Ο καταστροφικός τυφώνας Ιρμα που προκάλεσε τεράστιες ζημιές στα νησιά της Καραϊβικής και τις ανατολικές ακτές των ΗΠΑ ήρθε να μας θυμίσει ότι το κλίμα έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια. Η θερμοκρασία της Γης έχει αυξηθεί, ενώ ακραία καιρικά φαινόμενα συμβαίνουν ολοένα και συχνότερα και διαρκούν περισσότερο. Οι βροχοπτώσεις έχουν ενταθεί σε ορισμένες περιοχές και οι περιοχές που κινδυνεύουν από ξηρασία γίνονται όλο και πιο ξηρές. Οι πάγοι της Αρκτικής λιώνουν με ένα πρωτόγνωρο ρυθμό με αποτέλεσμα να ανεβαίνει επικίνδυνα η στάθμη της θάλασσας. Η κλιματική αλλαγή ασκεί ήδη την επίδρασή της στους ανθρώπους, καταστρέφοντας σοδειές, περιουσίες και ζωές, και απειλώντας την εξασφάλιση τροφής, νερού και ενέργειας. Εχει προκαλέσει μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών και κοινωνικές εντάσεις.

Από το 1992 που υιοθετήθηκε η πρώτη διεθνής συμφωνία για την κλιματική αλλαγή τα κράτη διαπραγματεύονται μέτρα που θα σταθεροποιήσουν τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα σε ένα επίπεδο που θα αποτρέπει τις επιβλαβείς συνέπειες. Η Διακυβερνητική Επιτροπή για το Κλίμα, το επιστημονικό όργανο που μελετά συστηματικά και αξιολογεί το φαινόμενο, έχει επισημάνει ότι θα πρέπει να περιορίσουμε την άνοδο της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας σε λιγότερο από 2 βαθμούς Κελσίου σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός θα πρέπει οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου να κορυφωθούν έως το 2025 και μετά να μειωθούν δραστικά έως το 2050 κατά 40%-70% σε σχέση με τα επίπεδα του 2010. Ως το τέλος του αιώνα, οι εκπομπές των επιβλαβών αερίων θα πρέπει να έχουν σχεδόν μηδενιστεί.

Η πρώτη απόπειρα θέσπισης στόχων για τη μείωση των εκπομπών, που αποτυπώθηκε στο Πρωτόκολλο του Κιότο, δεν είχε την προσδοκώμενη επιτυχία, εφόσον δεν συμμετείχαν οι ΗΠΑ, ο σημαντικότερος τότε ρυπαντής. Είκοσι πέντε χρόνια μετά την έναρξη της διεθνούς προσπάθειας, τα κράτη υπέγραψαν μια νέα συμφωνία που υπόσχεται ότι θα αποτρέψει την περαιτέρω αύξηση της θερμοκρασίας της Γης. Αμφισβητώντας τα επιστημονικά δεδομένα για την κλιματική αλλαγή, ο πρόεδρος Τραμπ ανακαλεί τα περιορισμένα μέτρα που πήρε ο προκάτοχός του για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Εκτός από εσωτερικές ρυθμίσεις, ο Ομπάμπα είχε καταφέρει να επαναφέρει τις ΗΠΑ στο τραπέζι της κλιματικής διπλωματίας. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι κατάφερε να πείσει την Κίνα, που είναι πλέον ο πρώτος ρυπαντής στον παγκόσμιο κατάλογο, να υπογράψει τη νέα συμφωνία.

Η δήλωση Τραμπ περί αποχώρησης από τη νέα συμφωνία δημιουργεί αναπόφευκτα ένα έλλειμμα ηγεσίας στην κλιματική διπλωματία. Η επίσημη αιτιολογία ότι οι ΗΠΑ αδικούνται από τη νέα συμφωνία δεν αποτελεί παρά μία ακόμη λαϊκίστικη εξαγγελία. Είναι προφανές ότι η απόφαση αποχώρησης υπαγορεύεται από τους αμερικανικούς συντηρητικούς κύκλους και ιδίως από το λόμπι των ορυκτών καυσίμων που αρνείται σταθερά να δεσμευτεί από διεθνείς κανόνες και θέλει να επιβάλει το οικονομικό μοντέλο της εξόρυξης. Ωστόσο οι Αμερικανοί θα είχαν πολλά περισσότερα να κερδίσουν παραμένοντας στον συμβατικό κύκλο. Με την αποχώρησή τους παύουν να έχουν λόγο στην εξέλιξη της συμφωνίας. Μένει βέβαια να δούμε αν τελικά θα υλοποιηθεί η εξαγγελία πρακτικά.

Η επιτυχία της νέας συμφωνίας για την κλιματική αλλαγή θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμοστεί. Μεγάλες εταιρείες υπόσχονται ότι θα έχουν σε λίγα χρόνια μηδενικές εκπομπές άνθρακα. Τεχνολογικοί κολοσσοί, αυτοκινητοβιομηχανίες και δημοτικές αρχές, ακόμη και στις ΗΠΑ, έχουν ήδη επενδύσει στην πράσινη ενέργεια. Χρειάζεται βεβαίως μεγαλύτερη προσπάθεια. Τα κράτη θα πρέπει να δώσουν κίνητρα για να καταστήσουν πιο ανταγωνιστική την πράσινη ενέργεια έναντι των ορυκτών καυσίμων. Θα πρέπει ακόμη η κλιματική πολιτική να εναρμονιστεί με άλλες πολιτικές, ιδιαίτερα την ενεργειακή πολιτική. Η κοινή γνώμη θα πρέπει να πειστεί ότι η ανεξέλεγκτη κλιματική αλλαγή είναι μία από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες απειλές. Ο χρόνος πιέζει. Τα κατάλληλα μέτρα θα πρέπει να ληφθούν πριν να είναι πολύ αργά.

Η Εμμανουέλα Δούση είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Διεθνών Θεσμών στο ΕΚΠΑ