Φούστες φαρδιές και μάξι με πολύχρωμα βολάν κι άλλες λίγο κάτω από το γόνατο, εφαρμοστές που αναδεικνύουν την περιφέρεια, συνδυάζονται με στενά κορσάζ που αφήνουν ακάλυπτο το στήθος. Κοντά γιλέκα διακοσμημένα με πλουμιστές ταινίες και φούντες στα μανίκια, σάλια πλεγμένα με χάντρες, αλλά και ριχτά φορέματα που κάποιες φορές τα φορούσαν με ζώνη στη μέση. Είναι όλα όσα θα βλέπαμε αν είχαμε την ευκαιρία να ρίξουμε μια ματιά στο βεστιάριο της Αριάδνης ή της Ωραίας Ελένης. Και μπορεί όντως να μην μπορούμε να δούμε τα καμωμένα από υφάσματα λινά, μάλλινα και μεταξωτά καθώς δεν κατάφεραν να επιβιώσουν στις χιλιετίες, όπως η φήμη των διάσημων γυναικών που τα φορούσαν κι έμεινε μόνο η εικόνα τους στις «φωτογραφίες» της εποχής –τις μινωϊκές και μυκηναϊκές τοιχογραφίες –να προκαλεί τον θαυμασμό, αλλά και αναρίθμητες απορίες γύρω από τη μόδα του προϊστορικού κόσμου του Αιγαίου.

Μια βόλτα όμως ώς τις αίθουσες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου μπορεί να μας λύσει ορισμένες εξ αυτών και να μας φέρει πιο κοντά στις ενδυματολογικές επιλογές των Μινωιτών και των Μυκηναίων μέσα από τις ανασυνθέσεις των πολυτελών τους ρούχων, καθώς στις αίθουσές του έχουν βρει θέση έξι φορέματα – αποτελέσματα του πειραματικού εργαστηρίου που φέρει την υπογραφή της ειδικής στην ενδυμασία στο Αιγαίο κατά την Υστερη Εποχή του Χαλκού (1600 -1200 π.Χ.) δρος Μπερνίς Τζόουνς.

«Τα ρούχα εκείνης της περιόδου ήταν πολύ απλά, αλλά τα διακοσμούσαν για να γίνονται πλουμιστά», λέει στα «ΝΕΑ» η δρ Τζόουνς που ασχολείται με τη δημιουργία αντιγράφων αρχαίων ενδυμάτων από το 1980 κι αφού ερωτεύτηκε τον κόσμο του προϊστορικού Αιγαίου όταν πήρε μέρος το 1973 στην ανασκαφή του Ακρωτηρίου της Θήρας υπό τη διεύθυνση του Σπυρίδωνα Μαρινάτου. «Το κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν ότι ήταν πρακτικά. Στα φορέματα επί παραδείγματι άφηναν επιπλέον ύφασμα στο εσωτερικό ώστε αν μείνουν στην περίοδο της εγκυμοσύνης να μπορούν οι γυναίκες να τα ανοίγουν και εν συνεχεία να τα ξαναστενεύουν», εξηγεί η δρ του Ινστιτούτου Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, συγγραφέας του εξαντλημένου της βιβλίου –μεταξύ άλλων –«Οι μίτοι της Αριάδνης», που πλέον διατίθεται από το Amazon μεταχειρισμένο από 1.500 έως 3.000 δολάρια!

Ποια ήταν τα κύρια κομμάτια της γκαρνταρόμπας όσων έζησαν στην Υστερη Εποχή του Χαλκού;

Ενα από τα πιο χαρακτηριστικά κομμάτια ήταν ο εανός, που αναφέρεται και από τον Ομηρο, ένας αμάνικος λεπτός χιτώνας πάνω από τον οποίο φορούσαν φούστες με βολάν. Ενα άλλο είναι ο χιτώνας, ένα unisex ρούχο, πολύ απλό στην κατασκευή του, με μια οριζόντια λαιμόκοψη και διακοσμητικές ταινίες στο περίγραμμά του οι οποίες έχουν ως στόχο να κρύβουν τα ξέφτια και τις πλαϊνές ραφές. Οι άνδρες φορούσαν κιλτ, φούστες δηλαδή κι ένα ακόμη είδος χιτώνα που τον έδεναν στον έναν ώμο, κάπως σαν τα παρεό που φοράμε σήμερα στην παραλία.

Κι όσον αφορά τα υφάσματα,τα χρώματα και τα σχέδια;

Τα υφάσματα ήταν κατά κύριο λόγο λινά, μάλλινα και μεταξωτά. Τα αγαπημένα τους χρώματα ήταν το κροκί, το λευκό, το μπλε σε διάφορες αποχρώσεις και το κόκκινο. Oσο για το ντεσέν των υφασμάτων, σχηματίζονταν στον αργαλειό και μπορούσαν να είναι από γεωμετρικά σχέδια έως λουλούδια.

Η μελέτη των ενδυμάτων τι μας λέει για την ταυτότητα αυτών που τα φορούσαν;

Η ενδυματολογική τάση με τις μακριές φούστες με βολάν φαίνεται ότι φτάνει στον μινωικό πολιτισμό από τη Μεσοποταμία και διατηρείται και στον μυκηναϊκό. Εκεί τέτοια ρούχα φορούν κυρίως θεοί και μεταφέρθηκαν στο Αιγαίο μαζί με θρησκευτικά στοιχεία. Οι Mινωίτες και οι Mυκηναίοι που τα φόρεσαν πρέπει να ήταν ιερείς και αριστοκράτες. Αν αναλογιστεί κάποιος ότι τους βλέπουμε να απεικονίζονται με αυτά σε τοιχογραφίες ή σε έργα γλυπτικής είναι σαφές ότι ανήκαν στα υψηλά κοινωνικά και οικονομικά στρώματα που μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στο κόστος μιας τέτοιας καλλιτεχνικής ανάθεσης.

Aλλαζε η μόδα στο προϊστορικό Αιγαίο;

Τα στοιχεία μας δίνουν καταφατική απάντηση. Oπως είπαμε, η φούστα με τα βολάν φτάνει στους Μινωίτες από τη Μέση Ανατολή. Την προσάρμοσαν όμως στη δική τους αισθητική και έδωσαν στα βολάν το σχήμα του πιο σημαντικού θρησκευτικού τους συμβόλου, του διπλού πέλεκυ. Ο χιτώνας επίσης είναι ένα ρούχο που δεν υπήρχε στην Κρήτη. Εμφανίστηκε μαζί με την κάθοδο των Μυκηναίων και δεν έφυγε έκτοτε σχεδόν ποτέ από τη μόδα του αρχαίου ελληνικού κόσμου.

Πόσο κοντά στην πραγματικότητα βρίσκονται οι ανασυνθέσεις των ρούχων που παρουσιάζετε στο ΕΑΜ στο πλαίσιο της έκθεσης «Οι αμέτρητες όψεις του ωραίου»;

Πιστεύω ότι είναι πολύ κοντά στα ρούχα του προϊστορικού Αιγαίου. Βασίστηκα σε λογογράμματα της Γραμμικής Β, σε τοιχογραφίες, σε έργα γλυπτικής, όπως και σε σωζόμενα υφάσματα από την Αίγυπτο, τα οποία είναι παλαιότερα και μας δίνουν πολύτιμα στοιχεία τεχνογνωσίας. Δυστυχώς από το Αιγαίο έχουμε ελάχιστα δείγματα που έφτασαν ώς σήμερα και δεν γνωρίζουμε αν προέρχονται από ενδύματα. Εχει σημασία να τονίσουμε ότι μέσα από αυτό το πειραματικό εργαστήριο εστιάζουμε στον τρόπο που φτιάχνονταν τα ρούχα, όχι σε επιμέρους λεπτομέρειες.

Δεν έχουμε αρκετά στοιχεία για να ανακατασκευάσουμε τα υφάσματα, γι’ αυτό και δουλεύω με υφάσματα του εμπορίου τα οποία ζωγραφίζω για να αποδώσω τα σχέδια. Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε και βεβαίως δοκιμές.