Ενα παραμύθι, μια ιστορία βασισμένη στους μύθους και τους θρύλους της πατρίδας του και, κυρίως, ένα δραματικό ποίημα είναι ο «Πέερ Γκυντ» («Peer Gynt»), που έγραψε ο Ιψεν το 1867, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ιταλία. Ο κεντρικός ήρωας, πρόσωπο υπαρκτό και μαζί λαϊκός ήρωας της Νορβηγίας, σηματοδοτεί την πορεία του ανθρώπου στην αυτογνωσία, μέσα από ένα ταξίδι στον κόσμο (του).

Κορυφαίος νορβηγός συγγραφέας και ένας από τους πλέον σημαντικούς δραματουργούς, ο Ερρίκος Ιψεν (Henrik Ibsen, 1828-1906) μεγάλωσε σε μια εύπορη οικογένεια με διάσημους γονείς. Σύντομα όμως οι επιχειρήσεις του πατέρα του κατέρρευσαν κι έτσι βίωσε την οικονομική καταστροφή με τρόπο που καθόρισε τον ίδιο αλλά και τα θεατρικά του, κι αυτό είναι εμφανές σε έργα όπως ο «Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν» και η «Αγριόπαπια». Με σύγχρονο προβληματισμό, ο Ιψεν έθιξε κοινωνικά και ευαίσθητα θέματα, όπως οι σχέσεις ανάμεσα στην οικογένεια, η θέση τη γυναίκας στην κοινωνία και σημαντικά ζητήματα ηθικής. Το παγκόσμιο θέατρο του χρωστά ορισμένα αριστουργήματα –«Εντα Γκάμπλερ», «Βρικόλακες», «Νόρα ή Το Κουκλόσπιτο», «Αρχιμάστορας Σόλνες»…

Το εγχείρημα του Δημήτρη Λιγνάδη να μεταφέρει στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου τον «Πέερ Γκυντ» τον εμπεριέχει σε μεγάλο βαθμό: είναι ο ίδιος που το διασκεύασε και το σκηνοθέτησε, κρατώντας για τον εαυτό του τον ρόλο του Πέερ, όχι όμως από την αρχή. Τα παιδικά, εφηβικά και νεανικά χρόνια μοιράζονται σε τρεις ηθοποιούς, προτού ο ίδιος (ως τέταρτος Πέερ) τον αναλάβει για να τον φτάσει στο τέλος –ενώ ενδιαμέσως βρίσκεται στη σκηνή ως ένα είδος αφηγητή.

Με την ποιητική μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα καθοριστικό αρωγό στο όλο εγχείρημα και την ενδιαφέρουσα σκηνογραφία του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη με την επιβλητική ρόδα του μύλου, σαν τη ρόδα της ζωής, ο Λιγνάδης ξεδιπλώνει τον μύθο του «Πέερ Γκυντ» με ειλικρίνεια και συναίσθημα. Η παράσταση αφήνει να διαφανούν τα ρομαντικά στοιχεία του έργου, εναλλάσσει την πραγματικότητα με τη φαντασία και την αλήθεια με το όνειρο. Στην περιπλάνηση του ήρωα, δύο είναι οι βασικοί πυλώνες, η μάνα και η πιστή αγαπημένη, σαν αρχή και τέλος της ζωής και της ύπαρξης.

Εναλλάσσοντας τις σκηνές της μοναξιάς με εκείνες της δράσης, σαν να ακολουθεί τις στροφές της ρόδας, ο σκηνοθέτης θέλησε να κρατήσει το πνεύμα του έργου: και το καταφέρνει με την τόλμη του παιδιού και του καλλιτέχνη που τον χαρακτηρίζει –παρά τις όποιες στιγμές σύγχυσης. Πρόκειται για ένα έργο-ογκόλιθο, που ουσιαστικά δεν μπορεί να αναπαρασταθεί πλήρως. Δεν είναι τυχαίο πως ο ίδιος ο συγγραφέας θεωρούσε ότι είναι καλύτερο να διαβάζεται παρά να παίζεται επί σκηνής, γι’ αυτό και καθυστέρησε να ενδώσει στις πιέσεις για το ανέβασμά του.

Ο Δημήτρης Λιγνάδης ερμηνεύει τον δικό του Πέερ: ειλικρινής, βαθύς, στοχαστικός, επιβεβαιώνει την προσωπική του εμπλοκή με το έργο και τον ρόλο.

Η Στεφανία Γουλιώτη, μια ηθοποιός στέρεη που ξέρει να χειρίζεται τα υποκριτικά της μέσα, μεταμορφώνεται στη μάνα-σύμβολο (Ααζε), μια διαχρονική, επική φιγούρα, και συγκινεί βαθύτατα.

Ο Δημήτρης Μοθωναίος (τρίτος Πέερ) και η Γιούλικα Σκαφιδά (εξαιρετική –και –ως Γυναίκα με τα Πράσινα) ξεχωρίζουν σε μια διανομή συνόλου. Η Νάνσυ Μπούκλη είναι μια ευαίσθητη Σόλβαϊγ και ο νεαρός Γιάννης Τουμαράκης, στον ρόλο του νεότερου Πέερ, ένας ενθουσιώδης «επαναστάτης».

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας

Σκηνοθεσία – διασκευή: Δημήτρης Λιγνάδης

Σκηνικά – κοστούμια: Απόλλων Παπαθεοχάρης

Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης

Μουσική: Γιάννης Χριστοδου-λόπουλος

Παίζουν: Δημήτρης Λιγνάδης, Στεφανία Γουλιώτη, Γιούλικα Σκαφιδά, Δημήτρης Μοθωναίος, Νάνσυ Μπούκλη κ.ά.

Πού: Εθνικό Θέατρο – Κεντρική Σκηνή – Κτίριο Τσίλλερ (Αγίου Κωνσταντίνου 22, τηλ. 210-5288.100), ώς τις 4/2