Το όνομά του είναι Αχμέντ. Μαζί με τη σύζυγό του Γιασμίν και τα τέσσερα παιδιά τους άφησαν πριν από μερικούς μήνες το χωριό τους στη Συρία, διεκδικώντας μια καλύτερη ζωή, την οποία τους στέρησε ο πόλεμος. Η ιστορία κάθε πρόσφυγα είναι ξεχωριστή, του 42χρονου Σύρου όμως έχει άρωμα ελληνικό, και πιο συγκεκριμένα κρητικό. Ο Αχμέντ Ταρζαλάκης έφτασε στη δεύτερη πατρίδα του, την Κρήτη.

«Είμαι Κρητικοσύρος, με γροικάς;» μου λέει στο τηλέφωνο, στην κρητική διάλεκτο. Ο Αχμέντ ζούσε με την οικογένειά του στο χωριό Αλ Χαμίντια της Συρίας, κοντά στα σύνορα με τον Λίβανο, σε μια περιοχή που, όπως ο ίδιος εξηγεί, είναι σαν ένα κομμάτι που κόπηκε από την Κρήτη και μεταφέρθηκε στη Συρία. Το 1894 ο παππούς του Αχμέντ, ηλικίας τότε 12 ετών, μαζί με τον 14χρονο αδερφό του και τη μητέρα τους πήραν όσα υπάρχοντα είχαν και έφυγαν από το Ηράκλειο. Εκείνα τα χρόνια οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι της Κρήτης είχαν βρεθεί στο στόχαστρο, μετά τη δολοφονία του βρετανού προξένου στα Χανιά από τις τουρκικές Αρχές, κι έτσι φοβούμενοι αντίποινα πολλοί ήταν εκείνοι που αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το νησί. «Η οικογένειά μου, όμως, ήταν με την ελληνική πλευρά. Αλλά έπρεπε να φύγουν. Εφτασαν στον Λίβανο μαζί με περίπου 2.200 άλλες οικογένειες. Τα επόμενα χρόνια οι μισές έμειναν στον Λίβανο και οι υπόλοιπες μεταφέρθηκαν στη Συρία, όπως και οι δικοί μου πρόγονοι» λέει στα «ΝΕΑ» ο Αχμέντ. Σήμερα, όπως υπολογίζει, περίπου 10.000 μουσουλμάνοι της Κρήτης ζουν στην ευρύτερη περιοχή.

Το χωριό στο οποίο εγκαταστάθηκε ο παππούς του και μεγάλωσε η οικογένειά του και ο ίδιος, το Αλ Χαμίντια, χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα με απόφαση του σουλτάνου Αμντούλ Χαμίτ Β’, προκειμένου να φιλοξενήσει τους κρητικούς μουσουλμάνους.

«Τρώγαµε χοχλιούς και βρούβες»

«Ολοι μιλούσαμε κρητικά, παρόλο που δεν είχαμε ελληνικό σχολείο. Ολα τα επίθετά μας είναι κρητικά. Ο παππούς μου και η οικογένειά του που ήταν κτηνοτρόφοι, μαζί με τα αλέτρια, έφεραν στη Συρία και τη γλώσσα και το φαγητό. Στο τραπέζι είχαμε χοχλιούς, βρούβες και μάραθα. Την Κρήτη, λοιπόν, τη ζούσα, όχι μόνο μέσα από τις διηγήσεις και τις αναμνήσεις του παππού μου, παρόλο που δεν την είχα επισκεφθεί ποτέ» σημειώνει ο Αχμέντ. Μάλιστα, οι ελληνικές ρίζες φάνηκαν ακόμη κι όταν ήρθε η ώρα να παντρευτεί, με την οικογένειά του να ακολουθεί τη λαϊκή παροιμία «παπούτσι από τον τόπο σου». «Η μητέρα μου δεν ήθελε να παντρευτώ παρά μόνο γυναίκα με κρητική καταγωγή. Το πατρικό όνομα της συζύγου μου είναι Αφεντάκη».

Η ζωή του ήταν ήρεμη. Ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του που ήταν ψαράς και αργότερα έγινε λιθοξόος. Μέχρι που ξέσπασε ο πόλεμος στη Συρία. «Τότε σταμάτησαν οι δουλειές. Δεν είχαμε άλλη επιλογή, παρά να αφήσουμε το σπίτι μας και να πάμε στην άλλη μας πατρίδα, την Κρήτη. Γίναμε πρόσφυγες, όπως ακριβώς ήταν οι παππούδες μας πριν από 120 χρόνια».

Το ταξίδι από τη Συρία ήταν δύσκολο, επικίνδυνο και κόστισε, όπως εξηγεί, πολλά χρήματα. «Στα σύνορα της Συρίας με την Τουρκία χρειάστηκε να μείνουμε έναν μήνα και πέντε μέρες, μέχρι να καταφέρουμε να περάσουμε. Μετά την παραμονή μας για αρκετές μέρες σε διάφορα σημεία της Τουρκίας, φτάσαμε με λεωφορείο στη Σμύρνη, απ’ όπου μπήκαμε σε φουσκωτό με προορισμό τη Λέσβο. Στη βάρκα ήμασταν 61 άτομα. Γύρω στις 3 τα ξημερώματα κι έχοντας μπροστά μας ακόμη μία ώρα μέχρι να φτάσουμε στο ελληνικό νησί, η βάρκα άρχισε να ξεφουσκώνει. Σκέφτηκα «δεν πεθάναμε στη Συρία, θα πεθάνουμε στη θάλασσα», αλλά ευτυχώς καταφέραμε και βγήκαμε». Εχοντας καταθέσει αίτημα για χορήγηση ασύλου, η οικογένεια του Αχμέντ έβγαλε αμέσως εισιτήριο για την Κρήτη. Ο ίδιος με την 33χρονη γυναίκα του Γιασμίν και τα τέσσερα μικρά παιδιά τους εγκαταστάθηκαν σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο των Χανίων και λαμβάνουν μηνιαία οικονομική βοήθεια στο πλαίσιο του προγράμματος Estia της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Η Υπατη Αρμοστεία, σε συνεργασία με την κυβέρνηση και τις τοπικές Αρχές μέσω της Αναπτυξιακής του Δήμου Ηρακλείου, παρέχει στέγαση σε περισσότερους από 600 ανθρώπους σε 134 διαμερίσματα στο νησί.

Νέα ζωή στη δεύτερη πατρίδα

Τα παιδιά του ήδη έχουν γραφτεί σε ελληνικό σχολείο για να μπορέσουν όχι μόνο να μιλούν τα ελληνικά, αλλά να μάθουν και να γράφουν. «Η Κρήτη είναι όπως τη φανταζόμουν. Είναι η νέα μου πατρίδα, άλλωστε γι’ αυτό έκανα τέτοιο αγώνα μέχρι να φτάσω. Το μόνο που με δυσκολεύει πλέον στο να φτιάξω τη ζωή μου και να εργαστώ εδώ είναι οι δύο παθήσεις που αντιμετωπίζω. Εχω σοβαρό πρόβλημα δισκοπάθειας και χρόνια επιληψία».