Από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο η Ελλάδα εντάσσεται σε ένα πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας με αυστηρή αιρεσιμότητα και τριμηνιαίες αξιολογήσεις. Η καθαρή έξοδος έχει τοποθετηθεί ήδη εντός εισαγωγικών και ένα υβριδικό Μνημόνιο επιδιώκεται από τους δανειστές να διαδεχθεί αυτό το οποίο θα λήξει.

Το συμπέρασμα προκύπτει από εκτενή έκθεση της HSBC, η οποία καταρτίστηκε έπειτα από σειρά επαφών στελεχών της με τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο και εκπροσώπους της Κομισιόν, του ΔΝΤ και της Κεντρικής Τράπεζας. Στην εικόνα που συντίθεται με βάση τα όσα αποκόμισαν από τις συναντήσεις τα στελέχη της τράπεζας ξεχωρίζει η ξεκάθαρη θέση της ΕΚΤ –όπως αποτυπώνεται στην έκθεση –σύμφωνα με την οποία «θα υπάρχει σκληρή αιρεσιμότητα ως τμήμα της ενισχυμένης μεταπρογραμματικής συμφωνίας, ξεκινώντας από τον Σεπτέμβριο, προκειμένου να καλυφθούν οι ανησυχίες της Γερμανίας».

Παρ’ ότι τα κομμάτια του παζλ τα οποία αφορούν την ακριβή μεθοδολογία διευθέτησης του ελληνικού χρέους και τη μορφή της συμμετοχής του ΔΝΤ στην επόμενη μέρα παραμένουν συγκεχυμένα, η τράπεζα καταγράφει αισιοδοξία για την έξοδο της Ελλάδας από το τρίτο πρόγραμμα τον προσεχή Αύγουστο –αν και επισημαίνει τις καθυστερήσεις –και δίνει το στίγμα της επόμενης μέρας με την έκφραση: «η μεταπρογραμματική εποπτεία μπορεί να μην είναι και πολύ ανόμοια με ένα επιπλέον πρόγραμμα».

Την εκτίμησή της αυτή η HSBC τη στηρίζει κυρίως στις συνομιλίες που είχε με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. «Η ελληνική κυβέρνηση ήταν αισιόδοξη ότι η μεταμνημονιακή εποπτεία θα είναι πολύ ήπια αλλά η δική μας αίσθηση, συνομιλώντας με την Κομισιόν, ήταν ότι θα είναι αρκετά βαριά» σημειώνει, επισημαίνοντας ότι η απουσία ανάγκης κεφαλαίων από την Ελλάδα για την εξυπηρέτηση του χρέους θα μπορούσε να αυξήσει τον κίνδυνο εκτεταμένων καθυστερήσεων στην ολοκλήρωση των αξιολογήσεων.

Το «καρότο». Με άλλα λόγια, οι δανειστές φέρεται να αναζητούν διασφαλίσεις ότι μετά την έξοδο από το τρίτο Μνημόνιο οι ελληνικές κυβερνήσεις θα μείνουν πιστές στις δεσμεύσεις που θα έχουν αναλάβει για τη μεταπρογραμματική περίοδο και δεν θα τα τινάξουν όλα στον αέρα.

Το «καρότο», για την τήρηση των δεσμεύσεων, κατά την εκτίμηση της τράπεζας, θα είναι η σταδιακή εκταμίευση ποσού 5 δισ. ευρώ προερχόμενου από τα κέρδη διακράτησης ελληνικών ομολόγων από ΕΚΤ και κεντρικές τράπεζες (SMP’s και ΑNFA’s).

Το ακριβές εύρος και η φύση των δεσμεύσεων που θα απαιτηθούν δεν έχουν ξεκαθαρίσει ακόμα. Αν ο μηχανισμός της αιρεσιμότητας είναι πολύπλοκος και συνδέεται έντονα με την υλοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών «το μέλλον της Ελλάδας παραμένει αβέβαιο», εκτιμά η HSBC σε αντιδιαστολή με ένα πλαίσιο αιρεσιμότητας σε σχέση με τα πρωτογενή πλεονάσματα το οποίο θα έδινε επαρκή καθαρότητα και ασφάλεια στις αγορές. Τονίζει επίσης ότι θα είναι κρίσιμο να δούμε αν θα υπάρχουν στόχοι για τις ιδιωτικοποιήσεις –που έως τώρα είναι κατώτερες των προσδοκιών –οι οποίοι θα περιληφθούν στη μετά το πρόγραμμα επιτήρηση.

Το ΔΝΤ. Η συμμετοχή του ΔΝΤ αποτελεί επίσης πεδίο έντονης ασάφειας. Εκτιμάται ότι ο χρόνος δεν επαρκεί προκειμένου να υλοποιήσει το Ταμείο το πρόγραμμα εν αναμονή το οποίο ενέκρινε για την Ελλάδα τον περσινό Ιούλιο. Ο Πολ Τόμσεν είχε προειδοποιήσει από την εαρινή σύνοδο του Ταμείου ότι ο χρόνος τελειώνει και πως για την ενεργοποίηση του προγράμματος απαιτείται και η ολοκλήρωση τουλάχιστον μίας αξιολόγησης από το ΔΝΤ. Κατά την άποψη της τράπεζας, η ενεργοποίηση ή μη του προγράμματος του Ταμείου μικρή σημασία έχει, δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται τα κεφάλαια του προγράμματος. Το κρίσιμο σημείο είναι η σφραγίδα του ΔΝΤ στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, τόσο για τις αγορές όσο και για τους οίκους αξιολόγησης. «Σε αυτό το μέτωπο φύγαμε από την Αθήνα περισσότερο αισιόδοξοι από όσο ήμασταν όταν πήγαμε, εν μέρει εξαιτίας της πρόθεσης του ΔΝΤ να διατηρήσει την παρουσία του στην Ευρώπη. Γι’ αυτό, μια ανάμειξη του Ταμείου στη μεταπρογραμματική εποπτεία είναι πιθανή», σημειώνεται στην έκθεση.

Την ίδια ώρα σε απολογιστική επιστολή του προέδρου του Eurogroup Μ. Σεντένο στους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης, αναφορικά με την τελευταία συνεδρίαση του συμβουλίου, αναφέρεται το ορόσημο της 24ης Μαΐου για την επίτευξη συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο για την τέταρτη αξιολόγηση (στις 14 Μαΐου ξεκινούν οι συνομιλίες με το κουαρτέτο) ενώ γίνεται αναφορά στις «συνεχείς μεταρρυθμιστικές προσπάθειες» της Ελλάδας τα χρόνια μετά το πρόγραμμα. Στην ίδια επιστολή καταγράφεται η πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης να μη ζητήσει διάδοχη συμφωνία (successor arrangement).