Tην εποχή που ήταν όλοι τους λαλίστατοι, εκείνος δεν θα μπορούσε ασφαλώς να αποτελεί εξαίρεση. Στο κάτω κάτω, ήταν ο εκπρόσωπος του κόμματος. Και στην τηλεοπτική αρένα δεν τιμούσε τον ρόλο του μόνο με τον λόγο, τον τιμούσε και με το ύφος. Στο πρόσωπο του Πάνου Σκουρλέτη καθρεφτιζόταν τότε η πιο ροβεσπιεριανή εκδοχή του ηθικού πλεονεκτήματος. Ηταν περιφρονητικός και με μια υποψία αηδίας εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα που άκουγε, άτεγκτος και αυστηρός εκείνα τα πολλά λεπτά που μιλούσε. Αυτή ήταν η γκάμα των εκφράσεων. Και όλες μαζί συνέθεταν μια νοητή γκιλοτίνα.

Με τέτοιο αντιμνημονιακό παρελθόν, το μνημονιακό παρόν του Σκουρλέτη θα μπορούσε να κλωτσάει ακόμη περισσότερο σε σχέση με εκείνο των υπόλοιπων συριζαίων. Καμία σιωπή να μην ήταν τόσο εκκωφαντική όσο η δική του, ειδικά από τότε που άφησε το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και την αμείλικτη άσκηση του ηθικού πλεονεκτήματος στα κεφάλια των μεταλλορύχων των Σκουριών για να αναλάβει το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Εσωτερικών.

Οπως φαίνεται, όμως, η εξουσία μαλακώνει ακόμη και τους Ροβεσπιέρους. Ο Σκουρλέτης αντιλήφθηκε τη μετακίνησή του στο Εσωτερικών ως αυτό που ήταν: ένα αντάλλαγμα για να πάψει να υποδύεται την αριστερή συνείδηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Δίνοντάς του το ήσυχο και ουδέτερο Εσωτερικών, ο Πρωθυπουργός του τον απάλλαξε από την υποχρέωση να πολιτεύεται ως ανυπότακτος αριστερός. Και εκείνος προσέφερε τη σιωπή του. Τόση και τέτοια σιωπή που άφησε τους «κύκλους του Μαξίμου» να διαψεύσουν ότι ήταν εκείνος που υπέγραψε την αίτηση ακύρωσης κατά της απόφασης με την οποία δόθηκε άσυλο σε έναν από τους οκτώ Τούρκους. Σιωπή σαν γκιλοτίνα.