Ο βρετανός υπουργός Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ δήλωσε τη Δευτέρα ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έχει την δημοσιονομική ικανότητα να αντεπεξέλθει στην έξοδο από την ΕΕ χωρίς μια συμφωνία, αλλά ο ίδιος εκτιμά ότι η διάθεση στις Βρυξέλλες είναι υπέρ της επίτευξης συμφωνίας.

Η σχεδιαζόμενη έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ τον ερχόμενο Μάρτιο έχει αυξήσει την ανασφάλεια στους εργαζόμενους με τις συνομιλίες αναφορικά με την μελλοντική σχέση ανάμεσα στην πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο με τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της, την ΕΕ, να είναι όλο και πιο τεταμένες.

«Είμαι ξεκάθαρος ότι θα έχουμε την δημοσιονομική ικανότητα να στηρίξουμε την βρετανική οικονομία αν βρεθούμε σε μια κατάσταση μη συμφωνίας», είπε ο υπουργός στο Sky News.

Ωστόσο, ο Χάμοντ δήλωσε ότι οι αμφιβολίες σχετικά με το μέλλον έχουν ήδη πλήξει την οικονομία και οι επόμενες λίγες εβδομάδες θα είναι κρίσιμες για την διασφάλιση μιας συμφωνίας με την ΕΕ.

«Η διάθεση είναι αναμφίβολα υπέρ μια συμφωνίας με το Ηνωμένο Βασίλειο. Ο κόσμος θέλει να ελαχιστοποιήσει την αναστάτωση που προκαλεί η επικείμενη έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, επιθυμεί να συνεχίσει να έχει μια σχέση με εμάς και μια ομαλή εμπορική συνεργασία στο μέλλον», είπε ο ίδιος στην τηλεόραση του BBC.

«Σαφώς έχει πληγεί η οικονομία μέσω της αβεβαιότητας που έχει προκαλέσει η διαδικασία του Brexit. Πολλές επιχειρήσεις κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια περιμένοντας να δουν το αποτέλεσμα αυτής της διαπραγμάτευσης προτού επιβεβαιώσουν τα επενδυτικά τους σχέδια».

Ο καθησυχασμός των επιχειρήσεων, ότι δηλαδή θα παραμείνουν στο επίκεντρο του σχεδίου των Τόρις για την οικονομία, θα είναι το κυρίαρχο θέμα στην ομιλία του Χάμοντ κατά τη σημερινή ημέρα της διάσκεψης του κόμματός του.

Η επιχειρηματική κοινότητα έχει εκφράσει την απόγνωσή της σε σχέση με την έλλειψη σαφήνειας της κυβέρνησης κατά την διαδικασία εξόδου.

«Στηρίζουμε τις επιχειρήσεις ως τον ακρωγωνιαίο λίθο μιας επιτυχημένης οικονομίας, ως μια δύναμη για το καλό της κοινωνίας μας και ως μια απαραίτητη έκφραση των αξιών μας», αναμένεται ότι θα πει ο Χάμοντ στην ομιλία του στο ετήσιο συνέδριο των Συντηρητικών στο Μπέρμιγχαμ.

Το Βρετανικό Εμπορικό Επιμελητήριο εξέφρασε την επιθυμία του οι Τόρις να ξεπεράσουν τις αρχικές διαφορές τους και να «παραδώσουν έμπρακτα, πρακτικές απαντήσεις στα συνεχιζόμενα ερωτήματα των επιχειρήσεων για το Brexit ώστε να αποφευχθεί μια άτακτη έξοδος από την ΕΕ».

ΑΠΡΕΠΕΣ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

Οι σχέσεις με τον επιχειρηματικό κόσμο επλήγησαν πρόσφατα όταν ο πρώην ΥΠΕΞ Μπόρις Τζόνσον απέρριψε τις ανησυχίες των επικεφαλής του τομέα αυτού χρησιμοποιώντας απρεπές λεξιλόγιο σε συνάντηση με διπλωμάτες της ΕΕ.

Το φαβορί των μπουκμέικερς για διάδοχος της Μέι, ο Τζόνσον, έχει γίνει η φωνή των σκληροπυρηνικών υπέρμαχων του Brexit στους κόλπους των Τόρις, οι οποίοι έχουν καταγγείλει το αποκαλούμενο σχέδιο «Τσέκερς» της Μέι και έχει παρουσιάσει τα δικά του σχέδια για μια εναλλακτική συμφωνία ελεύθερου εμπορίου.

Ο Χάμοντ είπε ότι η ιδέα του Τζόνσον δεν προσφέρεται από την ΕΕ.

«Αυτό που κάνει το Τσέκερς είναι να προσφέρει μια ενδιάμεση λύση, στον μεσαίο χώρο, δανειζόμενο τα καλύτερα στοιχεία και από τα δύο μοντέλα και να προτείνει τον καλύτερο τρόπο που να ανταποκρίνεται με επιτυχία στην εντολή του βρετανικού λαού στο δημοψήφισμα αλλά ταυτόχρονα να προστατεύει τις βρετανικές θέσεις εργασίας και τις βρετανικές επιχειρήσεις», τόνισε ο Χάμοντ στο Sky News.

Την περασμένη εβδομάδα, το αντιπολιτευόμενο κόμμα των Εργατικών επιχείρησε να προσεγγίσει τους επικεφαλής των επιχειρήσεων λέγοντας ότι οι Συντηρητικοί τους έχουν δώσει την ευκαιρία να υποβάλλουν μια εναλλακτική, αριστερή στρατηγική.

Παρά το γεγονός ότι το Brexit κυριαρχεί στις πολιτικές συζητήσεις, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η μεγαλύτερη ανησυχία για τους Βρετανούς είναι το Εθνικό Σύστημα Υγείας και όπως είπε ο Χάμοντ οι πολίτες θα πρέπει να πληρώσουν μεγαλύτερη φορολογία για να χρηματοδοτηθούν επιπλέον επενδύσεις.

«Η πρωθυπουργός ήταν πολύ σαφής και πολύ ειλικρινής απέναντι στον λαό (όταν είπε) ότι αν θέλουμε στο μέλλον ένα καλύτερο NHS (ΕΣΥ) για να υποστηρίξουμε τον γηράσκοντα πληθυσμό, φυσικά και θα πρέπει να δεχτούμε υψηλότερη φορολογία για να χρηματοδοτήσουμε αυτές τις υπηρεσίες».