Το πρωί ακούσαμε την ετήσια έκθεση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την «κατάσταση της ΕΕ» (State of the Union). Το ενδιαφέρον της φετινής ομιλίας ήταν αυξημένο, μια και θα σηματοδοτούσε τη θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με το μέλλον της Ευρώπης και το Brexit.

Οπως θα θυμόσαστε, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είχε αναθέσει στην Επιτροπή να προβεί σε προτάσεις για μια σειρά σημαντικών αλλαγών, απαραίτητων για τη μετά την κρίση χρέους εποχή. Ομως η Επιτροπή δεν κατέθεσε συγκεκριμένες προτάσεις, αλλά μια σειρά επιλογών. Πράγμα που προκάλεσε την κριτική πολλών γι’ αυτήν την ασυνήθιστη τοποθέτηση.

Σήμερα ήρθε η ώρα να ακούσουμε τις θέσεις της Επιτροπής και αυτό δεν έγινε. Παραπέμφθηκαν σε έγγραφο που θα υποβληθεί αργότερα που θα περιγράφει τον οδικό χάρτη των αλλαγών με ορίζοντα τις ευρωεκλογές του 2019.

Ωστόσο, προσπερνώντας τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις που προτείνει για τη λειτουργία των κοινοτικών οργάνων, ας σταθούμε σε δύο σημεία της ομιλίας.

Οι αποστάσεις Γιούνκερ από τη λογική του «σκληρού» πυρήνα, και της Ευρώπης των πολλαπλών ταχυτήτων. Προσπαθεί μάλλον να γεφυρώσει τις διαφορές και να προλάβει τις ισχυρές αντιστάσεις από τα εκτός ευρωζώνης κράτη. Η πρότασή του για οικονομικά κίνητρα και βοήθεια σε όσους είναι εκτός, ώστε να καταστούν επιλέξιμοι το ταχύτερο δυνατόν ως μέλη της ευρωζώνης, είναι αντίθετη στη λογική των πολλαπλών ταχυτήτων. Η ίδια λογική αποτυπώνεται τόσο στην κριτική της ανοχής που δόθηκε στο παρελθόν με αφορμή τις εξαιρέσεις (Opting out) από κοινές πολιτικές όσο και με την αυστηρή κριτική στα κράτη που δεν τηρούν τις υποχρεώσεις τους στην πολιτική για την μετανάστευση.

Η απόρριψη της ιδέας υπουργού Οικονομικών της ευρωζώνης και η υποκατάστασή του από έναν αντιπρόεδρο της ΕΕ λύνει νομικά προβλήματα και τον πολλαπλασιασμό των δαπανών για νέους θεσμούς. Και ισχυροποιεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στη σημερινή του μορφή. Σε αυτό το πνεύμα, η υπαγωγή του ESM στην κοινοτική κανονικότητα θέτει το μελλοντικό ευρωπαϊκό ΔΝΤ στα πλαίσια της ΕΕ, αποδυναμώνοντας τη διακυβερνητική μέθοδο που εξ ανάγκης λειτούργησε από την κρίση χρέους και μετά.

Με το Brexit δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα, επιβεβαιώνοντας όσους πιστεύουν ότι πλέον περνάει σε δεύτερη μοίρα και πως η ΕΕ θα ασχοληθεί με το μέλλον της κατά προτεραιότητα. Η γλώσσα του σώματος πάντως έδειχνε ανακούφιση, παρά χαιρεκακία.

Πόσο ρεαλιστική είναι η επιστροφή στον δρόμο προς την ομοσπονδία; Θα εξαρτηθεί από τη μορφή και το βάθος που θα έχει ο γαλλογερμανικός άξονας.