Η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί το ιστορικό σταυροδρόμι της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής και της Ασίας, όπου οι περιφερειακοί κρατικοί δρώντες έχουν εμφανίσει ποικίλες πολιτικές ταυτότητες παράλληλα με τις διαφορετικές γεωγραφικές τους θέσεις. Ενώ η Ελλάδα και η Τουρκία είναι κράτη – μέλη του ΝΑΤΟ με περίπλοκες διμερές σχέσεις, οι άλλοι περιφερειακοί παίκτες –το Ισραήλ, η Κύπρος, η Συρία, η Αίγυπτος, η Ιορδανία και ο Λίβανος –σχηματίζουν ένα, επίσης, πολύπλοκο δίκτυο διμερών και πολυμερών σχέσεων.

Λόγω στρατηγικής θέσης, η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα στη δυναμική οποιασδήποτε περιφερειακής ασφάλειας. Είναι το νοτιότερο μέτωπο του ΝΑΤΟ –με την Τουρκία, την Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο να συμβάλλουν στην ασφάλεια της Συμμαχίας, καθώς και το νοτιότερο τμήμα της ΕΕ. Οι προκλήσεις για την ασφάλεια είναι σημαντικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πολιτική αντιπαράθεση για το Κυπριακό, όπου παρατηρείται σύγκρουση ενδιαφερόντων ορισμένων εξωτερικών δρώντων και μεγάλων δυνάμεων, ιδίως των τριών εγγυητριών δυνάμεων, της ΕΕ, των ΗΠΑ και της Ρωσίας.

Αλλες εξίσου σημαντικές προκλήσεις σχετίζονται με τις ταραγμένες σχέσεις του Ισραήλ και των αράβων γειτόνων του, δεδομένης ιδίως της αδυναμίας επίλυσης του Παλαιστινιακού. Τόσο το Ισραήλ όσο και η Παλαιστινιακή Αρχή επηρεάζονται από το ευμετάβλητο περιβάλλον της Μέσης Ανατολής. Η περιοχή έρχεται, ακόμα, αντιμέτωπη με έναν υπερβολικά υψηλό αριθμό προσφυγικών ροών λόγω πολέμων και κρατικής αποτυχίας, ιδίως στη Συρία. Και βέβαια αποτελεί την «εστία» ενός μη κρατικού παράγοντα, του Ισλαμικού Κράτους, που δρα ως αμοιβάδα με κάποιες από τις ιδιότητες ενός κανονικού κράτους, αν και πλέον βαίνει μειούμενη.

Στο πλαίσιο αυτό, οι αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν πρέπει να αξιολογηθούν σε σχέση με τον ευρύτερο αντίκτυπό τους, πέρα από τα σύνορά τους. Αυτό συμβαίνει λόγω της συγκρουόμενης θεολογικής προσέγγισης των καθεστώτων του Ριάντ και της Τεχεράνης, της σημασίας τους ως παραγωγών ενέργειας και των σχέσεών τους με άλλους περιφερειακούς παίκτες, συμπεριλαμβανομένων όλων των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου. Επιπροσθέτως, ο χαρακτήρας των σχέσεων της Αγκυρας με τη Μόσχα είναι ενδεικτικός μιας αυξανόμενης «μοναδικότητας» και των δύο χωρών, με επιπτώσεις στην προσπάθεια της Ατλαντικής Συμμαχίας να υπερασπίζεται τα συμφέροντά της σε περιφερειακό επίπεδο.

Επίσης, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι προσπάθειες της διακυβέρνησης Τραμπ για διπλή προσέγγιση Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ. Η στρατηγική του να έλθει πιο κοντά στη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο, σε συνδυασμό με την έκκληση για επανάληψη των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων, αποσκοπεί στην αποδυνάμωση του ιρανικού ακτιβισμού στην Ανατολική Μεσόγειο και στην αποτροπή της προσπάθειας της Ρωσίας να καλύψει το κενό που αφήνουν οι ΗΠΑ. Με δεδομένη τη σημερινή αμφισημία, παρουσιάζονται κίνδυνοι αλλά και ευκαιρίες για επίλυση των υπαρχουσών διαφορών και τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων.

Η φαινομενική ευθυγράμμιση Ισραήλ, Κύπρου, Ελλάδας και Αιγύπτου, ιδίως όσον αφορά τους φυσικούς πόρους στην περιοχή, μπορεί να υποδηλώνει τη μελλοντική πορεία, με την προϋπόθεση ότι συμπεριλαμβάνεται και η Τουρκία, σε ένα νέο είδος περιφερειακού σχήματος δυτικής ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Τέσσερις βασικές παραδοχές μπορούν να αποτελέσουν κλειδί. Η πρώτη είναι ότι οι σχέσεις μεταξύ Μόσχας και Αγκυρας δεν θα υπερβούν το στρατηγικό χάσμα που τις δεσμεύει όσο η Τουρκία παραμένει αφοσιωμένη στο ΝΑΤΟ. Η δεύτερη είναι ότι οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Δύσης θα συνεχίσουν να έχουν συγκρουσιακό χαρακτήρα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η τρίτη είναι πως σύντομα πρέπει να επιλυθεί το Κυπριακό. Παραδόξως, η επιθυμία ανεξαρτητοποίησης του κουρδικού τμήματος του Ιράκ μετά το πρόσφατο δημοψήφισμα οδηγεί ίσως σε απροθυμία της Τουρκίας για μια λύση δύο κρατών στην Κύπρο, ανοίγοντας την πόρτα για επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Και η τέταρτη είναι η συνεχιζόμενη αστάθεια της περιοχής, εκτός εάν οι κύριοι ενδιαφερόμενοι δρώντες ενεργήσουν από κοινού με γνώμονα τη σταθεροποίηση. Εδώ ακριβώς υπάρχει μία μεγάλη ευκαιρία για επανεξέταση της Ανατολικής Μεσογείου.

Ο δρ Δημήτρης Τριανταφύλλου είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Kadir Has στην Κωνσταντινούπολη και διευθυντής του Κέντρου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών (CIES)