Θα λέω με στεναγμό σαν θα ‘μαι πολύ γέρος,

Βρήκα δυο δρόμους που αποκλίναν σ’ ένα μέρος

Και πήρα αυτόν που ‘χε περπατηθεί πιο λίγο

(χωρίς να θέλω και τον άλλον ν’ αποφύγω)∙

Κι άλλαξε αυτό για πάντα τη ζωή μου.

Ρόμπερτ Φροστ ,

«Ο δρόμος που δεν πήρα»,

από το Εικοσιπέντε ποιήματα,

1997, μτφ Νίκος Φωκάς.

Νοέμβριος 1985, Κέρκυρα. Τότε ένα νησί μαθημένο στον τουρισμό. Πάντα μία ευλογημένη από τη φύση γη. Χάρη στον Σπύρο Ασδραχά, έκτοτε μία δεύτερη κατά κάποιο τρόπο πατρίδα. Εκείνη τη χαρισάμενη εποχή κατά την οποία ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργός της χώρας Ανδρέας Παπανδρέου οραματιζόταν την κοινωνία των ίσων δικαιωμάτων προς όλους, είχε εμπιστευτεί στον επτανήσιο ιστορικό την ιδέα να δώσει στην περιοχή την αίγλη του πολιτισμού και της παιδείας που άρμοζε στο Ιόνιο. Η Κέρκυρα θα γινόταν η έδρα του Ιόνιου Πανεπιστημίου και ο Σπύρος Ασδραχάς θα συντόνιζε το πρόγραμμα σπουδών του νεοσύστατου Τμήματος Ιστορίας. Με νέους ερευνητές και με την άποψη ότι το μέλλον εντοπίζεται στο παρελθόν όταν μαθαίνεις να το διαβάζεις απευθείας από τις πηγές της Ιστορίας.

Ο Σπύρος Ασδραχάς ήταν λοιπόν εκείνη η λεπτή, ασκητική φιγούρα του διανοούμενου που μίλησε στα εγκαίνια παρουσία των τοπικών Αρχών, γονέων και ψαρωμένων πρωτοετών φοιτητών μία άλλη γλώσσα. Τόνισε ότι σημασία έχει για έναν τόπο να αναδεικνύει τους πρωταγωνιστές του και να τους αναζητά στα μικρά γεγονότα και στα παλιά καταχωνιασμένα λείψανα της καθημερινότητας του βίου. Σε μία ληξιαρχική πράξη γάμου μίας εκκλησίας ενός χωριού. Ή στα λογιστικά κατάστιχα ενός εμπόρου σταφίδας ο οποίος πιθανόν είχε αναπτύξει εκλεκτά γούστα και αγόραζε από τη γειτονική Ιταλία έργα τέχνης για να κοσμήσει την εξοχική κατοικία του…

Με φόντο του λόγου του το Παλιό Φρούριο της πόλης της Κέρκυρας, στην αριστερή άκρη του οποίου είχε ήδη αρχίσει η επιστημονική ομάδα των συνεργατών του να οργανώνει το Ιστορικό Αρχείο ο ανανεωτικός τρόπος της σκέψης του Ασδραχά έφερνε στους παρευρισκόμενους τον αέρα της σύγχρονης ερμηνείας της Ιστορίας εξηγώντας ότι ιστορικός γίνεσαι όταν ερευνάς και όταν μαθαίνεις να αμφιβάλλεις. Ο υπέρμαχος της σχολής των Annales, της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας που τη συνθέτουν μικρά συμβάντα και όχι μόνο οι χαρισματικοί ηγέτες και τα πεδία των μαχών, εκείνο το βροχερό απομεσήμερο έδειχνε προς την ηλιαχτίδα του φωτισμένου μυαλού του. Ισως αν η αντιπαλότητα των τοπικών παραγόντων διατηρούσε ευήκοα ώτα στην άποψή του να βγαίνουν από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο ιστορικοί ερευνητές και όχι φιλόλογοι για να βρουν θέση στην επετηρίδα διορισμών στη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σήμερα θα αντιμετωπίζαμε την ιστορία όχι ως μία τάση της μόδας των καιρών. Αλλά ως ποιοτικό χρόνο που αργότερα εκείνος είχε εξηγήσει σε μία συνεντευξή του: «Προσπαθώ να βιώσω την Ιστορία καθιστώντας το πρόσωπό μου έναν μικρό κόκκο του κουρνιαχτού που ονομάζουμε Ιστορία. Μια διάρκεια που τέμνεται από μερικότερες διάρκειες. Ανάμεσά τους, η διάρκεια της ζωής».