Οταν ήμουν μικρή έβλεπα τον ίδιο εφιάλτη για πολλά πολλά χρόνια, ότι πλησιάζω μια χαμηλή φωτιά και αυτή φουντώνει και με τυλίγουν οι φλόγες και με καίνε. Δεν κράτησα ποτέ λαμπάδα και ακόμη φοβάμαι τον Επιτάφιο και την Ανάσταση. Μου πήρε πολλά χρόνια να ανάψω έναν απλό αναπτήρα.

Ολα τα ζώα φοβούνται τη φωτιά.

Κάποια στιγμή πριν από την εφηβεία, διάβασα ή άκουσα στην τηλεόραση –δεν θυμάμαι πια –ότι η κατάκτηση της φωτιάς από τον άνθρωπο ήταν κρίσιμη για την εξέλιξή του πέρα από τα υπόλοιπα θηλαστικά. Τον έσωσε από αρρώστιες, κρύο και από άγρια θηρία, έγινε το όπλο του και το εργαλείο του κι αυτός την έκανε μύθο. Στην Ελλάδα ήταν ο Προμηθέας, που την έκλεψε από τους θεούς και την έδωσε στους ανθρώπους και ο Δίας τον τιμώρησε αιώνια γι’ αυτό. Οχι για την κλεψιά, αλλά για τη δύναμη που έδωσε στους θνητούς. Αλλοι τον κλέφτη της φωτιάς τον είπαν Ματαρισβάν, Λόκι ή Αζαζέλ.

Το 2007 ήμουν στη Θεσσαλονίκη και παρακολουθούσα από την τηλεόραση να καίγεται ο τόπος της μάνας μου με την ανάσα κομμένη μέχρι να με βεβαιώσουν ότι είχαν βγάλει την ανάπηρη γιαγιά μου από το σπίτι της.

Εκτοτε διάβασα, ρώτησα, έψαξα, είδα ντοκιμαντέρ, ρεπορτάζ, μίλησα με φορείς, με περιβαλλοντολόγους, με πολιτικούς, με κάθε ευκαιρία ρωτούσα τι πήγε στραβά και καμία απάντηση δεν με ηρεμούσε. Μια λέξη επαναλαμβανόταν ως παράπονο ή ως οργή: ο συντονισμός. Οσα και να πούμε για τα δάση, για τα σπίτια, για το όραμα του αυθαίρετου εξοχικού, τις θεωρίες συνωμοσίας με πράκτορες ή οικοδομικές εταιρείες και την κλιματική αλλαγή, οι ευθύνες αναζητούνται πάντα σε αυτούς που τις έχουν επωμιστεί. Δεν γίνεται να ακούς ότι η κάθε αρμόδια υπηρεσία προετοιμάζεται ξεχωριστά. Οτι δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Οτι η μία υπερκαλύπτει την άλλη, αλλά δεν συνεργάζεται μαζί της. Δεν γίνεται να καταλήγουν οι έρευνες και τα δικαστήρια να καταδικάζουν δημάρχους και νομάρχες και φορείς και οι πράκτορες – εμπρηστές να είναι βασικά 85χρονες γιαγιάδες, αλλά να αναπαράγουν όλοι το παραμύθι ότι η συντριπτική πλειονότητα των πυρκαγιών οφείλεται σε δόλιες ενέργειες όταν δεν υπάρχουν αποδείξεις γι’ αυτό, αλλά μόνο για το αντίθετο. Δεν είναι δυνατόν να συζητάμε κάθε τρεις και λίγο αν θα πληρώνουμε κι αν θα εκπαιδεύουμε όλο τον χρόνο πυροσβέστες και να απαιτούν κάποιοι να ρίχνονται στις φλόγες εποχικοί και συμβασιούχοι για να τους παινεύουν ως ήρωες των τρεις κι εξήντα τη θερινή σεζόν και να τους ταπεινώνουν όταν ζητάνε να έχουν ως μόνιμη εργασία τον κίνδυνο υπέρ ανθρώπου και πατρίδας.

Κατέληξα ότι ο μόνος ασύμμετρος κίνδυνος είναι να βρεθείς σε κίνδυνο υπ’ ευθύνη του ελληνικού κράτους. Δεν είμαι ο άνθρωπος που βρίζει το κράτος κάθε τρεις και λίγο, αντιθέτως. Μάλλον για ροπή σε έναν ιδεαλιστικό κρατισμό μπορείς να με κατηγορήσεις, για φιλελευθερισμό σίγουρα όχι. Κολλάμε στο μεγάλο και το μικρό κράτος και αφήνουμε πίσω αν κάνει τη δουλειά του. Γιατί δεν γίνεται να ζεις το ίδιο λάθος ξανά και ξανά. Από ένα σημείο και μετά τα ίδια λάθη παύουν να είναι λάθη και είναι… εδώ ο καθένας βάζει όποια λέξη καταλαβαίνει.

Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν καίγονται άλλοι. Οι νεκροί του 2007 δεν ήταν άλλοι. Οι νεκροί προχθές δεν ήταν άλλοι. Μπορούσα να είμαι εγώ κι εσύ σε εκείνη την παραθαλάσσια ταβέρνα. Και μετά τις βουτιές να τρώμε καλαμαράκια με τα μαγιό και την αλμύρα στα μαλλιά μας πριν καούμε αγκαλιά. Μπορούσα να είμαι εσύ κι εγώ στην παραλία των παιδικών μας μπάνιων, μία μέρα ολόκληρη με τις ίδιες σαγιονάρες, από το πρωί στον ήλιο και πριν φτάσουμε το βράδυ στο θερινό ή στον πλανόδιο με το ψητό καλαμπόκι, να μας νικήσουν οι φλόγες σε κυνηγητό μέσα στο νερό. Είναι κρίσιμο να το νιώσω και να το νιώσεις αυτό, να φύγει αυτό από τον γ’ ενικό για να πονέσει, να νιώσω πόνο στο πετσί μου και στο στομάχι μου, για να το πάρω και να το πάρεις προσωπικά. Ναι, είναι προσωπικό. Γιατί είναι κρίσιμο να έχω και να έχεις προσδοκίες πραγματικές, να απαιτώ και να απαιτείς να μην πεθάνω και να μην πεθάνεις έτσι. Εγώ. Εσύ. Κανείς.

Ο παιδικός μου εφιάλτης

Φοβάμαι πάρα πολύ ακόμη τη φωτιά. Κάθε καλοκαίρι βλέπω στην τηλεόραση

τον παιδικό μου εφιάλτη γιατί αντί να ζω τον μύθο

του ανθρώπου που κατέκτησε τη φωτιά και που μπορεί κάπως να την ελέγξει, νιώθω όλο και πιο πολύ σαν το μικρό ζωάκι που ξέρει μόνο τρόμο και φυγή.