Το Πολιτικό Συμβούλιο του Κινήματος Αλλαγής αποφάσισε τον οδικό χάρτη που θα οδηγήσει τον νέο φορέα της Κεντροαριστεράς στο ιδρυτικό συνέδριό του (16-18 Μαρτίου), ωστόσο ο δρόμος είναι στρωμένος και με αγκάθια όπως καταγράφηκε στη συνεδρίαση της περασμένης εβδομάδας.

Από την πρεμιέρα του Πολιτικού Συμβουλίου αναδείχθηκαν οι δυσκολίες του εγχειρήματος μιας και υπήρξαν διαφορετικές εκτιμήσεις τόσο για την στρατηγική του νέου φορέα όσο και για την επόμενη ημέρα των εθνικών εκλογών. Πάντως, σε αυτό που άπαντες συμφώνησαν ήταν πως αποτελεί κοινό στόχο η αναρρίχηση του νέου φορέα στη δεύτερη θέση του εκλογικού πίνακα, με συνακόλουθη εκτόπιση του ΣΥΡΙΖΑ στην τρίτη θέση, βάσει της σημερινής δημοσκοπικής εικόνας.

Οι αποστάσεις. Ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου έθεσε το ζήτημα των αποστάσεων έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ που θα πρέπει να κρατήσει ο νέος πολιτικός φορέας. «Πρέπει να εξετάσουμε τις σχέσεις μας με τον Τσίπρα και τον Μητσοτάκη γιατί πρέπει να είναι ξεκάθαρος ο ιδεολογικός χώρος μας», ανέφερε στη συνεδρίαση, επιμένοντας πως το Κίνημα Αλλαγής οφείλει να πάρει σαφείς αποστάσεις από τη ΝΔ.

Η θέση αυτή βρήκε αντίθετο τον Σταύρο Θεοδωράκη που έθεσε τους προβληματισμούς του για τις μετεκλογικές συνεργασίες, εκφράζοντας μια πιο «φιλική» στάση απέναντι στη ΝΔ.

Την ιδέα ενός μετεκλογικού δημοψηφίσματος έριξε στο τραπέζι ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος εκτιμώντας πως αν ο νέος φορέας έρθει τρίτο κόμμα, τότε πριν λάβει την διερευνητική εντολή θα πρέπει να κάνει το δικό του δημοψήφισμα για να αποφασίσει με ποιους θα συνεργαστεί.

Αφού ακούστηκαν όλες οι απόψεις τελικά κατέληξαν ότι «η εθνική συνεννόηση δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκην με κυβερνητικές συνεργασίες». Οπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, «οι πολιτικοί συσχετισμοί αλλάζουν ριζικά, το παιχνίδι του κακέκτυπου δικομματισμού τελειώνει κι όσοι επιμένουν να αναζητούν βολικά κυβερνητικά συμπληρώματα και δεκανίκια εξουσίας δεν είναι πια σε επαφή με τη νέα πραγματικότητα».

Ο διάλογος. Ενστάσεις υπήρχαν όμως και για τη διάρκεια του προσυνεδριακού διαλόγου που θα ξεκινήσει τον Φεβρουάριο. Ορισμένοι υποστήριξαν πως θα πρέπει να διαρκέσει μια εβδομάδα και να δοθεί εκεί όλο το βάρος των προγραμματικών θέσεων, ενώ εκφράστηκαν απόψεις και για μεγαλύτερο διάστημα ώστε να γίνει εκτενής δημόσιος διάλογος. Τελικές αποφάσεις για τη διάρκεια του προσυνεδριακού διαλόγου δεν ελήφθησαν και το θέμα μετατέθηκε να αποφασιστεί αργότερα από την Οργανωτική Επιτροπή.