Τα ακροδεξιά κόμματα, ασήμαντη έως τη δεκαετία του 1990 μειοψηφία νοσταλγών του φασισμού, διεκδικούν σήμερα τη διακυβέρνηση σε διάφορες χώρες. Στην Αυστρία τέλη του 2016, στην Ολλανδία πρόσφατα, έως και στη Γαλλία αύριο (23 Απριλίου και 7 Μαΐου).

Η Μαρίν Λεπέν, παίρνοντας την κομματική αρχηγία από τον πατέρα της, κατάφερε πολλά. Χάρη στη σύγκρουση μαζί του και την εγκατάλειψη των πιο ακραίων θέσεών του, έχει αμβλύνει τη φασίζουσα εικόνα του κόμματος. Με την έμφαση στους φτωχούς και αδικημένους έχει αυξήσει την επιρροή στα λαϊκά στρώματα. Στις προεδρικές του 2012, πήρε σε αγροτικές περιοχές πολύ παραπάνω από τον μέσο όρο της και ψηφίστηκε από τους γάλλους εργάτες σε ποσοστό 29% (μεγαλύτερο απ’ ό,τι οι Σοσιαλιστές).

Δεν διστάζει μπροστά στην πιο ακραία λαϊκιστική δημαγωγία. Της αφαιρέθηκε το δίπλωμα οδήγησης για σειρά παραβάσεων. Και ιδού πώς αξιοποιεί το θέμα: καταγγέλλει τα πρόστιμα για τις παραβάσεις σαν «έμμεση φορολογία» για «δήθεν προστασία της ζωής» και ζητάει να καταργηθούν ακόμα και τα ραντάρ κατά της υπέρβασης ταχύτητας στους αυτοκινητόδρομους.

Εκμεταλλεύεται την οικονομική κρίση υποσχόμενη κράτος ισχυρό που θα προστατεύει τις φτωχές τάξεις. Τα μέτρα όμως για να το πετύχει οικονομικά περιορίζονται στην υπόσχεση ότι θα σφραγίσει τα σύνορα και θα βγάλει τη χώρα από την ευρωζώνη. Η απουσία οικονομικού σχεδίου κρύβεται από την υπερπατριωτική ρητορεία: όχι στο «μαχαίρι στην πλάτη της Γαλλίας [το ευρώ]», δημοψήφισμα για την «ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας» από την ΕΕ. Ακόμα και θαύματα υπόσχεται ανενδοίαστα. Σε λόγο της αρχές Μαρτίου διαβεβαίωσε τον «ασυμβίβαστο γαλλικό λαό» ότι «την εσωτερική τρομοκρατία» θα την καταστείλει «σε έξι μήνες».

Συνεχώς επαναλαμβάνει ότι δεν είναι «ούτε αριστερή ούτε δεξιά», το Μέτωπο είναι «εθνικό». Ξεκίνησε την προεκλογική εκστρατεία με σύνθημα «Στο όνομα του λαού» και σήμα το όνομά της (χωρίς επίθετο): «Η Μαρίν πρόεδρος» κι ένα γαλάζιο τριαντάφυλλο. Οι Σοσιαλιστές την κατήγγειλαν για κλοπή. Είναι δικό τους, είπαν, το σύμβολο «ρόδο χωρίς αγκάθια». Η Λεπέν απάντησε ότι είναι σύμβολο θηλυκότητας και σημαίνει «να κατορθώσεις το ακατόρθωτο». «Το ρόδο: σύμβολο της Αριστεράς, σε γαλάζιο: χρώμα της Δεξιάς συμβολίζει την ενότητα όλων των Γάλλων πέρα από ξεπερασμένες ταμπέλες».

Βασικό της μοτίβο είναι «ο λαός» και τα αριστεροδεξιά συνθήματα. Δεν μιλάει όπως ο πατέρας της για «μετανάστες» αλλά για «ξένους». Τονίζει ότι το κράτος πρέπει να προνοεί μόνο για τους «Γάλλους». Καλεί σε συναγερμό υπέρ των πατριωτικών αξιών και μιλάει εξ ονόματος της εθνικής οικογένειας. Και όταν λέει ότι τα ΜΜΕ την «καίνε στην πυρά», φανερά υπονοεί την Ιωάννα της Λωρραίνης.

Τον υπερπατριωτικό της λόγο διανθίζουν συνθήματα αριστερά. Καταγγέλλει τους σύγχρονους «αριστοκράτες», την «παγκοσμιοποιημένη κυρίαρχη τάξη», τον «υπερφιλελεύθερο καπιταλισμό» και τον «ρατσισμό εναντίον των Γάλλων». Παραπέμπει στον Οργουελ και τον Μπρεχτ, απαγγέλλει φράσεις του Ζαν Ζορές και δημοσιογράφοι σχολιάζουν ότι μιμείται την Εύα Περόν.

Είναι ισχυρές οι πιθανότητες να διεκδικήσει την προεδρία. Τις ελπίδες ότι δεν πρόκειται να εκλεγεί στηρίζει το παράδειγμα του 2002. Οταν ο πατέρας της ξάφνιασε την Ευρώπη καταφέρνοντας το έως τότε αδιανόητο, να ξεπεράσει με 17% το 16% του Σοσιαλιστή Ζοσπέν και να βρεθεί στον δεύτερο γύρο, ο Ζακ Σιράκ (από 20%) εξελέγη με το πρωτοφανές ποσοστό 80%.

Ομως σήμερα τα δεδομένα είναι διαφορετικά και κυρίως «οι απογοητευμένοι Γάλλοι» αδιαφορούν για τις συνέπειες της αποχής στον δεύτερο γύρο, που προβλέπεται έως και 37% (από 20% στις προηγούμενες προεδρικές). Οσο υψηλότερη η αποχή τόσο λιγότερες ψήφοι αρκούν για την εκλογή του τελικού υποψηφίου. Και αυτό δεν αφορά τόσο τη Λεπέν. Οσοι την ψηφίζουν θέλουν να εκλεγεί. Ενώ όσοι ψηφίσουν έναν από τους πολλούς άλλους ενδέχεται να αδιαφορήσουν στον δεύτερο γύρο αυξάνοντας τις πιθανότητες της Λεπέν.

Η άνοδος της Ακροδεξιάς ολοφάνερα σχετίζεται με την πολιτική κρίση που παντού πήρε μορφή αντίθεσης στα δύο παραδοσιακά κόμματα εξουσίας. Είναι ευρύτατη η καχυποψία για την ακεραιότητα των εκπροσώπων της πολιτικής, που με τον καιρό και την οικονομική κρίση έγινε άρση εμπιστοσύνης στα Κοινοβούλια και αμφισβήτηση του «συστήματος». Η Ακροδεξιά με τους λαϊκιστές δημαγωγούς της καλύπτει ένα κενό.

Την κρίση τη γνωρίζουν οι εκπρόσωποι της πολιτικής. Αναγνωρίζουν ότι οι πολίτες δεν τους εμπιστεύονται στο θεμελιώδες θέμα της διαχείρισης του κράτους με κίνητρο το καλό της χώρας και όχι το κομματικό συμφέρον. Και τι κάνουν; Συνεχίζουν την ίδια ακριβώς πολιτική τους με κάθε μέσο προσεταιρισμού ψήφων. Βλέπουν ότι η Ακροδεξιά αλώνει παραδοσιακά μετερίζια των αριστερών κομμάτων. Και τι κάνουν; Οι Σοσιαλιστές προσχωρούν στη συνεχή συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, ενώ οι Δεξιοί κλίνουν όλο και δεξιότερα.

Το κυριότερο είναι ότι, καθώς τα συνθήματα της Ακροδεξιάς ελκύουν τις λαϊκές μάζες, κλίνουν όλοι δεξιά. Αντί να αντισταθούν στη λαϊκιστική δημαγωγία αποκαλύπτοντας τα ψεύδη της και στηρίζοντας τις αρχές τους, προσχωρούν στις θέσεις των ακροδεξιών. Ο Σαρκοζί άσκησε πολιτική που εκφράζει ο νεολογισμός «ταυτοτική». Για να διατηρήσει την εξουσία, έγινε πιο «εθνοτικός σοβινιστής» από την Ακροδεξιά. Ομως ο πρώτος που ήδη το 1999 για να σταματήσει τη ροή ψηφοφόρων προς τον πατέρα Λεπέν ξέχασε την εμβληματική δημοκρατία και άρχισε να ονομάζει τη Γαλλία «πατρίδα» ήταν ο Λιονέλ Ζοσπέν. Και το 2015 ο Φρανσουά Ολάντ μίλησε για «Γάλλους εκ καταγωγής», έκφραση που είναι πλέον σύμβολο της «ταυτοτικής», δηλαδή της σύγχρονης εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας.

Το τραγικό είναι ότι με αυτήν την ψηφοθηρική χωρίς αρχές τάση τα παραδοσιακά κόμματα μετατρέπουν τις θέσεις της Ακροδεξιάς σε κοινούς τόπους ώστε παύουν σιγά σιγά να ανακαλούν τον αυταρχισμό και τη βία που θεμελιώνουν την ιδεολογία τους. Ετσι εμφανίζονται λίγο δεξιότερα των συντηρητικών (ήδη στη Γαλλία κυκλοφορεί ότι η Λεπέν δεν είναι δα και τόσο πιο δεξιά από τον Φιγιόν). Σταδιακά μετατρέπουν σε πατριωτικά και φιλολαϊκά τα αποτρόπαια μηνύματα περί εθνικής «καθαρότητας».

Φέρουν μεγάλη ευθύνη τα παραδοσιακά κόμματα της Γαλλίας που στη δημοκρατική καρδιά της Ευρώπης βρίσκεται προ των πυλών της προεδρίας μια εθνοσοσιαλίστρια, αντιευρωπαία, λαϊκίστρια δημαγωγός, θαυμάστρια και σύμμαχος του Βλαντίμιρ Πούτιν.

Η Αννα Φραγκουδάκη είναι κοινωνιολόγος της Εκπαίδευσης, ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών.