Είναι και η κηδεία είδος κοινωνικής εκδήλωσης που προστρέχουν γνωστοί και άγνωστοι για κάποιον λόγο.

Όλοι έχουν να πουν κάτι για τον νεκρό, συνήθως καλό λόγο, έστω κι’ αν πρόκειται για μεγαλοαπατεώνα.

Στο τέλος της τελετής οι συνήθεις επικήδειοι για την κοινωνική του προσφορά, για το ήθος, για την οικογένειά του. Θεωρείται αδιανόητο να μην ειπωθούν και λόγια χιλιοειπωμένα και προκατασκευασμένα.

Την σειρά των ομιλητών, αν πρόκειται για στέλεχος κομματικό, την έχει κάποιος ινστρούκτορας που εκτελεί και χρέη τελετάρχη.

Το μικρόφωνο παίρνει φωτιά και απαριθμούνται οι αγωνιστικές του περγαμηνές και δάφνες. Συγκίνηση διακατέχει το σωρεύσαν πλήθος που αισθάνεται ότι ζωντανεύουν στιγμές που παρελθόντος.

Ευφορία επικρατεί στο τεθλιμμένο κοινό και σχολιάζονται ποικιλοτρόπως τα λεγόμενα με διάθεση λυπημένη ή περιπαιχτική.

Απ’ όλα έχει ο μπαξές!

Οι πολιτικοί βέβαια, που δεν λείπουν από κηδεία επωνύμου, κυρίως μέσω τηλεόρασης, οπότε θα υπάρχει καλλίτερη τηλεοπτική κάλυψη, συνήθως προσέρχονται πρώτοι για να τους δουν, και φεύγουν τρέχοντας για να προλάβουν την επόμενη κοινωνική εκδήλωση, που μπορεί να είναι γάμος, βαφτίσια ή και άλλη κηδεία. Αν καθήσουν μέχρι το τέλος πρέπει να λάβουν θέση, για να χαιρετήσουν πρώτοι τους τεθλιμμένους συγγενείς και οικείους και να αποχωρήσουν λόγω ιδιαιτέρως βεβαρημένου προγράμματος και φόρτου εργασίας…

Πρωτοπόρος σ’ αυτές τις πρακτικές υπήρξε ο Ν. Αναγνωστόπουλος που δεν έχανε κηδεία. Έπιανε στασίδι στο Α΄ Νεκροταφείο, όπου ετελούντο νεκρώσιμες ακολουθίες πρώτης διαλογής, από το πρωί. Με το κοκκινωπό μαλλί

ξεχώριζε και έδινε ένα ξεχωριστό οικείο τόνο καταφέρνοντας να εκλεγεί πρώτος στην δύσκολη πρώτη εκλογική Περιφέρεια Αθηνών με τα θεωρούμενα μεγαθήρια της πολιτικής.

Γεγονός είναι ότι στο πόνο και την θλίψη για τον χαμό οικείου μας προσώπου έχουμε ανάγκη στηρίγματος, ενός λόγου συμπονετικού που θα απαλύνει την ψυχή μας και θα γλυκάνει τον πόνο μας. Κι’ ανάλογα με το πόσο κοντινός ήταν, συγγενής ή φίλος, έχουμε ανάγκη ν’ αναπολήσουμε στιγμές ευτυχίας ή και δυστυχίας που περάσαμε, ξεπεράσαμε και ακλόνητοι στο καθήκον, συνεχίσαμε την περιπέτεια της ζωής.

Με πολλά σκαμπανεβάσματα, με ασθένειες, γεράματα που κανείς δεν μπορεί ν’ αποφύγει. Ούτε βέβαια και τον θάνατο που είναι το μόνο αναπόφευκτο και δεν έχει γνωστή ημερομηνία έλευσης. Μόνο ο Θεός γνωρίζει και τα κριτήριά του άγνωστα. Άγνωστα σ’ εμάς τους φθαρτούς, περαστικούς που όμως νομίζουμε ότι είμαστε αιώνιοι και γι’ αυτό συμπεριφερόμαστε αναλόγως με μια εκπλήσσουσα αλαζονεία, απληστία, η οποία τελικά συμπαρασύρει τα πάντα, μαζί και εμάς, στο διάβα της.

΄Όμως απ’ αλλού ξεκίνησα και αλλού έφθασα. Εκείνο που εντυπωσιάζει, τουλάχιστον εμένα, είναι η εκμετάλλευση του νεκρού και της ιστορίας του, όποια και αν είναι αυτή. Ξύνουν σκόπιμα πληγές καλές για τους μέν, κακές για τους δε μη σεβόμενοι, ούτε τον νεκρό ούτε τους οικείους του.

Πάντα για ίδιο όφελος πολιτικό.

-Και πεθαμένος, μοιάζει να λένε οι επιτήδειοι, μας ανήκει. — Σε μας και στο κόμμα. Άσχετα αν το τάδε κόμμα τον είχε αποκηρύξει ή θέσει στο περιθώριο. Στο χρονοντούλαπο της ιστορίας σαν μουσειακό είδος. Ήθελε να λέει ελεύθερος την γνώμη του, να μην υπακούει.

Όλα όμως ξεχνιούνται, για το καλό του κόμματος, που γαλούχησε γενεές επί γενεών με ψέματα με ίντριγκες και πισωμαχαιρώματα. Πάντα επικρατεί το συμφέρον του κόμματος, έστω και αν έρχεται κόντρα στο πατριωτικό συμφέρον. Αλλά κι αυτό το ορίζουν οι άλλοι και έτσι έχουμε

το ίδιο αποτέλεσμα. Ό,τι μας συμφέρει, συμφέρει και την πατρίδα. Η ανιδιοτέλεια στην υπηρεσία της ιδιοτέλειας και των σκοπιμοτήτων. Παράνοια…

Και τα στεφάνια στην μνήμη του; Και αυτά πάνε ανάλογα με το που τον κατέτασσαν, κομματικά – πολιτικά, με τις γνωστές διαβαθμίσεις στην κομματική ιεραρχία. Δεν νοιάζονται ποσώς για το ήθος, την εντιμότητα, για το ποιόν του. Εν τέλει δεν τιμούν τη μνήμη του αλλά απλώς την εκμεταλλεύονται και παίζουν με τον πόνο των οικείων του. Είναι κι αυτό μέσα στο παιχνίδι των εντυπώσεων που παίζεται καθημερινά από το διαδίκτυο.

Τι μένει; Ότι ακόμη και σ’ αυτή την ανθρώπινη απώλεια, στιγμή περισυλλογής για το επέκεινα, εμείς εξακολουθούμε μονόχνοτα να διακρίνουμε, να κατατάσσουμε σε κατηγορίες τους ανθρώπους, προς ίδιο πολιτικό όφελος.

Δημήτρης Χ. Παξινός

Πρώην Πρόεδρος ΔΣΑ