Η υποβολή υποψηφιότητας για την ηγεσία του νέου φορέα από ανθρώπους που ουσιαστικά δεν έχουν καμιά ελπίδα να κερδίσουν επιβάρυνε κάπως τα ντιμπέιτ, αφού ήταν σαφές ότι οι παρεμβάσεις τους είχαν σκοπό περισσότερο την προσωπική τους προβολή παρά τη συμβολή τους στην οικοδόμηση της νέας δημοκρατικής παράταξης. Πολλοί μάλιστα είπαν ότι τα κριτήρια για τις υποψηφιότητες θα έπρεπε να είναι αυστηρότερα: οι απαιτούμενες υπογραφές, για παράδειγμα, να είναι περισσότερες.

Δεν ήταν ο μόνος από τους κανόνες που αποδείχθηκε ατυχής. Εξίσου προβληματική –αν όχι δημοσιογραφικά αδιανόητη –ήταν η απόφαση να μην τίθενται στις τηλεμαχίες διευκρινιστικές ερωτήσεις στους υποψηφίους, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να μείνουν αρκετά πράγματα εκκρεμή. Το γεγονός ότι πολλά από αυτά δεν ειπώθηκαν από τους «βασικούς» υποψηφίους δεν μειώνει τη βαρύτητά τους. Τι εννοούσε, για παράδειγμα, ο πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Κωνσταντίνος Γάτσιος όταν είπε ότι διαφωνεί με την απαγόρευση της Χρυσής Αυγής επειδή μια δημοκρατία πρέπει να είναι «ανεκτική σε ιδέες»;

Σε άλλες χώρες της Ευρώπης (η οποία, παρεμπιπτόντως, έλαμπε διά της απουσίας της σε αυτά τα ντιμπέιτ) το ζήτημα της βίας έχει λυθεί. Στην Ελλάδα, όχι. Το υπενθύμισαν με δραματικό τρόπο τις τελευταίες ημέρες οι επιθέσεις στο σπίτι του Αμίρ και στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ. Η πρώτη είχε «δεξιό» χρώμα, η δεύτερη «αριστερό». Και οι δύο είναι καταδικαστέες, όπως σωστά επισήμανε ο πρώην πρύτανης. Ο,τι κι αν λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι εξίσου αποκρουστικό να δέχεται επίθεση ένα Αφγανάκι και ένας άνδρας των ΜΑΤ. Και είναι ακόμη πιο αποκρουστικό να δολοφονείται ένα παιδί –ή τρία παιδιά.

Ο επικεφαλής της διαδικασίας για την εκλογή του νέου αρχηγού Νίκος Αλιβιζάτος δεν μπορούσε να λάβει μέρος στις τηλεμαχίες. Αν όμως ήταν παρών στην προχθεσινή συζήτηση, ίσως να είχε επαναλάβει στον Κωνσταντίνο Γάτσιο αυτά που είπε τον περασμένο Μάιο όταν κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Οτι δηλαδή η Χρυσή Αυγή είναι μια εγκληματική οργάνωση που χρησιμοποιεί τάγματα εφόδου. Οτι η δολοφονία του Φύσσα ήταν χτύπημα της οργάνωσης, όχι του αυτουργού. Και ότι στη δίκη δεν διώκονται οι ιδέες γενικά αλλά οι πράξεις, που είναι σύμφυτες με τη ναζιστική ιδεολογία.

Δεν αποτελεί λοιπόν «φοβική προσέγγιση» μιας δημοκρατίας η αμείλικτη αντιμετώπιση όσων προσφεύγουν στη βία, είτε είναι άτομα είτε οργανώσεις ή αυτοαποκαλούμενα πολιτικά κόμματα. Και δεν έχει νόημα πια το επιχείρημα, που χρησιμοποίησε και ο πρώην πρύτανης, ότι όσοι ψηφίζουν τη Χρυσή Αυγή είναι απλώς παραπλανημένοι πολίτες. Αυτά ίσχυαν την εποχή της αθωότητας. Τώρα έχουμε περάσει σε άλλη φάση. Και ο καθένας, πολιτικός, δημοσιογράφος ή εκπαιδευτικός, πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του.

Με άλλα λόγια, δύσκολα θα πείσει ο κ. Γάτσιος τη Λιάνα Κανέλλη ότι πρέπει να κάνει διάλογο με τον Κασιδιάρη.