Ζητήματα της μόδας και της σχέσης με τον κινηματογράφο ενός οίκου με ιστορία και επιδραστικότητα ήταν η άλλη αφορμή που το Γαλλικό Ινστιτούτο της οδού Σίνα «ντύθηκε» σε στυλ Dior. Ο γενικός διευθυντής του Μουσείου Dior Φιλίπ Λε Μουλτ και ο σκηνοθέτης Ντομινίκ Αντ συνομίλησαν περί κομψότητας και χαμένου παραδείσου μετά την προβολή της ταινίας του Αντ με θέμα τα παιδικά χρόνια του Christian Dior και την επίδραση του οίκου ως ένα από τα φαινόμενα της μόδας του 20ού αιώνα. Καλεσμένη στην Αθήνα και η Ρόσι Ντε Πάλμα στην ίδια φεστιβαλική διοργάνωση –του φετινού Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου –στην προβολή της ταινίας της «Ωραίο μου διαζύγιο». Ο γάλλος πρεσβευτής Κριστόφ Σαντεπί παρέθεσε κοκτέιλ για να τιμήσει οργανωτές και χορηγούς του φεστιβάλ και υποδέχτηκε στην πρεσβευτική κατοικία την ισπανίδα ηθοποιό. Η καλλιτέχνιδα ήταν ντυμένη με ένα μαύρο σακάκι-κάπα του οποίου το μανίκι ήταν διακοσμημένο με ασημοκλωστή. «Το αγόρασα από το Μεξικό» είπε η παθιασμένη πρωταγωνίστρια. Και ενθουσιάστηκε όταν έμαθε πως συγγενεύει σε πατρόν και κέντημα με τη φέρμελη που φοράνε οι δικοί μας Εύζωνοι της Προεδρικής Φρουράς.

Λάμψεις και κρότοι στο Μέγαρο Μουσικής

Το Βερολίνο και η σκοτεινιά του προσκάλεσαν την αθηναϊκή κοινότητα φίλων της σύγχρονης δημιουργίας –θα τολμήσω να ισχυριστώ τα μέλη της οποίας ρέπουν προς τη δύναμη και την τόλμη της πρωτοπορίας –να συναντηθούν στην παράσταση της Σάσα Βαλτζ. Πυκνωτής περιώνυμων προσωπικοτήτων αποδείχθηκε η βερολινέζα χορογράφος και η παράστασή της «Kreatur», για την οποία συγκεντρώθηκαν στο φουαγέ της αίθουσας Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής πολλοί εκφραστές της σύγχρονης κομψότητας, της ελληνικής διανόησης, της συγγραφικής δραστηριότητας, της εικαστικής αναζήτησης και των θεατρικών πειραματισμών.

Ομως το «Kreatur» μαγνήτισε και τους κυνηγούς κεφαλών της μόδας, όλους και όλες δηλαδή που το όνομα της σχεδιάστριας Ιρις βαν Χέρπεν δεν τους ήταν άγνωστο. Και πραγματικά ένιωσαν δικαιωμένοι από το σύνολο της παράστασης συζητώντας γι’ αυτή τη σύνθεση σωμάτων, παράξενων κοστουμιών, ήχων και φωτισμών. Να ήταν τα υλικά 3D της Βαν Χέρπεν που μετατόπιζαν τον όγκο των κοστουμιών των χορευτών σε μία ρευστή ύλη που έβγαινε από το σώμα και διαχεόταν στη σκηνή; Μήπως το κράμα φυσικών ήχων και μηχανικών κρότων της μουσικής των Soundwalk Collective, του σχήματος που συγκέντρωσε ήχους κτιρίων του 20ού αιώνα; Από τον βερολινέζικο ναό της τέκνο μουσικής «Berghain» που παλιά ήταν εργοστάσιο, οι ήχοι αναμείχθηκαν με φωνές ανακριτών από τις πολιτικές φυλακές της Στάζι (εκεί όπου στεγάζεται σήμερα το Μουσείο Ευρωπαϊκής Μνήμης και Συνείδησης – Hohenschönhausen Memorial) ώστε η εξουσία, η γραμμή μαζικής παραγωγής, ο βιομηχανικός και κοινωνικός έλεγχος να διατρέξουν την κατάμεστη αίθουσα Τριάντη. Και μόνο όταν τα πανερωτικά συμπλέγματα των χορευτών παρουσίασαν τη νέα πραγματικότητα στα έμφυλα ζητήματα η ατμόσφαιρα επέστρεψε σε μία αισθαντική απαλότητα που ζέστανε τους θεατές χάρη στο τραγούδι «Je t’aime moi non plus» με το αξεπέραστο ντουέτο Σερζ Γκενσμπούρ –Τζέιν Μπίρκιν.