Η φετινή γαλλική προεδρική εκλογή υπήρξε από πολλές απόψεις μοναδική και πιθανώς ανεπανάληπτη. Συμπληρώνει με εντελώς ιδιαίτερο τρόπο μια περίοδο διεθνών εκλογικών ανατροπών, αλλά το κάνει προς διαφορετική και πάντως άγνωστη κατεύθυνση.

Ας πάρουμε τις πρωτιές από την αρχή. Επικράτηση ενός «κεντρώου», στην πραγματικότητα «πολυσυλλεκτικού», υποψηφίου από τον πρώτο γύρο –ο Ζισκάρ είναι το κοντινότερο παράδειγμα, αλλά είχε κόμμα από πίσω του και υστέρησε του Μιτεράν στον πρώτο γύρο, ενώ ο γνήσιος κεντρώος Μπαϊρού δεν μπήκε σε καμία από τις προσπάθειές του στον «τελικό», θα είναι όμως ίσως πρωθυπουργός τη Δευτέρα. Αποκλεισμός των επίσημων υποψηφίων και των δύο κομμάτων που έχουν κυβερνήσει σε όλη τη διάρκεια της Ε’ Γαλλικής Δημοκρατίας –του γκολικού και του Σοσιαλιστικού. Γενίκευση των εσωτερικών προκριματικών εκλογών, αλλά πρόκριση των δύο υποψηφίων που δεν πέρασαν από αυτές και μάλιστα κατέφυγαν και οι δύο στην πατροκτονία: κυριολεκτικά η Λεπέν, που όχι μόνο αντικατέστησε αλλά εξοβέλισε τον μόνο κατ’ επίφαση πιο εξτρεμιστή πατέρα της, μεταφορικά ο Μακρόν, ο οποίος χρωστάει τα πάντα στον Ολάντ και κέρδισε χάρη στην αγνωμοσύνη που ανοιχτά επέδειξε έναντί του. Μεγαλύτερο ποσοστό αναποφάσιστων ώς την τελευταία στιγμή του πρώτου γύρου και μεγαλύτερο ποσοστό μη εκπροσωπούμενων από τους τελικούς υποψηφίους και μη ικανοποιημένων από το αποτέλεσμα. Λιγότερο πολιτική στην ουσία της αντιπαράθεση από ποτέ, αλλά και σκληρότερη, αφού όχι πια τα «οράματα» αλλά οι κόσμοι των δύο τελικών υποψηφίων, και των ψηφοφόρων τους, ήταν –όπως φάνηκε καθαρά στην τηλεμαχία της Τετάρτης –και θα συνεχίσουν να είναι πλήρως ασύμπτωτοι.

Αυτό το πρωτοφανές σκηνικό αφήνει βαθιές πληγές και ερωτηματικά και για το άμεσο μέλλον όσον αφορά τη θητεία του νέου προέδρου και την πορεία της Γαλλίας. Ενα κατακερματισμένο, απο-πολιτικοποιημένο και χωρίς σταθερές πολιτικό σύστημα, που είναι πιθανό να καθρεφτιστεί στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές. Ενα αποτέλεσμα που χαιρετίστηκε σχεδόν ομοθύμως ως νίκη της ελπίδας, αλλά στην πραγματικότητα είναι η επιλογή, αν όχι της στασιμότητας, πάντως σίγουρα της καθεστηκυίας τάξης. Ενας λαϊκισμός που ηττήθηκε στις κάλπες, αλλά που συγκέντρωσε αθροιστικά –γιατί δεν ανήκε μόνο η Λεπέν σε αυτή την κατηγορία –το υψηλότερο ποσοστό του και μπόλιασε όχι μόνο την καμπάνια αλλά και την πολιτική ζωή της χώρας. Ενας «μεταρρυθμισμός», τόσο απαραίτητος για τη Γαλλία, που εξαγγέλθηκε από τον νικητή, αλλά υπό συνθήκες που τον καθιστούν από δύσκολο ώς αδύνατο.

Το καλύτερο σχετικά αποτέλεσμα στη χειρότερη αντικειμενικά εκλογική αναμέτρηση. Στην καλύτερη αλλά δυνητικά και στη χειρότερη για την Ευρώπη και τη Γαλλία στιγμή. Γιατί, αν αποτύχει ο Μακρόν, τα πολεμοφόδια της ευρωπαϊκής δημοκρατίας τελειώνουν.