Το «καθήκον» να θυμόμαστε τις τραγωδίες –πολέμους, πραξικοπήματα, δολοφονίες, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας –και να μνημονεύουμε τα θύματα έχει γίνει μέρος της θρησκείας του πολιτισμού μας. Δεν είναι παλιό φαινόμενο: μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα τη μνήμη (και τα «μνημεία»), καθώς και την ιστορική αφήγηση καθόριζαν οι εξουσίες και οι νικητές: οι βασιλιάδες έστηναν αγάλματα δοξάζοντας τον εαυτό τους· λόγου χάρη, δεν ετέθη ζήτημα μνημόνευσης των πεσόντων στη μάχη του Αούστερλιτς. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, μια καταστροφή χωρίς λογικά αίτια, άλλαξε αυτό το κατεστημένο και ανέδειξε τον ανώνυμο ήρωα: τον νέο άνθρωπο που, θύμα των ισχυρών, πέφτει στο πεδίο της μάχης ―για το τίποτα. Καθώς οι κοινωνίες ωρίμαζαν, άρχισαν να στοχάζονται πάνω στα σωματικά και ψυχικά τραύματα του πολέμου· στις επιπτώσεις που είχε ο πόλεμος στους ηττημένους και στους επιζήσαντες· στις επιπτώσεις που είχε στην ίδια την ειρήνη. Κι όμως, η λεγόμενη χαμένη γενιά που ενηλικιώθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έχοντας ζήσει φρικαλεότητες στα χαρακώματα, συνέχισε τη ζωή της χωρίς να κοιτάζει πίσω: κατά κάποιον τρόπο ξέχασε τον πόλεμο αγκαλιάζοντας το όνειρο της ευημερίας και της προσωπικής ευτυχίας. Ετσι χτίστηκε ο μοντέρνος κόσμος.

Το ίδιο μπορούμε να πούμε για τους ανθρώπους που πολέμησαν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο: γύρισαν από το μέτωπο για να εργαστούν και να προκόψουν εν ειρήνη. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, η συλλογική μνήμη εστιάζει στην εξόντωση των Εβραίων: το Ολοκαύτωμα αναδείχθηκε στο ηθικό κέντρο της μνήμης. Εκτοτε προσπαθούμε να βρούμε νόημα σε παράλογες πράξεις· αλλά η αναζήτηση του νοήματος γίνεται όλο και πιο οδυνηρή. Η ρήξη ανάμεσα σε μνήμη δημιουργική –ζήσαμε ό,τι φρικτό ζήσαμε αλλά θα το ξεχάσουμε και θα προχωρήσουμε σε νέες περιπέτειες –και σε μνήμη καθήλωσης χρονολογείται από τον πόλεμο του Βιετνάμ. Πολλοί από εκείνους τους βετεράνους (υπενθυμίζω ότι ήταν ο τελευταίος πόλεμος των Δυτικών που έγινε με γενική επιστράτευση: στο εξής όλοι οι στρατοί, εκτός του ελληνικού, έγιναν επαγγελματικοί) πιθανότατα επειδή αδιαφορούσαν για την τύχη του Βιετνάμ –με αποτέλεσμα ο εξ ορισμού παραλογισμός του πολέμου να εμφανίζεται τερατώδης –δεν επέστρεψαν σαν ήρωες· επέστρεψαν σαν θύματα. Η ιστορική μνήμη επικεντρώθηκε στις αποτυχίες, στις ωμότητες· στην απουσία νοήματος.

Η επίμονη μνήμη ενέχει μια μορφή αυταρέσκειας. Αν λάβουμε υπόψη ότι η ζωή μας διαρκεί εκατό χρόνια το πολύ, ότι τα αγαπημένα μας πρόσωπα μάς θυμούνται για πενήντα χρόνια το πολύ μετά τον θάνατό μας κι ότι τα έργα των περισσοτέρων δεν υπερβαίνουν το όριο της ζωής, το να θυμόμαστε δεν έχει ιδιαίτερη χρησιμότητα. Το πένθος, στο οποίο οδηγεί η επίμονη μνήμη, είναι μια περίοδος που, αν δεν έχει τέλος, οδηγεί σε δυστυχία, αδράνεια και ανευθυνότητα. Επίσης οδηγεί σε εκδικητικότητα. Για παράδειγμα, η προπαγάνδα του πένθους για τη δήθεν ταπεινωτική Συνθήκη των Βερσαλλιών συνέβαλε στην έξαρση του γερμανικού εθνικισμού και ρεβανσισμού. Το σίγουρο είναι πως η μνήμη του θύματος, είτε πρόκειται για αληθινό είτε για φανταστικό θύμα, αποτρέπει από τη σκληρή δουλειά της συγχώρεσης και της συμφιλίωσης.

Η μνήμη δεν αποτυπώνει τα πραγματικά γεγονότα. Τι «πραγματικό» είχε το ξύπνημα της εθνικής μνήμης των Γιουγκοσλάβων που αλληλοσφαγιάστηκαν στη δεκαετία του 1990; Τι πραγματικό έχει η μνήμη του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα; Ακριβώς επειδή υπάρχει η «μνήμη», δηλαδή οι λαϊκές δεισιδαιμονίες, οι κληρονομημένες ιδέες, οι επέτειοι για όσα συνέβησαν από το 1940 μέχρι το 1974, η επιστήμη της ιστορίας απουσιάζει. Η κυρίαρχη άποψη για τη μνήμη παραμένει εκείνη του Αβισάι Μαργκάλιτ και του Τσβέταν Τοντόροφ: τίποτα όμως δεν μας εγγυάται ότι αν θυμόμαστε τα εγκλήματα του παρελθόντος δεν θα τα επαναλάβουμε.

Η λήθη απαιτεί δύναμη, ψυχική γενναιοδωρία. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά –είναι περιττό να το προσθέσω, αλλά το προσθέτω –ότι πρέπει να πάθουμε ομαδικώς αμνησία ή να παραιτηθούμε από την επιδίωξη της δικαιοσύνης. Η λήθη έχει αξία και προσδίδει ζωτική δύναμη όταν συμβαδίζει ή έπεται της συγχώρεσης. Αν πάρουμε ως παράδειγμα τον Μήνα Μαύρης Ιστορίας που «γιορτάζεται» κάθε Φεβρουάριο στα αμερικανικά λύκεια, αποκτάμε μια εικόνα της παρεξήγησης επικίνδυνης για την κοινωνική συνοχή: οι μαθητές μαθαίνουν για τη δουλεία, για τους αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα· για όσα έχουν υποφέρει οι Αφροαμερικανοί από τους λευκούς –όχι από τον λευκό συμμαθητή τους· από τους λευκούς περασμένων γενεών, οι οποίοι, αδίκως, καθρεφτίζονται στο πρόσωπο των σημερινών. Το μίσος διαιωνίζεται· εντείνεται ο αφροαμερικανικός εθνικισμός που αφυπνίζει φυλετικά μίση. Αντί, στη διάρκεια του Μήνα Μαύρης Ιστορίας, να διδάσκονται τα παιδιά τα επιτεύγματα της μαύρης φυλής –τη συνεισφορά της στον αμερικανικό πολιτισμό: στη μουσική, στη λογοτεχνία, στην πολιτική –μαθαίνουν για τα εγκλήματα μιας φυλής επί μιας άλλης και μάλιστα χωρίς το φίλτρο των διαφορετικών συνθηκών, γνώσεων και αντιλήψεων. Οσο για τη μνήμη της ήττας του αμερικανικού Νότου στον Πόλεμο της Απόσχισης, διατηρείται ζωντανή μέσω της τοπικιστικής και ρατσιστικής προπαγάνδας των πολιτειών του Νότου. Υπό αυτή την έννοια, η απόφαση πολλών δήμων να αποκαθηλώσουν αγάλματα «ηρώων» του αμερικανικού εμφυλίου είναι λανθασμένη· η αποκαθήλωση προκαλεί αναμόχλευση των παθών· τα αγάλματα πρέπει να αφήνονται να φθαρούν στη βροχή και στη σκόνη.

Η βιομηχανία της μνήμης έχει κατακτήσει τεράστιο πολιτισμικό χώρο και η πολιτική έχει οικειοποιηθεί την ιστορία: παράδειγμα τούτων των ημερών η επέτειος της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη· ο οποίος δεν είχε τίποτα κοινό με το ήθος και το όραμα του αριστερού ολοκληρωτισμού. Οι «νεκροί», τα θύματα που τιμάμε με τόση μεγαλοστομία, δικαιώνονται με έναν και μοναδικό τρόπο: με τη βελτίωση της ζωής πάνω στη γη. Ο νόμος περί αναμόχλευσης των παθών που ψηφίστηκε μετά το τέλος του εμφυλίου περιείχε μια σοφία την οποία δεν καταλάβαινε τότε ούτε η μία ούτε η άλλη πλευρά. Με τα γνωστά αποτελέσματα.