπεδο και σταθερή στάση έναντι των ευρωπαϊκών θεσμών.

Αντιθέτως, η κυβέρνηση ενδιαφέρεται κυρίως για την προβολή συνεκτικών «αφηγημάτων» σε ένα εσωτερικό εκλογικό ακροατήριο, παρά για δώσει το μήνυμα ότι υπάρχουν ουσιαστικές επιλογές για τα ανοιχτά μέτωπα της οικονομίας.

Ενίοτε δείχνει να την αφορά περισσότερο η ισορροπία στη σχέση με τον Πάνο Καμμένο παρά ο έγκαιρος σχεδιασμός για τη θωράκιση π.χ. του τραπεζικού συστήματος. Αφιερώνει έτσι περισσότερο χρόνο και σκέψη στο πώς θα διατηρηθεί μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία παρά στο να ληφθούν έγκαιρα όλα τα αναγκαία μέτρα για την οικονομία.

Ο τρόπος με τον οποίο βιαστικά και χωρίς σχέδιο ανασύρθηκαν οι προτάσεις για «οχήματα ειδικού σκοπού» για την αντιμετώπιση των «κόκκινων δανείων» είναι χαρακτηριστικός.

Μόνο που όλα αυτά απλώς αυξάνουν τους κινδύνους για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.