«Ο κύριος Χρήστος Παππάς με εγκαλεί για μια συνέντευξή μου στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού Lifo, λίγες μέρες μετά τα γεγονότα στο θέατρο «Χυτήριο», τον Οκτώβριο της περασμένης χρονιάς. Το τι έγινε στο «Χυτήριο» εκείνο το βράδυ νομίζω ότι το είδε το πανελλήνιο. Ηταν μια νύχτα τρόμου και ήταν και μία νύχτα διαχείρισης του τρόμου. Το ρεζουμέ όμως εκείνης της συνέντευξης ήταν ότι στο «Χυτήριο» παίχτηκε και κάτι πολύ σημαντικότερο. Διότι στη συνείδηση των περισσότερων συμπατριωτών μας και πιθανόν και στη δική μας συνείδηση, ο φασισμός είναι ταυτισμένος με ένα πελώριο κύμα βίας, ένα τσουνάμι βίας. Αυτό βεβαίως έχει δρομολογηθεί. Σύμφωνα με την έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο οποίο έχω την τιμή να είμαι μέλος, στην Ελλάδα σήμερα έχουμε κάποια θλιβερά πρωτεία. Κάθε δύο μέρες έχουμε καταγραφή και μιας ρατσιστικής επίθεσης. Πιθανόν εμείς να μην το έχουμε καταλάβει, γιατί δεν είναι ακόμα στο δικό μας πετσί, η καμπάνα δεν έχει χτυπήσει ακόμα για εμάς –γι’ αυτό και νιώθουμε ότι δεν μας αφορά. Μας αφορά όμως και εγκαλούμαστε γι’ αυτό στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Πέρα όμως από τη σωματική βία, την ωμή βία, υπάρχει και η ψυχολογική βία. Υπάρχει μία προσπάθεια να δημιουργηθεί ένας κοινωνικός μιθριδατισμός, δηλαδή μία σταδιακή δηλητηρίαση του εκλογικού σώματος, ώστε να δέχεται πράγματα εξωφρενικά μέχρι πριν από λίγους μήνες ή πριν από λίγα χρόνια ως δεδομένα, ως σημεία της καθημερινής ζωής. Και τα γεγονότα στο «Χυτήριο» ήταν αυτό ακριβώς. Ηταν μια πράξη τρόμου, μια διαχείριση τρόμου εκ μέρους των βουλευτών της Χρυσής Αυγής, οι οποίοι τι έκαναν εκείνη τη νύχτα; Παρατάχθηκαν εν είδει προστατών, εν είδει νταβατζήδων (γι’ αυτήν τη λέξη με εγκαλεί ο κύριος Παππάς, «νταβατζής» όμως σημαίνει αυτό ακριβώς, «προστάτης», προστάτης μέσω του τρόμου) και απαγόρευσαν την είσοδο θεατών στο θέατρο «Χυτήριο» για να δουν την παράσταση Corpus Christi, ενώ την ίδια μέρα, για δεύτερη φορά, είχαν απορριφθεί τα ασφαλιστικά μέτρα από το δικαστήριο. Το δικαστήριο είχε πει ότι είναι μία νόμιμη παράσταση που μπορεί να παιχτεί σε κλειστό χώρο με εισιτήριο. Δεν ήταν σε ανοιχτό χώρο. Δεν υπήρχε καμία πρόκληση του δημοσίου αισθήματος. Η Χρυσή Αυγή όμως είχε αποφασίσει εκείνο το βράδυ ότι δεν έπρεπε να παιχτεί και δεν θα παιζόταν εκείνη η παράσταση. Αυτός ήταν ο τρόμος. Και αυτό είναι και κάτι που θέλει η Χρυσή Αυγή να το συνηθίσουμε…».

Αυτά έλεγα, μεταξύ άλλων, στις 15 Μαΐου 2013, κατά τη συζήτηση στην κοινοβουλευτική Ολομέλεια γύρω από την άρση της βουλευτικής μου ασυλίας, ύστερα από αίτημα της Χρυσής Αυγής (το οποίο και απορρίφτηκε με 121 ψήφους έναντι 73). Τα θλιβερά έκτροπα έξω από το «Χυτήριο» ήταν ακόμη νωπά –είχαν περάσει μόλις επτά μήνες –και σήμερα, σχεδόν πέντε χρόνια αργότερα, με αφορμή τα νέα έκτροπα, έξω από το «Αριστοτέλειον» της Θεσσαλονίκης τον περασμένο Οκτώβριο κι έξω από το ιστορικό «Ακροπόλ» προ ημερών, αναρωτιέμαι εάν άλλαξε κάτι από το κλίμα εκείνων των ημερών ή εάν είμαστε καταδικασμένοι, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, να ερχόμαστε σε αντιπαράθεση με το πιο οπισθοδρομικό, το πιο αποκρουστικό πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας.

Η εξόφθαλμη διαφορά έγκειται στη στάση της ίδιας της Χρυσής Αυγής. Εξω από το «Χυτήριο» είχαν παραταχθεί πέντε βουλευτές της, περιέλουζαν με ακατονόμαστες βρισιές και απειλές τους ηθοποιούς, ενόσω τα τάγματα εφόδου της, παρέα με σαλταρισμένους παλαιοημερολογίτες και υστερικές θεούσες, εμπόδιζαν κι ενίοτε ξυλοφόρτωναν όποιον άτυχο θεατή επιχειρούσε να βγάλει εισιτήριο. Αγκαζέ με τον Χρήστο Παππά, επίσης, θα κατέθετε μήνυση τις επόμενες μέρες και ο μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ. Βλέπετε, ο Παύλος Φύσσας δεν είχε δολοφονηθεί ακόμη, ούτε ο Σεραφείμ είχε ανακαλύψει ακόμη τις παγανιστικές και τις σατανιστικές ιδεοληψίες της ναζιστικής οργάνωσης, μολονότι τόσο οι στίχοι του Μιχαλολιάκου για τον θεό Πάνα όσο και τα αντίχριστα άσματα του βουλευτή Γιώργου Γερμενή (Καιάδα) ήταν γνωστά από χρόνια. Απεναντίας, έξω από το «Αριστοτέλειον» πέρυσι, έσκασε μύτη μονάχα ο βουλευτής Γιάννης Λαγός, αισθητά πιο κόσμιος (αλησμόνητη έχει μείνει έξω από το «Χυτήριο» η δική του performance, μια sui generis υπεράσπιση της Παναγίας με γαμοσταυρίδια) αλλά κι αισθητά πιο θρασύς, καθώς ισχυρίστηκε ότι η Χρυσή Αυγή ήταν πάντοτε υπέρ της Ορθοδοξίας (εδώ γέλασαν και οι πέτρες). Τέλος, στην περίπτωση του «Ακροπόλ», οι ναζιστές δεν έχουν κρίνει μέχρι στιγμής σκόπιμο να στείλουν επίσημη εκπροσώπηση. Ο μητροπολίτης Κυθήρων, συνονόματος του Πειραιώς, θα πρέπει να ένιωσε αβάσταχτη μοναξιά τις προάλλες, καθώς κατέθεσε μήνυση χωρίς πολιτική συνοδεία, στηριζόμενος πάντοτε στα διαβόητα άρθρα 198 και 199 του Ποινικού Κώδικα (κακόβουλη βλασφημία και καθύβριση θρησκεύματος), τα μεσαιωνικά κατάλοιπα που όλες οι πρόσφατες ελληνικές κυβερνήσεις υπόσχονται ότι θα καταργήσουν και καμία δεν βρίσκει το πολιτικό σθένος να το πράξει. Το εκλογικό κόστος γαρ. Παντού και πάντα το εκλογικό κόστος.

«Χυτήριο», «Αριστοτέλειον», «Ακροπόλ». Corpus Christi, Η ώρα του διαβόλου, Jesus Christ Superstar. Τέρενς ΜακΝάλι, Φερνάντο Πεσόα, Τιμ Ράις. Τρία διαφορετικά θέατρα, τρία διαφορετικά έργα, τρεις διαφορετικοί συγγραφείς. Από τη διαφορά στη φόρμα (πειραματικό θεατρικό έργο, θεατρική διασκευή από διήγημα, θεατρικό μιούζικαλ) έως τη διαφορά στην απήχηση: γνωστά μονάχα στους καλλιτεχνικά μυημένους το πρώτο και το δεύτερο, αναπόσπαστο μέρος της mainstream ροκ κουλτούρας το τρίτο. Τι συνδέει και τα τρία; Η εναγώνια προσπάθεια των δημιουργών τους να αναμετρηθούν, να ξαναδιαβάσουν και να μεταποιήσουν τους μεγάλους θρησκευτικούς μύθους. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν θα συμφιλιωθούν ποτέ με ανάλογα καλλιτεχνικά εγχειρήματα; Υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Είναι σεβαστή η άποψή τους; Μπορεί να είναι περισσότερο, λιγότερο ή και καθόλου σεβαστή, αναλόγως με τις πεποιθήσεις του καθενός μας, αλλά γεγονός παραμένει ότι κανένας μας δεν διανοήθηκε ποτέ να τους τρομοκρατήσει ή κι έστω να τους εμποδίσει να την ενστερνίζονται, ακόμη και να τη διαδώσουν, στον βαθμό που κανένας δεν εμποδίζεται στις δυτικές κοινωνίες να πιστεύει οτιδήποτε, από την Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά έως τις κατακτήσεις της βιοτεχνολογίας. Και κάπου εδώ πρέπει να εντοπίσουμε μάλλον τη θεμελιώδη παρεξήγηση. Η ανεκτικότητα δεν μπορεί παρά να είναι αμφίδρομη και, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να παρερμηνεύεται ως ανεκτικότητα στον τσαμπουκά και στη δυσανεξία. Δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν νταβατζή, οιωνδήποτε θρησκευτικών ή πολιτικών αντιλήψεων, να μας επιβάλει τις απόψεις του με το στανιό. Οπως ακριβώς θα το έλεγαν και οι παππούδες μας: είμαστε καλοί μέχρι να μας πατήσουν τον κάλο.